" ...μητρός τε καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μείζονι μοίρᾳ καί παρά θεοῖς καί παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι..." Σωκράτης

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Προτεσταντισμός καί Νεωτερικότητα


Όταν ο Μαξ Βέμπερ και ο Ρίτσαρντ Τώουνυ δημοσίευσαν τα έργα τους για τον προτεσταντισμό, η σχετική συζήτηση για την αμερικανική ιδεολογία μπήκε σε εντελώς άλλο δρόμο: αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά, η θεολογική βάση του δυτικού πολιτισμού και κυρίως εμπλουτίστηκε η ιστορική ερμηνεία με νέα εργαλεία, αυτή τη φορά από το χώρο των νοοτροπιών. Πρώτα ο Μαξ Βέμπερ δημοσιεύει το κλασικό πλέον έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», σε γερμανικά περιοδικά το 1904-1905 και στη συνέχεια ο Ρίτσαρντ Τώουνυ, το 1926, το παρεμφερές «Η χριστιανική θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού».

Και τα δύο σχετικοποιούν την μαρξιστική πεποίθηση για την εξάρτηση των ιδεών από το πεδίο της οικονομίας και αναδεικνύουν την αυτοτελή σημασία των ιδεών, της ιστορικής συνείδησης και των νοοτροπιών. Έτσι, απαντώντας στον Μαρξ κυρίως, οι Βέμπερ και Τώοουνυ συνέδεσαν την καπιταλιστική εποχή με την επικράτηση της προτεσταντικής ηθικής στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.

Ας συνοψίσουμε τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του προτεσταντισμού- τι νέο δηλαδή έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας- και τα βασικά σημεία της νέας προτεσταντικής ηθικής. Βεβαίως, δεν υπάρχει ένας και μόνος προτεσταντισμός, αλλά πολλές διαφορετικές εκδοχές του: Λουθηρανισμός, καλβινισμός, αγγλικανοί, ευαγγελικοί, βαπτιστές και πολλές άλλες ομάδες που προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι οι προτεστάντες δεν έχουν ένα κεντρικό εκκλησιαστικό όργανο, μια εκκλησιαστική ιεραρχία δηλαδή, όπως οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι. Οπότε κάθε προτεσταντική εκκλησία κουβαλάει τα ιδιαίτερα δικά της ιστορικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μπορούμε να σταθούμε στις γενικές γραμμές της προτεσταντικής πίστης, στις σταθερές της δηλαδή. Αυτές εξάλλου θεμελιώνουν και την ιδιαίτερη σύνδεση αυτού του θεολογικού κινήματος με την νεωτερική εποχή του κεφαλαίου.

Οι καλβινιστές, οι πουριτανοί, οι λουθηρανοί, οι Ουγενότοι και όλοι γενικώς οι προτεστάντες, αποφάσισαν να ζήσουν απλά μέσα στην εκκλησία τους, αλλά αυστηρά όσον αφορά τη στάση ζωής τους απέναντι στα ιερά κείμενα. Κατήργησαν τα περισσότερα λατρευτικά τυπικά, τα μυστήρια και απαίτησαν απόλυτη προσήλωση στο ευαγγέλιο. Aπέρριψαν δηλαδή όλα τα τυπικά της Λατρείας, την παράδοση της εκκλησίας και των Πατέρων, όσα είχαν προκύψει από την συνολική ιστορία του χριστιανισμού και κράτησαν μόνο τη Bίβλο για οδηγό.

Οι προτεστάντες, αρνούμενοι την υπαγωγή της συνείδησης σε μια αυστηρή παπική ιεραρχία, ουσιαστικά απαίτησαν την θρησκευτική ατομικότητα. Αρνούμενοι τον κοινοβιακό μοναχισμό, στράφηκαν προς τον εσωτερικό κόσμο του πιστού. Δηλαδή στο άτομο. Επομένως οι προτεστάντες θεμελιώνουν στο χώρο της θεολογίας την ατομικότητα, υπερβαίνοντας την λογική της ενορίας και της εκκλησιαστικής κοινότητας. Προέχει πάντα για τους προτεστάντες η ατομική μας συνείδηση, η πίστη. Η θρησκεία γίνεται έτσι μια εντελώς προσωπική υπόθεση.

Οι προτεστάντες συνέδεσαν το παρόν, την καθημερινότητά τους, με την πίστη. Ο προτεσταντισμός ανέλαβε αυτόν ακριβώς το ρόλο: να τοποθετήσει στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής το υποκείμενο, το άτομο, σε όλες τους τις κοσμικές εκδηλώσεις. Ο Mαρτίνος Λούθηρος, ο Ούλριχ Σβίγγλιος και ο Iωάννης Kαλβίνος, ιδίως ο τελευταίος, κωδικοποίησαν μια νέα ηθική. H ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στην προτεραιότητα που δίνει ο προτεσταντισμός σε ό,τι ονομάζεται πραγματική ζωή: η θρησκεία δεν νοείται, παρά μόνον στην αδιαμεσολάβητη σχέση της με τη ζωή- πρακτικά πρέπει να φαίνεται αυτό που πιστεύεις. Ήταν δηλαδή η απαραίτητη μεταστροφή, για να εδραιωθεί ο σύγχρονος κόσμος των ατομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Αρνούμενοι την απόλυτη παπική εξουσία πάνω στις τοπικές εκκλησίες, οι προτεστάντες, με επικεφαλής τον Λούθηρο, απαίτησαν την εθνικοποίηση των εκκλησιών. Απαίτησαν επίσης λειτουργίες όχι στα λατινικά, αλλά στις εθνικές γλώσσες. Με λίγα λόγια, αρνήθηκαν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά του παπισμού, τα οποία είχαν ταυτιστεί με την αυτοκρατορική λογική. Και επομένως πρωτοστάτησαν στα εθνικά κινήματα από τον 17o αιώνα και μετά. Δεν είναι τυχαία η σύνδεση του Διαφωτισμού- που εισάγει την εποχή των εθνών και του εθνικισμού- με τον προτεσταντισμό. Οι διαφωτιστές φιλόσοφοι είναι σχεδόν στο σύνολό τους εχθροί του καθολικισμού και φιλικοί με τον προτεσταντισμό. Επομένως υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στον προτεσταντισμό και την εδραίωση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.

Για τους προτεστάντες ο άνθρωπος δεν θα σωθεί από τα έργα του και την ηθική του συμπεριφορά, αλλά από την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι η κεντρική πρόταση του Μαρτίνου Λούθηρου και γενικώς του προτεσταντισμού. Η εχθρότητα του Λούθηρου απέναντι στην επικρατούσα χριστιανική ηθική, συνοδεύτηκε και από την εχθρότητά το απέναντι στον λεγόμενο «νομικισμό» της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Έτσι ο χριστιανός απελευθερώνεται από την υποχρέωση υπακοής σε κάθε νόμο, εκτός από τον νόμο του Χριστού, που όμως είναι μέσα του, ένας νόμος εσωτερικός και υποκειμενικός. Ο χριστιανός νοιώθει ελεύθερος απέναντι σε όλους τους νόμους και γίνεται κύριος του εαυτού του. Αυτή ακριβώς είναι η πιο σοβαρή νεωτερική διάσταση του λουθηρανισμού, η προβολή της ελεύθερης υποκειμενικότητας, αυτό που ο Λούθηρος ονόμασε «χριστιανική ελευθερία».

Ο χριστιανός είναι μεν ελεύθερος στο πλαίσιο της χριστιανικής ζωής, αλλά εκτός από το βασίλειο του Χριστού υπάρχει και το επίγειο βασίλειο, στο οποίο οι άνθρωποι, βυθισμένοι στην αμαρτία, υποχρεώνονται να υπακούν σε όλους τους κανόνες συμπεριφοράς που επιτάσσει η Αγία Γραφή. Για τον Λούθηρο η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά διεφθαρμένη και ο ίδιος περιφρονεί τον ανθρώπινο λόγο και τη φύση. Η αμαρτία και η αποφυγή της γίνεται λοιπόν ο άξονας της προτεσταντικής ηθικής, η οποία κινείται ανάμεσα στις έννοιες «καλό» και «κακό». Η προτεσταντική ηθική με τον Λούθηρο βρίσκεται στον αντίποδα της αριστοτελικής ηθικής των αρετών και του ενάρετου βίου, θεωρεί τον ίδιο τον Αριστοτέλη άλλωστε ως «προπύργιο των παπιστών» και «την ηθική του ως τον μεγαλύτερο εχθρό της χάρης», καθώς είναι η ηθική που ενσωμάτωσε πλήρως η σχολαστική θεολογία του μεσαίωνα.

Η χριστιανική ηθική και η ηθική της Αγίας Γραφής είναι αυτή που οδήγησε και τον Καλβίνο στην ίδια αποδοχή, ότι δηλαδή η σωτηρία του ανθρώπου δεν θα προέλθει από τα έργα του αλλά από την χάρη που απευθύνει ο Θεός στους «εκλεκτούς» του με βάση τη διδασκαλία του προορισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ηθική που αφορά όλους τους ανθρώπους, αλλά τους πιστούς. Αυτοί που θα καταφέρουν να αποκτήσουν την θεία χάρη και επομένως τον προορισμό της σωτηρίας.

Ο Καλβίνος και ο Λούθηρος δεν δέχονται την «φυσική ηθική» των αρετών, ούτε τη σύγκλιση της χριστιανικής με την κοσμική ηθική, με συνέπεια η καλβινιστική ηθική να ρυθμίζει πλέον με χριστιανικούς νόμους όλες τις πράξεις της εγκόσμιας ζωής, σε μια προσπάθεια απόλυτου εκχριστιανισμού του συνόλου της ζωής, στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτός όμως ο εκχριστιανισμός συνοδεύεται από την πλήρη απελευθέρωση από τα θρησκευτικά καθήκοντα της καθολικής εκκλησίας, στο όνομα της «χριστιανικής ελευθερίας». Επομένως πρόκειται για μια εκκοσμίκευση του χριστιανισμού. Αυτός ο εκκοσμικευμένος χριστιανισμός είναι που καλύπτει όλες τις πλευρές της ζωής του ατόμου- όχι η συμμετοχή του στα μυστήρια της εκκλησίας.

Η πρακτική του ασκητισμού του Καλβίνου και οι αρνήσεις του απέναντι στην εκκλησία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επίθεση στην αρχαία ηθική, η οποία μέχρι τέλους παρέμεινε εμπόδιο στην εργασία και τον πλουτισμό. Η διδασκαλία του Καλβίνου λοιπόν άφησε ανοιχτή την πόρτα στον δανεισμό, διευκολύνοντας την εμπορική δραστηριότητα, η οποία επί αιώνες υφίστατο την απαγόρευση του τόκου, εκ μέρους της καθολικής εκκλησίας (αν και σ’ αυτό το σημείο και ο Λούθηρος συνέχιζε την παράδοση αυτή, την απαγόρευση του τόκου). Κηρύσσοντας σε όλους την ανάγκη της εργασίας- αφού ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο «να ζει με τον ιδρώτα του προσώπου του» και ευλόγησε την εργασία, την ευημερία και την απόκτηση των υλικών αγαθών, δηλαδή τη γεωργία, το εμπόριο, τα συμβόλαια κλπ.- ο Καλβίνος διετύπωσε και ηθικές εντολές για όλες τις πλευρές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Η καλβινιστική ηθική, η οποία είναι η κύρια πλευρά της προτεσταντικής ηθικής συνολικά, είναι μια ηθική υπακοής στις επιταγές του Θεού, οι οποίες νοούνται ως υπακοή στις εντολές της Βίβλου. Η παράδοση του εξελληνισμένου χριστιανισμού παρακάμπτεται. Ουσιαστικά ο προτεσταντισμός προκαλεί μια επιστροφή στην ιουδαϊκή ηθική των εντολών και όχι σε μια ηθική ως έργο του ανθρώπινου λόγου, που είχε επεξεργαστεί η πατερική θεολογία, επηρεασμένη από την κλασική ελληνική φιλοσοφία.


Αρχική πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου