Του Dustin Stanley (The Unpopular Truth) / ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Η
λέξη «ρατσιστής» για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει γίνει το πιο
αποτελεσματικό λεκτικό όπλο δημιουργίας φόβου στο αριστερό και
νεοσυντηρητικό (νεοφιλελεύθερο) οπλοστάσιο. Για δεκαετίες, έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην πολιτική αρένα για να συκοφαντήσει τους παραδοσιακούς (‘συντηρητικούς’),
να τερματίσει κάθε συζήτηση, και να κάνει τον αντίπαλο να τρέχει να
κρυφτεί. Στον κοινωνικό χώρο, έχει προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά από
τη χρήση της με το να την χρησιμοποιούν για να κάνουν πλύση εγκεφάλου
στις ευαίσθητες παιδικές ηλικίες και τους νέους φοιτητές, και να
διδάξουν τους ανθρώπους να μισούν το έθνος τους, τις πολιτιστικές
παραδόσεις τους, και το χειρότερο απ’ όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό.
Αυτό
που εκπληκτικά παραμένει σχεδόν ολοκληρωτικά έξω από κάθε συζήτηση,
ακόμα και στο σκληρό πυρήνα της παραδοσιακής Δεξιάς, είναι η προέλευση
της λέξης. Μήπως προέρχονται από κάποιον φιλελεύθερο κοινωνιολόγο;
Κάποιον Μαρξιστή καθηγητή Πανεπιστημίου του 60; Ίσως κάποιον πολιτικό
του Δημοκρατικού κόμματος; Όχι. Αποδεικνύεται ότι η λέξη δεν επινοήθηκε
από κανέναν άλλον, παρά από έναν από τους κύριους αρχιτέκτονες του
74χρόνου Σοβιετικού εφιάλτη, του ιδρυτή και πρώτου ηγέτη του περίφημου
Κόκκινου Στρατού, τον Λέον Τρότσκι. (Σχ. ΚΟ: Ο Leon Trotsky
ήταν Εβραίος που γεννήθηκε στο μικρό χωριό Γιάνοφκα της Ουκρανίας, στις
7 Νοεμβρίου 1879. Το πραγματικό του όνομα ήταν Lev Davidovich
Bronstein. Μετά τη διαγραφή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εξορίστηκε
από την Σοβιετική Ένωση και τελικά δολοφονήθηκε στο Μεξικό από τον
Σοβιετικό πράκτορα Ραμόν Μερσάντερ).
Ρίξε μια ματιά σε αυτό το έγγραφο, εάν μπορείς…
Славянофильство,
мессианизм отсталости, строило свою философию на том, что русский народ
и его церковь насквозь демократичны, а официальная Россия -- это
немецкая бюрократия, насажденная Петром. Маркс заметил по этому поводу: "Ведь точно так же и тевтонские ослы сваливают деспотизм Фридриха II и т. д. на французов, как будто отсталые рабы не нуждаются всегда в цивилизованных рабах, чтобы пройти нужную выучку". Это краткое замечание исчерпывает до дна не только старую философию славянофилов, но и новейшие откровения "расистов".
Πρόκειται για το έργο του 1930 του Λέον Τρότσκι, «Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»,
από όπου είναι το παραπάνω απόσπασμα. Η τελευταία λέξη σε αυτό το χωρίο
είναι "расистов," που αν το μεταφέρουμε στην λατινική γραφή είναι
"racistov" δηλαδή, "ρατσιστές". Στο έργο αυτό βλέπουμε για πρώτη φορά
στην ιστορία να εμφανίζεται η συγκεκριμένη λέξη.
Οι
πιο δύσπιστοι μπορούν να το ελέγξουν στο Διαδίκτυο, στην τοπική τους
βιβλιοθήκη, καθώς και σε πολυάριθμα βιβλία που παρατάσσονται κατά μήκος
των ραφιών εκεί, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να βρουν να χρησιμοποιείται
νωρίτερα η λέξη «ρατσιστής», πριν από τον Τρότσκι που την χρησιμοποιεί
εδώ.
Έτσι,
το επόμενο λογικό ερώτημα είναι ποιος ήταν ο σκοπός του Λέον Τρότσκι
στο να επινοήσει αυτή τη λέξη; Για να το μάθουμε, ας ρίξουμε μια ματιά
σε μια μετάφραση της παραγράφου που είδαμε πριν.
"Η ‘Σλαβοφιλία’ (Slavophilism), ο μεσσιανισμός της καθυστέρησης, βασίζει τη φιλοσοφία της στην υπόθεση ότι ο ρωσικός λαός και η
εκκλησία τους, είναι ολωσδιόλου δημοκρατικοί, ενώ η Ρωσία είναι η
επίσημη γερμανική γραφειοκρατία που τους έχει επιβληθεί από το Μεγάλο
Πέτρο. Ο Μαρξ σχολίασε πάνω σε αυτό το θέμα:" Με τον ίδιο τρόπο οι Τεύτονες "ηλίθιοι"
κατηγόρησαν τον δεσποτισμό του Φρειδερίκου του Β’ στους Γάλλους, σαν οι
καθυστερημένοι σκλάβοι να μην είχαν πάντα ανάγκη τους πολιτισμένους
σκλάβους να τους εκπαιδεύσουν. "Αυτό το σύντομο σχόλιο αποτελειώνει
εντελώς όχι μόνο την παλιά φιλοσοφία των Σλαβόφιλων, αλλά επίσης, και
τις τελευταίες αποκαλύψεις των «ρατσιστών». "
Οι
‘Σλαβόφιλοι’ στους οποίους αναφέρεται ο Τρότσκι, υπήρξαν ιστορικά μια
ομάδα Σλάβων παραδοσιοκρατικών που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως τον αυτόχθονα
πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους, και ήθελαν να τον προστατεύσουν. Ο
Τρότσκι από την άλλη τους έβλεπε, όπως και άλλους σαν κι αυτούς, ως ένα
εμπόδιο στα διεθνιστικά κομμουνιστικά σχέδιά του για τον κόσμο. Αυτός ο
άνθρωπος δεν νοιάζονταν ούτε στο ελάχιστο για τους Σλάβους Ρώσους του
οποίους, υποτίθεται υπηρετούσε. Για αυτόν, οι ‘Σλαβόφιλοι’, δηλαδή οι
Σλάβοι που διέπραξαν το «έγκλημα» να αγαπάνε το λαό τους και να
προσπαθούν να προστατεύσουν τη δική τους παράδοση, ήταν απλά
"καθυστερημένοι", και άλλοι σαν και αυτούς ήταν απλά "ρατσιστές".
Η
πραγματικότητα της προέλευσης της λέξης είναι στην πραγματικότητα μια
κραυγή από την αριστερή-φιλελεύθερη εκδοχή της ιστορίας: ότι η λέξη
επινοήθηκε για ‘καλό σκοπό’ για τον εντοπισμό ανθρώπων που είναι
προκατειλημμένοι εναντίον ορισμένων φυλετικών ομάδων και ως σύνθημα για
τους καλούς Φιλελεύθερους που θέλουν να προστατεύσουν τις φυλετικές
μειονότητες από τους φανατικούς. Αντίθετα, η πραγματική έννοια πίσω από
τη λέξη – ότι οι εθνοκεντρικοί «καθυστερημένοι» πρέπει να αφήσουν την
θέση τους για τους "φωτισμένους" διεθνιστές - συχνά χρησιμοποιήθηκε από
τον Κομισάριο του Στρατού και του Ναυτικού, Τρότσκι ως σύνθημα για τους
καλούς κομμουνιστές του Κόκκινου Στρατού να ξεκινήσουν δολοφονικές
επιδρομές εναντίον των λαών που αντιστέκονταν θέλοντας να προστατεύσουν
τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους από το να αντικατασταθεί με έναν ξένο
σύστημα.
Κάνοντας
ένα άλμα στην σημερινή πραγματικότητα, θα δούμε ότι οι μόνες αλλαγές
στη λέξη και τη βασική ιδέα της από το 1930, είναι ότι οι στόχοι της
λέξης έχουν επεκταθεί από μόνο τους Σλάβους οι οποίοι δεν θα
υποτάσσονταν στο μαρξιστικό διεθνιστικό σχέδιο να ξεριζώσουν και να
καταστρέψουν τον πολιτισμό τους και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, σε όλους
τους λευκούς ανθρώπους, Σλάβους ή όχι, οι οποίοι δεν υποτάσσονται στο
ίδιο άθλιο μαρξιστικό σχέδιο. Επίσης, εκείνοι οι οποίοι εξοπλίζονται με
τη λέξη αυτή έχουν επεκταθεί από μια χούφτα κομμουνιστές σε ολόκληρο το
φιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό κατεστημένο, σε όλα τα έθνη σε όλο τον
κόσμο.
Ο Λέον Τρότσκι, αφού βοήθησε Λένιν στη δημιουργία της Σοβιετικής δολοφονικής μηχανής στην οποία ο ίδιος και ο Τρότσκι σκότωσαν 1
έως 4 εκατομμύρια άτομα, βγήκε από την εξουσία και εκδιώχθηκε από τη
Σοβιετική Ένωση το 1929, αφού έχασε τη μάχη για την εξουσία για να γίνει
διάδοχος του Λένιν από τον Ιωσήφ Στάλιν.
Ωστόσο,
πριν ξεθωριάσει μέσα στις σελίδες της ιστορίας, ο Λέον Τρότσκι, θα
έκανε ένα τελευταίο πράγμα, το 1930, που θα προκαλούσε αναμφισβήτητα
μεγαλύτερη ζημιά στη Δύση από τον Στάλιν και ολόκληρο το σοβιετικό
πυρηνικό οπλοστάσιο των διαδόχων του. Εφηύρε μια λέξη που κυριολεκτικά
θα έδινε δύναμη σε κάθε λογής εαυτοφοβική και εθνοπροδοτική φωνή μέσα
στη Δύση για τον να επανακαθορίσει τους ανθρώπους που θέλουν να μείνουν
πιστοί στο λαό τους, τις πολιτιστικές παραδόσεις τους και τον τρόπο ζωής
ως τους «χειρότερους ανθρώπους», και μέσω της προπαγάνδας να επηρεάσουν
την κυβέρνηση, το εκπαιδευτικό σύστημα, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
και σχεδόν τον κάθε ένα γύρω τους. Θα πρέπει να απεικονίζεται ο λευκός
άνδρας ως ο μοναδικός δράστης κάθε γενοκτονίας και δουλείας στον κόσμο,
και αυτό θα πρέπει να συνεχίζεται μέχρι η Δύση να υποταχθεί στην
τροτσκιστική διεθνιστική ατζέντα, χωρίς να προβάλει την παραμικρή
αντίσταση. Μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής τώρα,
με τα φυλετικά διπλά μέτρα και σταθμά που δημιουργήθηκαν εδώ στην
Αμερική (σε βάρος των λευκών Αμερικάνων, φυσικά), με τη δημιουργία των
«ρατσιστικών» εγκλημάτων και των εγκλημάτων «μίσους» στην Ευρώπη (με
στόχο μόνο τον γηγενή πληθυσμό, φυσικά), με την καναδική και την
αυστραλιανή κυβέρνηση να έχουν εφαρμόσει την «πολυπολιτισμικότητα» ως
την επίσημη κρατική πολιτική (σε βάρος των γηγενών πολιτών), και πάνω
απ’ όλα, με το τεράστιο κύμα τριτοκοσμικών μεταναστών στη Δύση, που
υποστηρίζεται από όλες τις δυτικές κυβερνήσεις, κάτι που μεταβάλλει
ριζικά τη σύνθεση και τον πολιτισμό των χωρών αυτών, και απειλεί τον
αρχικό τους πληθυσμό, μετατρέποντάς τους σε μειοψηφία μέσα στη ίδια τους
τη χώρα. Κι όλα αυτά μέσα σε μόλις λίγες δεκαετίες.
Σχ. ΚΟ: Η λέξη «ρατσισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1933 από τον Magnus Hirschfeld, ένα Γερμανό, εβραϊκής καταγωγής, ομοφυλόφιλο μαρξιστή και ιδρυτή του Institut für Sexualwissenschaft
(Ινστιτούτο Ερευνών για την Σεξουαλικότητα) στο Βερολίνο. Το ίδρυμα
ήταν μέρος της Σχολής της Φρανκφούρτης που είχε ως πρότυπο το Ινστιτούτο
Μαρξ- Ένγκελς της Μόσχας.
Το
βιβλίο με το ίδιο όνομα (‘Ρατσισμός’) δημοσιεύθηκε το 1933 στα
γερμανικά και αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1938 από τους
μαρξιστές / κομμουνιστές φίλους του Hirschfeld, (Maurice Eden Paul και Cedar Paul).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου