Διαβάστε
το όλο. Είναι εξαιρετικό! Μια χειμαρρώδης αποστομοτική απάντηση στα
γνωστά δακρύβρεχτα "αντιρατσιστικά" τσιτάτα που θέλουν να καλλιεργήσουν
"ενοχές" να φιμώσουν όποιον αντιδράει στον εποικισμό της πατρίδας από τους αλλοδαπούς και στην δημογραφική αλλοίωση του λαού μας.
Της Oriana Fallaci* (από
το βιβλίο της «H Οργή και η Περηφάνεια», 2003)
Όχι
εδώ και πολύ καιρό, άκουσα κάποιον από τους αναρίθμητους πρώην κυρίους
Πρωθυπουργούς που έχουν ταλαιπωρήσει την Ιταλία τις τελευταίες δεκαετίες, να
λέει στην τηλεόραση: «Κι ο θείος μου ήταν μετανάστης. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που έφευγε
για την Αμερική. με μια βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι». Δεν είναι καθόλου έτσι
τα πράγματα, κύριε παραπληροφορημένε, ή αναξιόπιστε πρώην Πρωθυπουργέ. Εκτός
από το ότι είναι πρακτικά αδύνατον να έχετε θείο που πήγε στην Αμερική με μια βαλίτσα από
χαρτόνι στο χέρι, για τον απλό λόγο ότι οι θείοι με τις βαλίτσες από χαρτόνι
στο χέρι πήγαιναν στην Αμερική στις αρχές του εικοστού αιώνα, δηλαδή τότε που
εσείς δεν ήσασταν ακόμη γεννημένος, δεν είναι καθόλου το ίδιο. Και είναι δυο
φαινόμενα άσχετα μεταξύ τους για ορισμένους λόγους που εσείς αγνοείτε, ή κάνετε
πως αγνοείτε. Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:


Τρίτον: Ακόμη κι η
Αμερική η Χώρα των Ευκαιριών έπαψε κάποια στιγμή να δείχνει στους ξένους την
ίδια επιείκεια που έδειχνε μέχρι και την προεδρία του Λίνκολν. Το 1875, για
παράδειγμα, η Αμερικανική Κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μπουν κάποια
όρια, με αποτέλεσμα η Βουλή των Αντιπροσώπων να υιοθετήσει νόμο που απαγόρευε
την είσοδο στη Χώρα σε Πρώην κατάδικους και σε πόρνες. Το 1882, ένας δεύτερος
νόμος απέκλειε από το δικαίωμα αυτό ψυχασθενείς και άτομα για τα οποία υπήρχαν
υποψίες ότι θα βλάψουν τη δημόσια ζωή της χώρας. Το 1903, ψηφίστηκε ακόμη ένας
νόμος που απαγόρευε την είσοδο στη χώρα σε επιληπτικούς, σε επαγγελματίες
ζητιάνους, σε ασθενείς με μεταδοτικές αρρώστιες και σε αναρχικούς. (Ο
τελευταίος ήταν ένας ανακριβής χαρακτηρισμός που αποδιδόταν τόσο σε παλαβούς
που δολοφονούσαν προέδρους, όσο και σε ριζοσπαστικούς που προκαλούσαν γενική
αναστάτωση και οργάνωναν απεργίες). Από εκεί και πέρα, η μεταναστευτική
πολιτική έγινε πιο αυστηρή και οι παράνομοι μετανάστες απελαύνονταν αμέσως. Στη
σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και
όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι,
έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό
ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα
σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση
των γηγενών. Εννοώ των Ιταλών φορολογουμένων. Λαμβάνουν ακόμη και ένα μικρό
ποσό χρημάτων για τα τρέχοντα μικροέξοδά τους. Όσο για τους παράνομους
μετανάστες, ακόμη κι αν απελαθούν επειδή έχουν διαπράξει κάποιο φριχτό έγκλημα,
πάντοτε καταφέρνουν να επιστρέψουν. Αν απελαθούν ξανά, πάλι γυρίζουν πίσω.
Φυσικά, για να διαπράξουν κι άλλα εγκλήματα. Και οι πολιτικοί μας δεν κάνουν
τίποτε. Ανάθεμά τους!

Όσο για τον τελευταίο
λόγο που θα σας αναφέρω, αγαπητέ μου κύριε πρώην Πρωθυπουργέ και υποτιθέμενε
ανιψιέ του θείου με τη βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι, είναι τόσο απλός, που
ακόμη και ένα διανοητικά καθυστερημένο μωρό θα μπορούσε να τον καταλάβει. Η Αμερική
είναι ένα νεοσύστατο έθνος, μια πολύ νέα χώρα. Αν αναλογιστείτε ότι η σύσταση
του αμερικανικού έθνους έγινε στα τέλη του δεκάτου όγδοου αιώνα, θα συμπεράνετε
εύκολα ότι σήμερα (έτος 2002) συμπληρώνει μόλις δυο αιώνες ζωής. Επίσης, είναι
ένα έθνος μεταναστών. Από την εποχή του Mayflower, από την εποχή των δεκατριών αποικιών, δηλαδή από πάντα, όλοι οι κάτοικοι
της Αμερικής ήταν μετανάστες. Παιδιά, εγγόνια, εγγύτεροι ή απώτεροι απόγονοι
κάποιων μεταναστών. Ως έθνος μεταναστών, αποτελεί το πιο δυναμικό, το πιο
πλούσιο μείγμα φυλών, θρησκειών και γλωσσών που υπήρξε ποτέ σε τούτο τον
πλανήτη. Ως νεοσύστατο έθνος, έχει πολύ σύντομη ιστορία. Γι’ αυτό, η
πολιτιστική της ταυτότητα δεν έχει ακόμη κατασταλάξει σε κάτι ενιαίο. Αντίθετα,
η Ιταλία είναι ένα πολύ παλαιό έθνος. Με εξαίρεση την Ελλάδα, θα έλεγα πως
είναι το παλαιότερο της Δύσης. Η καταγεγραμμένη ιστορία της ξεκινάει πριν τρεις
χιλιάδες χρόνια, όταν ιδρύθηκε η Ρώμη. Ή, καλύτερα, από την εποχή που οι
Ετρούσκοι αποτελούσαν ήδη πολιτισμένη κοινωνία. Σ’ αυτές τις τρεις χιλιετίες, παρ’
όλη την εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλες τις εισβολές που
προκάλεσαν την Πτώση αυτού του εκπληκτικού επιτεύγματος, παρ’ όλες τις
κατακτήσεις που μας είχαν διαμελίσει για πολλούς αιώνες, η Ιταλία δεν υπήρξε
ποτέ έθνος μεταναστών. Δηλαδή, ένα μείγμα από φυλές, θρησκείες και γλώσσες.
Ούτε αλλοιώθηκε η ταυτότητά της από τις επιδράσεις των κατακτητών της. Κανένα από
τα ξένα έθνη που μας είχαν κατακτήσει και διαμελίσει (και Γερμανοί και
Σκανδιναβοί και Ισπανοί και Γάλλοι και Αυστριακοί) δεν κατάφεραν να μεταβάλουν
την οντότητά μας. Αντίθετα, εκείνοι απορροφήθηκαν από εμάς, σαν το νερό από το
σφουγγάρι. …. Συνεπώς, η δική μας πολιτιστική ταυτότητα είναι ενιαία. Και, παρ’
όλο που περιέχει κάποια στοιχεία, που έχει απορροφήσει το σφουγγάρι (σκεφτείτε
τις πολλές διαλέκτους μας, τις συνήθειές μας, την κουζίνα μας), ποτέ δεν
υιοθέτησε συνήθειες του Μουσουλμανικού κόσμου. Με κανέναν τρόπο δεν έχει
επηρεαστεί από αυτόν. Επίσης, για δυο χιλιάδες χρόνια, η ενότητά μας ήταν
βασισμένη σε μια θρησκεία που ονομάζεται Χριστιανισμός. Σε μια εκκλησία που
ονομάζεται Καθολική Εκκλησία... Πάρτε εμένα σαν παράδειγμα. «Είμαι άθεη και
αντικληρικών αντιλήψεων, δεν έχω τίποτε κοινό με την Καθολική Εκκλησία», δηλώνω
πάντοτε. Κι αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ψέμα. Γιατί, είτε
μου αρέσει είτε όχι, έχω αρκετά κοινά με την Καθολική Εκκλησία. Πιστέψτε με,
γαμώτο! Πώς θα μπορούσα να μην έχω; Γεννήθηκα σ’ έναν τοπίο γεμάτο τρούλους
εκκλησιών, μοναστήρια, Χριστούς, Μαντόνες, Αγίους, σταυρούς και καμπάνες. Οι
πρώτες μελωδίες που άκουσα όταν γεννήθηκα ήταν οι μελωδίες από τις καμπάνες. Τι
καμπάνες του Καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, που τον Καιρό του
Αντίσκηνου, ο μουεζίνης προσβλητικά κατέπνιγε με τα δικά του Αλλάχ-ακμπάρ.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα με αυτή τη μουσική, με αυτό το τοπίο γύρω μου, με αυτή
την Εκκλησία που την έχουν προσκυνήσει ακόμη και μεγάλα μυαλά, όπως ο Δάντης
Αλιγκιέρι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Γαλιλαίος Γαλιλέι.
Μέσα από αυτήν έχω μάθει τι είναι γλυπτική, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση
και λογοτεχνία, καθώς και τι σημαίνει ο συνδυασμός της ομορφιάς με τη γνώση.
Χάρη σ’ αυτήν άρχισα κάποτε ν’ αναρωτιέμαι τι είναι το Καλό και το Κακό, αν
υπάρχει Θεός. Αν μας έπλασε Εκείνος, ή εμείς Εκείνον και αν η ψυχή είναι μια
χημική ένωση που μπορεί να υποστεί επεξεργασία σε εργαστήρια ή είναι κάτι
περισσότερο από αυτό. Και, μα τον Θεό...
Βλέπετε; Πάλι
χρησιμοποίησα τη λέξη «Θεός». Παρ’ όλες τις λαϊκές και αντικληρικές μου
αντιλήψεις, παρ’ όλο τον αθεϊσμό μου, είμαι τόσο διαποτισμένη από τον Καθολικό
πολιτισμό, ώστε αυτός να είναι αναπόσπαστο μέρος του γραπτού και προφορικού μου
λόγου. Μα τον Θεό, για όνομα του Θεού, προς Θεού, δόξα τω Θεώ, Θεέ και Κύριε,
Παναγία μου, έλα Παναγία μου, Χριστέ και Παναγιά μου, στην ευχή του Χριστού.
Χριστέ μου... Τέτοιες εκφράσεις μου έρχονται τόσο αυθόρμητα, που δε
συνειδητοποιώ ότι τις λέω ή ότι τις γράφω. Και να σας τα πω όλα; Παρ’ όλο που
ποτέ δε συγχώρεσα την Καθολική Εκκλησία για τα αίσχη που μου επέβαλε, με
πρωταρχικό εκείνο της γ…..ς Ιεράς Εξέτασης που τον δέκατο έβδομο αιώνα έκαψε
ζωντανή την προγιαγιά μου Ιλντεμπράντα, την κακόμοιρη την Ιλντεμπράντα, παρ’
όλ’ αυτά, οι μελωδίες από τις καμπάνες συνεχίζουν να γλυκαίνουν την καρδιά μου.
Μου αρέσουν.
Επίσης, μ’ αρέσουν όλες
αυτές οι όμορφες αγιογραφίες με τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους. Είμαι
μάλιστα συλλέκτρια παλαιών εικονισμάτων. Επίσης, μου αρέσουν τα αβαεία και τα
μοναστήρια και τα περιβόλια τους. Μου δημιουργούν μια ακαταμάχητη αίσθηση
γαλήνης και συχνά ζηλεύω αυτούς που μένουν σ’ αυτά. Και, εν τέλει, ας το
παραδεχτούμε: οι καθεδρικοί ναοί μας είναι πιο όμορφοι από τα τζαμιά, τις
συναγωγές, τους βουδιστικούς ναούς και τις άχρωμες εκκλησίες των
Διαμαρτυρομένων. …. Όλ’ αυτά τα συμβολικά στολίδια που ανήκαν στη δική μου ζωή.
Στον δικό μου πολιτισμό. Ξέρετε, στον κήπο του εξοχικού σπιτιού μου στην Τοσκάνη,
υπάρχει ένα μικρό, παλιό ξωκλήσι. Δυστυχώς, είναι πάντοτε κλειστό. Από τότε που
πέθανε η μητέρα μου, κανείς δεν το φροντίζει. Κάθε φορά που επιστρέφω στην
πατρίδα, πηγαίνω και το ανοίγω. Ξεσκονίζω την Αγία Τράπεζα, προσέχω να μην
έχουν κάνει φωλιές τα ποντίκια ή να μην έχουν φάει καμιά σελίδα από τη Σύνοψη.
Και, παρά τον λαϊκισμό μου, τον αθεϊσμό μου, εκεί μέσα νιώθω άνετα. Παρά τις
αντικληρικές απόψεις μου, εκεί μέσα νιώθω γαλήνη. (Και βάζω στοίχημα ότι οι
περισσότεροι Ιταλοί θα εκμυστηρεύονταν το ίδιο πράγμα. Σε μένα το έχει
εκμυστηρευτεί, Θεέ και Κύριε, ο ίδιος ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Γενικός
Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, ο άνθρωπος που εισήγαγε τον
ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ μαρξιστών και καθολικών...).


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου