" ...μητρός τε καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μείζονι μοίρᾳ καί παρά θεοῖς καί παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι..." Σωκράτης

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !


Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Τὸ ΟΧΙ μὲ τὴν πένα τοῦ Γεωργίου Ἀ. Βλάχου - Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - Ἱστορία, Ἀναμνήσεις, Ἀπολογία

  Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - Ἱστορία, Ἀναμνήσεις, Ἀπολογία 


Ἡ στήλη αὐτὴ ἔχει ἀπέναντι τοῦ κ. Ἰωάννου Μεταξᾶ παλαιὰν ὀφειλήν. Ὅταν πρὸ εἴκοσι δύο ἐτῶν ἠκολούθει μίαν πολιτικήν, μίαν παράταξιν, καὶ μὲ τοὺς κακούς της ἐνθουσιασμοὺς μίαν ἀτυχῆ ἐκστρατείαν, συνήντησε εἰς τὸν δρόμον της ἡ στήλη αὐτὴ ἀντίπαλον καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς ἐκστρατείας τὸν κ. Μεταξᾶν, τὸν πρώην ἀρχηγὸν τοῦ Ἐπιτελείου: «Ἡ ἐκστρατεία», ἔλεγεν ὁ κ. Μεταξᾶς, «θὰ ἀποτύχη. Ἡ πολιτική σας, ἡ στρατιωτικὴ καὶ ἡ ἐξωτερική, εἶναι στραβή...» Στραβή;... Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἐπεκράτει τὸ ρητόν: «Πᾶς ὁ μὴ μεθ᾿ ἡμῶν, καθ᾿ ἡμῶν». 

Καθ᾿ ἡμῶν λοιπὸν δὲν ἐσυγχωροῦντο ἐμπόδια καὶ ὁ ὑπογεγραμμένος ὠρθώθη πάνοπλος κατὰ τοῦ ἐξαφνικοῦ ταραξίου. Καὶ ἔγραψε... -Τί δὲν έγραψε!... Ἂν ὁ ἱστορικὸς ἀσχοληθῆ κάποτε μὲ τὰ ἔργα, τὰς ἡμέρας καὶ τὰς ἐφημερίδας τῆς ἐποχῆς, θὰ καταπλαγῆ διὰ τὸ μέγεθος τῆς ὀργῆς καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιθέτων. Ὁ Μεταξᾶς τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, ὁ Μεταξᾶς τοῦ Ἐπιτελείου, ὁ Μεταξᾶς ὁ ἐξόριστος εἶχαν λησμονηθῆ. Δὲν ἦτο πλέον Μεταξᾶς, ἦτο ἐμπόδιον.
Ἔπειτα ἐπέρασεν ὁ καιρός, ἡ ἐκστρατεία ἀπέτυχε, ἐπάνω εἰς τὸ Γουδὶ σφαῖραι ἑλληνικαὶ ἔγραψαν τὴν τελευταίαν σελίδα τοῦ δράματος, ὁ ταραξίας ἐδικαιώθη· ἀλλὰ ἡ στήλη αὐτὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχη κανεὶς ἄλλος δίκαιον πλὴν τῶν νεκρῶν. Καὶ ἔζησε μὲ αὐτούς, μὲ τὰς σκιάς, μὲ τοὺς κληρονόμους των. Ρωμαντισμός;... Ἴσως. 

Ἀλλ᾿ ὁ Μεταξᾶς δὲν παρουσιάζετο μόνον ἀπέναντί της ὡς ὁ ἀντίπαλος τῆς χθεσινῆς ἐποχῆς· παρουσιάζετο ὡς ἀντίπαλος διὰ τὸ μέλλον, ὡς ἄκανθα, ὡς στάσις, ὡς ἀπειλή. Τί ἤθελε;... Κατὰ βάθος, δὲν τὸ ἠννόει κανείς. Κοινοβουλευτικὸς ἦτο, κόμμα διηύθυνε. Ἀρχηγὸς ἀνεγνωρίζετο, συνδυασμοὺς ἔχριε, ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ κατὰ τρόπον παράδοξον καὶ ἀήθη. Κομματάρχαι σπουδαῖοι, παράγοντες τῶν ἐπαρχιῶν, ἐπήγαιναν εἰς τὸ σπίτι του, ἐκτυποῦσαν τὸ κουδούνι, μίαν, δύο φορὰς καὶ ὁ Μεταξᾶς τοὺς ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρον καὶ δὲν τοὺς ἐδέχετο. Τί ἤθελε λοιπόν; Ἤθελε νὰ εἶναι χωρὶς φίλους κοινοβουλευτικὸς Ἀρχηγός; Ἤθελε νὰ ἔχη χωρὶς βουλευτὰς τὴν πλειοψηφίαν; Οἱ ἐχθροὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀγαθὸν μαλακόν του καπέλλο διέβλεπαν τὸ πηλήκιον, ὁ αρχηγὸς τῶν Ἐλευθεροφρόνων εἶχε μείνει διὰ τοὺς πολλοὺς Στρατηγὸς καὶ ἡ στήλη αὐτή, ἡ ὁποία δὲν εἶχεν ἀκόμη διαγνώσει τὴν ἀσθένειαν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχε ἡ Ἑλλάς, τοῦ ἔλεγε: «Εἶσθε βουλευτὴς καὶ συνωμοτεῖτε κατὰ τοῦ κοινοβουλευτικοῦ καθεστῶτος. Αὐτὸ εἶναι πράξις κακή. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον κακή, εἶναι καὶ ἐπιζήμιος. Διότι ὁ κοινοβουλευτισμὸς εἶναι σύστημα, ἐνῶ ἡ δικτατορία, τῆς ὁποίας σᾶς ὑποπτευόμεθα θιασώτην, εἶναι ἄνθρωπος. Καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν διαδόχους...»
* * *
Ἀλλ᾿ ἡ ἱστορία ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν ἐγράφετο. Ἀναρχίαι, κινήματα, ἔριδες ἐσωτερικαί, ἀλλαγαὶ καθεστώτων, φόνοι, ἀπόπειραι, καὶ πάλιν ἀναρχίαι καὶ πάλιν κινήματα. Καὶ ὁ Μεταξᾶς διεφαίνετο ἄλλοτε εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἄλλοτε εἰς τὸν βυθὸν τῆς κοινοβουλευτικῆς ἐκείνης θαλάσσης τὴν ὁποίαν εἶχον ἐπαναστατήσει οἱ ἄνεμοι, ὡς ναυαγός. Εἰς μίαν στιγμὴν ἐφάνη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπανίδωμεν πλέον. Θῦμα τῆς μεγάλης θυέλλης τοῦ 1928, ἡ ὁποία ἐσάρωσε τὴν παράταξιν καὶ τοὺς συνεργάτας της, ἀποτυχὼν καὶ εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του ἐπαρχίαν, ἀπογοητευμένος, κατάκοπος, ἀπεφάσισε νὰ ζήση μακρὰν τοῦ Κράτους, ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς: «Θὰ ζήσω ὡς ἄνθρωπος», ἔγραψε εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ἐπιστρέψας ἐκλείσθη εἰς τὸ γραφεῖον του, προσεπάθησε νὰ τακτοποιήση τὰ οἰκονομικά του, συνήντησε τὸ πλῆθος τῶν ζημιῶν εἰς τὰς ὁποίας τὸν εἶχε ἐκθέσει ἡ πολιτική, ἔκλεισε τοὺς φακέλλους τῶν φίλων καὶ τὰ κατάστιχα τῶν συνδυασμῶν, ἐπέταξε τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ Κόμματος τῶν Ἐλευθεροφρόνων ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἐβγῆκεν ἔξω καί -μόλις πρὸ δέκα ἐτῶν- ἐζήτησε ἐργασίαν. Καὶ εὐτυχῶς δὲν εὐρῆκε. 

Εἰς τὰς ἐκλογὰς τοῦ 1932 οἱ Κεφαλλῆνες τὸν ἔφεραν ἄκοντα εἰς τὰς κάλπας καὶ τὸν ἐξέλεξαν βουλευτήν. Ἐστάθη -τὸ ἔλεγε πρό τινος εἰς κύκλον γνωρίμων- ἐπὶ ἡμέρας καὶ νύκτας πρὸ ἐκείνης τῆς ἐκλογῆς διὰ ν᾿ ἀποφασίση: Θὰ δεχθῆ ἢ δὲν θὰ δεχθῆ; Εἰς τὴν πολιτικὴν δὲν ἐπίστευε. Εἰς τὸν κοινοβουλευτισμὸν δὲν ἐπίστευε. Εἰς τὴν χρησιμότητά του, ἐκτὸς τοῦ ἀποπνικτικοῦ καὶ ἐφθαρμένου συστήματος, δὲν ἐπίστευε. Νὰ δεχθῆ;... Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ἡ ἀποδοχή, ὅπως καὶ ἡ παραίτησις, ἦτον εὔκολος. Καὶ ἐδέχθη.

Τότε πλέον τὴν στήλην αὐτήν, τῆς ὁποίας ἡ πεῖρα εἶχεν ἀντικαταστήσει τὴν πρώτην νεότητα, εἶχε καταλάβει ὁ ἀπελπισμός, ἡ ἀπόγνωσις. Εἶχε ζήσει. Ἐπάνω ἀπὸ τὸ δημοσιογραφικὸν θεωρεῖον εἶχεν ἀκούσει τὰς ἀσκόπους ἐν τῇ Βουλῇ συζητήσεις, τὰς διανομὰς τῶν κολλύβων, τὰς κωλυσιεργίας, τὰς συμπλοκάς. Εἶχε παρακολουθήσει εἰς τοὺς διαδρόμους διαλεγομένους φιλικώτατα τοὺς ἐν τῇ αἰθούσῃ φανατικοὺς ἀντιπάλους, εἶχε μάθει κατὰ βάθος τὰ παρασκήνια, εἶχε συναντηθεῖ συχνὰ καὶ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μὲ τὸν κοινοβουλευτισμόν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, μὲ τὸ σύστημα. Καὶ ἠσθάνθη ὅτι, ἂν ὄχι μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ σύστημα τουλάχιστον, ἔπρεπε νὰ διαλύση τοὺς παλαιούς της δεσμούς.
Ποία συνταγή; Ποία λύσις; Τί φάρμακον;... Ἕνα καὶ μόνον: Ἡ παλαιὰ ἐχθρά, ἡ δικτατορία. Δικτατορία λοιπόν. Τὴν ἔφερε εἰς τὸ γραφεῖον της, τὴν ἔκαμε φίλην της, τὴν παρουσίασε, προσεπάθησε νὰ τὴν ἐπιβάλη. Ὅταν ἐγίνετο μία Κυβέρνησις φιλική της, παρουσιάζετο πρώτη: Νὰ κλείσετε τὴν Βουλὴν καὶ νὰ κάνετε Διευθυντήριον τρεῖς μαζί, ἢ ἕνας, δικτατορίαν. Ὅταν ἡ Κυβέρνησις ἔπιπτε, ἐζήτει ἀπὸ τὴν διάδοχόν της, δικτατορίαν. Δὲν ἦτο σύστημα, δὲν εἶχε διάδοχον, ἦτο ἄνθρωπος, ἦτο κακὴ ἢ ψυχρή, ἀλλὰ φάρμακον ἄλλο δὲν ἦτο: - Θὰ πᾶμε στὴν κλινική. Θὰ ὑποστῶμεν ἐγχείρησιν. Θὰ μᾶς κόψουν τὰς ἐλευθερίας μας, θὰ μᾶς βάλουν τὸ φίμωτρον μὲ τὴν κοκαΐνην. Ἀλλ᾿ ἀλλέως δὲν γίνεται. Ἀσθενὴς κανεὶς δὲν πηγαίνει εἰς τὴν κλινικὴν μὲ ζητωκραυγάς· ἂς πᾶμε χωρίς. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε...
* * *
Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν κλινικήν, συνηντήθη μὲ τὸν παλαιόν της ἀντίπαλον. Τὸν Ἰωάννην Μεταξᾶν. Ἡμέραν πρὸς ἡμέραν ἐστάθη κοντά του, τὸν εἶδε, τὸν ἤκουσε, τὸν παρηκολούθησε. Ἡμέραν πρὸς ἡμέραν ἔζησε τὸ φαρμακεῖον, τὸ ἐγχειρητήριον, τοὺς θαλάμους. Εἶδεν ἐκεῖ ἀργὰ ἀργὰ νὰ λείπουν τὰ φάρμακα, νὰ φεύγουν τὰ ἐργαλεῖα καὶ νὰ γεμίζουν αἱ αἴθουσαι νεότητα, πατρίδας, σημαίας. Εἶδε εἰς τοὺς διαδρόμους νὰ παρελαύνουν καὶ νὰ ἐκχύνωνται πρὸς τὴν πόλιν φάλαγγες νέων παιδιῶν, μὲ τὸ στέρνον εὐθύ, μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, μὲ τὸ βῆμα γενναῖον. Εἶδε νά πορφυρώνη τὰς ἀχρώμους φλέβας τοῦ χθὲς πτωχοῦ μας ὀργανισμοῦ νέον αἷμα, νὰ ἀκούεται ταχὺς ὁ παλμός, ν᾿ ἀνασυντάσσεται ἐν βίᾳ ἡ χώρα, νὰ σφύζη ἡ ζωή, νὰ φθάνουν εἰς τοὺς λιμένας μας πλοῖα κατάφορτα μὲ πολεμικὸν ὑλικόν, ν᾿ ἀκούεται ρυθμικὸν τὸ βῆμα τῶν γυμναζομένων εἰς τοὺς στρατῶνας, νὰ πετοῦν εἰς τὸν οὐρανὸν χαλύβδινοι ἀετοί, νὰ πνέη παντοῦ νέος ἄνεμος, ἄνεμος ὁ ὁποῖος ἄνοιγε τὰ παράθυρα, ἐγκρέμιζε τὰς εἰσόδους, ἀφήρει τὴν στέγην... - Δὲν εἶναι πιὰ κλινική;... Ὄχι. Δὲν ἦτο πιὰ κλινική. Ἦτο παντοῦ μία, ἐλευθέρα, ὑγιής, ἡνωμένη, ἰσχυρά, ζωντανή, ἡ Ἑλλάς.

Καὶ ἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωί. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. 

Δὲν ἔχει κἂν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡ ὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται. Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἰταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰ ἀεροπλάνα της, μὲ τὰ ἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς -τίς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῆ πραγματικότητα ἢ ἐφιάλτην, δὲν θὰ ἐδίσταζε, δὲν θὰ ἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν᾿ ἀποφύγη τὸ γεγονός;- καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶπεν: Ὄχι. Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ. Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἁπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴ ἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡ Ἑλλάς.

Ἐζήσαμεν ἔκτοτε ὥρας ἀνησυχιῶν, ἀγωνίας, ἐνθουσιασμοῦ καὶ χαρᾶς. Εἴδομεν τὴν Δόξαν ἀσθμαίνουσαν νὰ παρακολουθῆ τὰ στρατεύματά μας. Ἠκούσαμεν τοὺς ἀνέμους νὰ μεταφέρουν τὸ ὄνομά μας εἰς ὅλους τοὺς κόσμους καὶ νὰ διαλαλοῦν, γῆ, θάλασσα, ὡς καὶ τὰ ἄστρα, τὴν νίκην μας. Ἐφέραμεν ἕως ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας, τὰ ὅπλα τῶν εἰσβολέων καὶ ἐσύραμεν ὣς ἐδῶ ἀόπλους τοὺς εἰσβολεῖς. Πρὸς στιγμὴν μᾶς ἐφάνη ὅτι ἡ Πλάσις ὁλόκληρος μὲ τοὺς ἡλίους της, μὲ τοὺς κόσμους της, ἐστάθη ὅλη διὰ νὰ προσέξη τὴν μικροσκοπικὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς, ἡ ὁποία καὶ πάλιν ἐμεγαλούργει. Καὶ ἐζήσαμεν εὐτυχεῖς. Τόσον εὐτυχεῖς ὅσον ποτέ. Τόσον εὐτυχεῖς ὥστε τὸ τί θὰ γίνη αὔριον δὲν ἐνδιαφέρει. Ἔχομεν κεφάλαια διὰ τὴν Ἱστορίαν τὰς Νίκας μας, κεφάλαιον γιὰ τὰ παιδιά μας τὸ «Ὄχι».

Τώρα ἡ Α.Ε. ὁ κ. Ἰωάννης Μεταξᾶς, Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος, ἔφθασεν εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τῆς δόξης του. Ἔγινε Γιάννης. Δὲν εἶναι οὔτε ἡ αὐτοῦ Ἐξοχότης οὔτε ὁ Πρωθυπουργὸς οὔτε ὁ Πρόεδρος. Εἰς τὸ στρατιωτικὸν Νοσοκομεῖον, ὅταν ὁ τραυματίας εἶχε γείρει εἰς τὸ προσκέφαλόν του βαρὺς καὶ τὸν ἠρώτησε ἡ ἀδελφὴ νοσοκόμος τί θέλει, ἐκεῖνος ἀπήντησε:
- Θέλω τὸ Γιάννη... 

Ὅπως αἱ μελωδίαι διὰ νὰ ζήσουν πρέπει νὰ κατέβουν εἰς τοὺς δρόμους, οὕτω καὶ τῶν δημοσίων ἀνδρῶν τὰ ὀνόματα θὰ ζητήσουν εἰς τοὺς δρόμους, μεταξὺ τοῦ λαοῦ, τὴν ἀθανασίαν. Ὁ κ. Μεταξᾶς ἔχει ἀπέναντι τῆς ἀθανασίας κερδίσει τὴν μάχην του: Εἶπε τὸ ὄχι, ἔγινε Γιάννης... -τί τοῦ μένει; Νὰ γίνη καὶ ἄγαλμα. Θὰ γίνη λοιπόν. Ἀλλ᾿ ὄχι, ὅπως ηὐχήθημεν ἄλλοτε, ἀπὸ μάρμαρον τοῦ Πεντελικοῦ. Θὰ γίνη ἀπὸ τὸν ὀρείχαλκον ποὺ θ᾿ ἀποδώσουν ταπεινωμένα, αἰχμάλωτα, τὰ ἐχθρικὰ πυροβόλα, αὐτὰ ποὺ τὸν ἐξύπνησαν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί...
* * *
Ἡ στήλη αὐτὴ ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της -τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς- νὰ ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰ ἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰ ἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε. 

(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 8 Δεκεμβρίου 1940)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου