Ο Ευαγόρας [Βαγορῆς] Παλληκαρίδης, Έλληνας εθνικιστής, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α. στη διάρκεια του αγώνος για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον Αγγλικό ζυγό, ποιητής και λογοτέχνης, γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1938 στην Τσάδα της επαρχίας Πάφου και δολοφονήθηκε με απαγχονισμό, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της14ης Μαρτίου 1957, στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, από τα Αγγλικά στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο. Τάφηκε στα Φυλακισμένα μνήματα στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας.Βιογραφία
Ο Ευαγόρας ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Μιλτιάδη Παλληκαρίδη, που κατάγονταν από το χωριό Λάρνακας της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας και της Αφροδίτης Παπαδανιήλ, που κατάγονταν από την Τσάδα, και αδέλφια του ήταν ο Ελευθέριος, ο Ανδρέας, η Γεωργία, και η Μαρούλα.
Σπουδές
Ο Ευαγόρας φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο της Τσάδας, τελειώνοντας και τις 6 χρονιές με άριστα και το 1949 η οικογένειά του μετακόμισε στο Κτήμα, όπου σπούδασε στη Νεοφύτειο Αστική Σχολή. Μετά το σχολικό έτος 1950-51, φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, δίχως να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δεύτερος εξάδελφός του ήταν ο Στέλιος Μαυρομάτης, επίσης απαγχονισμένος από τους Άγγλους αποικιστές, θαμμένος κι αυτός στα Φυλακισμένα μνήματα.
Πατριωτική δράση
Την 1η Ιουνίου 1953, παραμονή της στέψεως της Ελισσάβετ Β', βασίλισσας της Αγγλίας και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο «Ιακώβειο Γυμναστήριο» Πάφου, οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας από την Α.Ν.Ε., [«Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ»], και τους φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου, στην οποία συμμετείχαν μαθητές. Ο Ευαγόρας αναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε την σημαία του Άγγλου κατακτητή, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για την πρώτη δυναμική αναμέτρηση των Ελλήνων της Κύπρου με τους Άγγλους και αυτή ήταν η πρώτη επαναστατική του πράξη που σημάδεψε την περαιτέρω αγωνιστική του πορεία.
Τον Ιανουάριο του 1955, μαζί με είκοσι ακόμη νέους επιτέθηκαν και ελευθέρωσαν το πλήρωμα του πλοίου «Άγιος Γεώργιος», του οποίου οι ναυτικοί είχαν συλληφθεί από τους Άγγλους επειδή μετέφεραν όπλα. Τον Απρίλιο 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., [Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, Ε.Ο.Κ.Α.], και πρωταγωνίστησε στις διαδηλώσεις, στη διανομή προκηρύξεων, στην αναγραφή συνθημάτων και στις ανατινάξεις βρετανικών στόχων, όπως στις 19 Ιουνίου 1955 έλαβε μέρος στην προσπάθεια να πυρποληθούν τα δικαστήρια και το διοικητήριο της Πάφου και στη συνέχεια στην επίθεση εναντίον του Άγγλου Διοικητή Κρην Μπέη. Τον Αύγουστο του 1955, σε εκδρομή του στην Ελλάδα, του δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθεί για τη χρήση όπλου και κατόρθωσε να μεταφέρει στην Κύπρο ένα περίστροφο.
Στις 16 Νοεμβρίου 1955, στη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης, ενώ είχε οργανωθεί πια ως μαχητής στις τάξεις της ΕΟΚΑ, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν το συμμαθητή του Λουκά Πετρίδη και τον ελευθέρωσε. Συνελήφθη, οδηγήθηκε στο δικαστήριο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομη οχλαγωγία και ο «Βαγορής», όπως τον αποκαλούσαν, αρνήθηκε την κατηγορία και η δίκη του αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Στις 4 Δεκεμβρίου 1955 ανακοίνωσε στην οικογένεια του, ότι για να μη βρεθεί στην φυλακή, θα πάει στο βουνό να συνεχίσει τον αγώνα του. Αρχικά κατέφυγε στη μονή Αγίου Νεοφύτου και αργότερα ενώθηκε με την ανταρτική ομάδα της περιοχής στη τοποθεσία Προφερτζιή -κοντά στη Λυσό- στα σύνορα του δάσους προς το Σταυρό της Ψώκας στην τοποθεσία Άππης, μεταξύ Κισσόνεργας-Τάλας.
Στην έδρα του σχολείου όπου φοιτούσε, άφησε το τραγούδι του αποχαιρετισμού, προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές του, στο οποίο εξηγούσε τον λόγο της φυγής του. Στην επιστολή του ο Ευαγόρας γίνεται προφήτης του ηρωικού τέλους που τον περίμενε:
«Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά, Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια Που παν στη Λευτεριά.
Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς, τη Μάνα, τον Πατέρα,
μεσ' στα λαγκάδια πέρα, και τις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη λευτεριά, θα ‘χω παρέα μόνη,
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ. Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια, Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά. Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι, το ξέρω θα ‘ν' απάτη,
δε θα ‘ναι αληθινό. Μες το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν. Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου,
Μονάχ' αυτό ζητώ.
Γεια σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ' βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης».
Ένοπλη δράση
Στις 16 Δεκεμβρίου ο Παλληκαρίδης επικηρύχθηκε από τους Άγγλους, με το τεράστιο για την εποχή ποσό των 5.000 λιρών. Συμμετείχε, για πρώτη φορά σε ένοπλη αναμέτρηση, στην επίθεση κατά του Αστυνομικού Σταθμού Δρούσειας λίγο πριν τα Χριστούγεννα 1955 και το Μάρτιο του 1956 προωθήθηκε σε κρησφύγετο στο δάσος κοντά στο χωριό Λυσός προς την περιοχή Άγιος Γεώργιος. Ο τομεάρχης του Σάββας Παπαευσταθίου έλεγε:
«...Γνώρισα τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη όταν έφθασε στο κρησφύγετό μας, στη τοποθεσία Προφερτζιή -κοντά στη Λυσό- σύνορα του δάσους προς το Σταυρό της Ψώκας. Κοιμήθηκε μαζί μας το βράδυ και πρωί πρωί ξύπνησε πρώτος και βγήκε έξω και άρχισε να γυμνάζεται συνεχώς. Ο Βαγορής, όπως τον αποκαλούσαμε, είχε ένα αθλητικό κορμί λίγο μελαμψό χρώμα -γι’ αυτό και του δώσαμε το ψευδώνυμο «Νάσσερ» .
Τους επόμενους δώδεκα μήνες πολέμησε στα χωριά της Πάφου, στο Κτήμα, στη Λευκωσία, στα χωριά Τάλα, Τσάδα, Λυσό, Κινούσα, και πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, όπως ανατινάξεις, ενέδρες, επιθέσεις εναντίον Βρετανών φρουρών, αστυνομικών σταθμών και στρατοπέδων, ενώ συνέχισε την ποιητική του δημιουργία την οποία είχε αρχίσει από τα μαθητικά του χρόνια, γράφοντας περίπου 500 ποιήματα και πολλά πεζά κείμενα. Συνελήφθη το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, κατά τη διάρκεια μεταφοράς οπλισμού στο δρόμο μεταξύ Λυσού και Σταυρού της Ψώκας κοντά στη Λυσό, στην περιοχή Κόπες, όταν έπεσαν σε ενέδρα αγγλικής στρατιωτικής περιπόλου, η οποία ενεργούσε «βάσει ληφθησών πληροφοριών» και τα άλλα δύο μέλη της ομάδος του ο Βαγγέλης Χριστοφή και ο Γεώργιος Χρίστου, κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Σύλληψη / Δίκη / Θανατική καταδίκη
Την ώρα της συλλήψεως του δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου». Σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν των Αγγλικών δυνάμεων κατοχής, η σύλληψη του «..έπραγματοποιήθη εις το σκότος...», ενώ «...Οι τρομοκράται μετεκινούντο προφανώς υπό σεληνόφως, εκ των κυριευθέντων δε ειδών κατεδείχθη, ότι ούτοι εύρίσκοντο καθ' όδόν προς τα νέα χειμερινά ενδιαιτήματα των. Οι δύο όνοι τυγχάνουν καλής μερίμνης έκ μέρους των δυνάμεων ασφάλειας...».
Μετά τη σύλληψη του οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Λίμνης κοντά στην πόλη της Χρυσοχοΰς, όπου και κρατήθηκε αρχικά, ενώ έντεκα μέρες αργότερα τον μετέφεραν στο στρατόπεδο «Δασοΰδι», στην είσοδο του χωριού Κτήμα στην περιοχή Πάφου και στις 29 Δεκεμβρίου συναντήθηκε με τα μέλη της οικογένειας του. Κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια με αποτέλεσμα την μερική τύφλωσή του και την πρόκληση ανηκέστου βλάβης της σπονδυλικής του στήλης. Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού για τη μεταφορά ενός οπλοπολυβόλου Bren το οποίο βρισκόταν σε συντήρηση μέσα σε γράσο, μη συναρμολογημένο, άρα ούτε και χρησιμοποιήσιμο, καθώς και τριών γεμιστήρων. Μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και δικάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1957 στο «Ειδικό Δικαστήριο» με το Νέο Νόμο Έκτακτης Ανάγκης, που είχε θέσει σε ισχύ ο Χάρτιγκ από τις 22 Νοεμβρίου 1956, και σύμφωνα με τον οποίο, ήταν δυνατό κάποιος να καταδικαστεί σε θάνατο ακόμα και για ελαφρά παραπτώματα.
Η διαδικασία υπήρξε συνοπτική, καθώς ο Ευαγόρας παραδέχθηκε ευθαρσώς το κατηγορητήριο και δήλωσε:
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε.. Εκείνο το οποίο έχω να πω είναι τούτο: ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο.» Με τη δήλωσή του αυτή δεν άφησε στους συνηγόρους του περιθώρια υπερασπίσεως και ο δικαστής, ανακοινώνοντας την απόφαση του, είπε: «...Ο νόμος προνοεί μόνον μίαν ποινήν:....του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον». Την επόμενη μέρα της καταδίκης του, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, με το οποίο του ζητούσαν να του απονεμηθεί χάρη, ενώ και η Ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζήτησε προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου και η Βουλή των Ελλήνων έστειλε τηλεγραφήματα στην Αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας Δέρδης, σαράντα βουλευτές του Αγγλικού Εργατικού κόμματος, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, αλλά και απλοί πολίτες προσπάθησαν να ματαιώσουν την εκτέλεση του, όμως η Αγγλική κυβέρνηση απέρριψε την απονομή χάριτος.
Μελλοθάνατος
Στη διάρκεια της κρατήσεως του εντυπωσίασε τους πάντες με την εγκαρτέρηση του, την αταλάντευτη πίστη του στο σκοπό για τον οποίο θα έδινε τη ζωή του, για την ηθική ενίσχυση που πρόσφερε στους δικούς του και στους συγκρατούμενούς του, με την δήλωση του: «Όταν πεθάνω, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται». Στις μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον απαγχονισμό του, έγιναν αλλεπάλληλα διαβήματα προς την βασίλισσα της Αγγλίας, ώστε να του δοθεί χάρη, από τον πατέρα του, τη μητέρα του και άλλους επίσημους φορείς της Κύπρου, όμως η απάντηση της ήταν αρνητική. Στις 12 Μαρτίου τον επισκέφθηκαν ο πατέρας του και άλλοι συγγενείς στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας όπου κρατούνταν και ο Ευαγόρας τους πληροφόρησε ότι σε δύο μέρες θ’ ανέβει στην αγχόνη και συμπλήρωσε:
«...Ορκίσθηκα να πεθάνω για την Πατρίδα μου κι ετήρησα τον όρκο μου», ενώ με επιστολή που έστειλε στην αδερφή του Γιωργούλα, ζήτησε να δοθεί το όνομα Ελευθερία, στη μικρή του ξαδερφούλα που δεν πρόλαβε να βαφτίσει:
«...Λυπάμαι πολύ, πού δεν πρόφθασα να την βαφτίσω, μα δεν πειράζει. Μπορείς να το κάνεις κι εσύ και σαν μεγαλώσει, φρόντισε συ γι' αυτήν, και ρώτησε την... γιατί έκλαψε, όταν την φίλησα; Τ' όνομα πού θα της δώσεις, θέλω να είναι πεντασύλλαβο και να θυμίζει εκείνην, για την οποίαν ήρθα έως εδώ, εκείνη για την οποία έγραψε ο ποιητής Σολωμός το πιο όμορφο τραγούδι του. ΕΚΕΙΝΗΝ την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ' όλα. Κατάλαβες, αδελφή μου;....». Στον πατέρα του, που τον επισκέφθηκε την παραμονή της εκτελέσεως του είπε, «...Στείλε μία λαμπάδα στον Άη Γιώργη και αύριο στείλε την μητέρα μου να την δω και να μου φέρει και τον σταυρό μου....».
Όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο βράδυ στη φυλακή τα περιγράφει ο ιερέας Παπαντώνης Ερωτοκρίτου στο βιβλίο του με τίτλο «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων», όπου κατέγραψε κάποιες από τις αναμνήσεις του :
«.......Ήτο τόση ή βία του, ώστε νά διάταξη τήν έκτέλεσίν του προ τού μεσονυκτίου, ένώ όλους τούς προηγουμένους τούς έξετέλεσαν κατά τάς πρώτας πρωϊνάς ώρας, διότι ήθελε νά προλάβη μή τυχόν και ήρχετο χάρις άπό τήν Βασίλισσαν, διότι όλοι αυτό έπεριμέναμεν. Λέγεται ότι εδόθη ή χάρις, ήτο όμως άργά, αν πράγματι εδόθη.
Τό απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής τών εκτελέσεων κ. Λέκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας. Έζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και έδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν δτι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ένόμιζαν πώς θά τούς γελούσα.
Έκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν.
Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας. Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον του κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ ένα σκαμνί.
Τον είχαν στο κελλί του Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο του Καραολή είχαν τον Μαϊμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής άγχόνης, και γι αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ᾿ αυτά τά κελλιά. πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μόνον ο ένας μέ ενδιέφερε εθνικά. Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή. Ήτο νύχτα, και οί σύντροφοι του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγη. και περίεργος γι' αυτό του υποβάλλω τήν έρώτησιν.
–Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;
Έσήκωσε τό πρόσωπον του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.
-Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους ειδα νά τρέχουν.
Επικρατεί σιωπή. και πάλιν ερωτώ.
-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου;
–Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.
Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα άλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής. Του υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μου λέγει:
Όχι. πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου.....».
Το τέλος του
Στην επιστολή που παρέδωσε στους γονείς του σημείωσε: «...Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί...».
Λίγο πριν την δολοφονία του, έγραψε το τελευταίο του ποίημα, αφιερωμένο στη μητέρα του:
«Όλη η φύσις κοιμάται
την ναρκώνει το κρύο
κι εγώ φεύγω λαλώντας
το στερνό μου αντίο.
Και τη μάνα φιλώντας
Την κοιτάζω και κλαίω.
«μάνα μην κλαις» της λέω
«μάνα μην κλαις» και κλαίω».
Βαδίζοντας την τελευταία διαδρομή από το κελί του στην αγχόνη, τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 και πριν την εκτέλεση του τραγούδησε τον Ελληνικό εθνικό Ύμνο, ενώ είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, στις 14 Μαρτίου άνοιξε η καταπακτή της αγχόνης και πέρασε στην αιωνιότητα. Ήταν ο νεότερος από όσους απαγχονίστηκαν αλλά και ο τελευταίος που ανέβηκε στο ικρίωμα της αγχόνης. Ο μεγάλος αδελφός του, ο Λευτέρης, μόλις έμαθε το ηρωικό του τέλος, τηλεγράφησε από το Kimberley της Νοτίου Αφρικής στον πατέρα του: «...Όλοι μας είμεθα βαθύτατα συγκινημένοι, άλλα πολύ υπερήφανοι για τον ήρωα μας. Ζήτω η ΕΟΚΑ. Με αγάπην Λευτέρης..». H αγχόνη με την οποία απαγχονίστηκε βρίσκεται στα «Φυλακισμένα μνήματα.
Η εκτέλεση του προκάλεσε την παγκόσμια κατακραυγή και κινητοποίηση κατά των Άγγλων αποικιοκρατών, που απέτρεψε τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, πράξη που αποτέλεσε την ύστερη προσφορά στους συναγωνιστές του. Σύμφωνα με τη διήγηση του παπά Αντώνη, του ιερέα των φυλακών, ο οποίος τον εξομολόγησε και τον μετάλαβε...
( Ὁλόκληρο τό θέμα στό Μεταπαίδεια, ΕΔΩ )
Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ
Εὐχαριστῶ ΤΤ600.
Ἡ Πελασγική