Κατά τόν Πλάτωνα «τά πράγματα τοῖς γράμμασι μεμιμένα» καί ἄλλως: Ἡ ποσότητα καί ἡ ποιότητα τῆς πληροφορίας πού ἐμπεριέχεται στίς λέξεις τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, «ὄνομ’ἀρ’ἐστί, ὡς ἔοικε, μίμημα ἐστί φωνή ἐκείνου ὅ μιμεῖται» (Πλάτων Κρατύλος, 423,β).
Ὀνοματοποιός = ὁ ποιῶν, ἐπινοῶν ὄνομα, ἰδίως μιμούμενος φθόγγον τινά φυσικόν (Ἀθήναιος, 3.99, γραμματική, Ἀριστοτέλης, Ἠθικά 2,7). «Δεῖ ἐπίστασθαι… τό εἶδος τιθέναι εἰς τέ τά γράμματα καί τάς συλλαβάς», (Πλάτων Κρατύλος 390Ε).
Ἄλλως ὁ
Πλάτων ὁδηγεῖ τήν σκέψη μας στήν ἀναζήτηση τῶν ἀρχέγονων φυσικῶν
φθόγγων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιήθηκαν ὡς βάση γιά τήν ἐπινόηση τῶν
γραμμάτων/στοιχείων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀλφαβήτου καί συνεπῶς στήν δημιουργία
τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ἀπό δέ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀλικαρνασσέως, στό «Περί συνθέσεως τῶν ὀνομάτων» ἔργο του (ΙΓ κεφ.) ἔχουμε:
«’Εξ ἁπάντων δή φημί
τούτων ἐπιτηδεύεσθαι δεῖν τό καλόν ἐν ἁρμονία λέξεως ἐξ ὧν περ καί τό
ἡδύ. Αἰτία δέ κανταῦθα ἤ τε τῶν γραμμάτων φύσις καί ἡ τῶν συλλαβῶν
δύναμις, ἐξ ὧν πλέκεται τά ὀνόματα, ὑπέρ ὧν καιρός ἄν εἴη λέγειν, ὥσπερ
ὑπεσχόμην» καί ἄλλως ὅτι, ὁ χρωματισμός τοῦ λόγου ὀφείλεται στήν φύση τῶν γραμμάτων, ἐκ τῆς ὁποίας πηγάζει καί ἡ δύναμη τῶν συλλαβῶν. Ἡ ἔμφαση δέ τήν ὁποία δίδει ὡς «αἰτία δέ κανταῦθα», δηλαδή ὡς αἴτιον τῆς φύσεως τῶν γραμμάτων, ἐνισχύει καί ὑπογραμμίζει τήν φυσική προέλευση τῶν γραμμάτων/στοιχείων τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου καί τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας.:
Καί συνεχίζει (γιά τά γράμματά μας) :
«Ἔστι δή ταῦτα τόν ἀριθμόν ζ, δύο μέν βραχέα τό ε καί τό ο, δύο δέ μακρά το τε η καί τό ω τρία δέ δίχρονα τό τε α, καί τό ι καί τό υ, καί γάρ ἐκτείνεται καί συστέλλεται καί αὐτά οἱ μέν δίχρονα, ὥσπερ ἔφην, οἱ δέ μεταπτωτικά καλοῦσιν»
«Τῶν δέ καλουμένων
ἀφώνων ἐννέα ὄντων, τρία μέν ἔστι ψιλά, τρία δέ δασέα, τρία δέ μεταξύ
τούτων, ψιλά καί τό κ τό π καί τό τα, δασέα δέ τό τε θ καί τό φ καί τό
χ, κοινά δέ ἀμφοῖν τό τε β καί τό γ καί τό δ».
Αὐτός εἶναι ὁ διαχωρισμός
καί ἡ ὁμαδοποίηση τήν ὁποία μᾶς παραθέτει ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεῦς,
ὅσον ἀφορᾶ στά γράμματα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.
Καί στό αὐτό κεφάλαιό του:
«Μεγάλη δέ τούτων ἀρχή καί διδάσκαλος ἡ φύσις,
ἡ ποιοῦσα μιμητικούς καί θετικούς ἡμᾶς τῶν ὀνομάτων, οἷς δηλοῦται τά
πράγματα κατά τινας εὐλόγους καί κινητικάς τῆς διανοίας ὁμοιότητας, ὑφ
ἧς ἐδιδάχθημεν ταύρων τε μυκήματα λέγειν καί χρεμετισμούς ἴππων καί
φριμαγμούς τράγων, πυρός τε βρόμον καί πάταγον ἀνέμων και συριγμόν
κάλων και ἄλλα τούτοις ὅμοια παμπληθῆ τά μέν φωνῆς μηνύματα, τά δέ
μορφῆς, τά δέ ἔργου, τά δέ πάθους, τά δέ κινήσεως, τά δ’ἡρεμίας, τά
δ’ἄλλου χρήματος ὅτου δή».
Ἔτσι καί μέ αὐτά, (ὁ Διονύσιος ὁ Ἀλικαρνασσεύς) εἶναι πραγματικός καταπέλτης κατά τῆς συμβατικῆς γλωσσολογίας.
Καί ἡ σύνθεση τῶν θέσεων τοῦ Πλάτωνος
καί τοῦ Διο-νυσίου Ἀλικαρνασσέως μέ αὐτήν τοῦ Πυθαγόρα (ὁ ὁποῖος, ὡς
γνωστόν, φιλοτέχνησε τά Γράμματα) καταφαίνεται στόν περίφημο ὅρκο τῶν
Πυθαγορείων: «Οὐ μά τόν ἀμετέρα γενεά παραδόντα τετρακτύν, παγάν ἀενάου φύσεως ῥιζώματα ἔχουσαν» (Τά πάντα ἔχουν τήν πηγή τους στήν αἰώνια – ἀέναο φύση, στό αἰώνιο κοσμικό γίγνεσθαι).
Ἡ συνέχεια ἐδῶ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου