Οι συνταγματάρχες και η κατάληψη της εξουσίας
Όσον αφορά την κρίσιμη νύχτα της 20ής προς την 21η
Απριλίου, ορθό είναι να ξεκαθαριστούν ορισμένα σημεία,
τα οποία μέχρι σήμερα έχουνε γίνει αντικείμενο συνθηματολογίας, που συχνά φτάνει στα επίπεδα της γελοιότητας.
Τα σημεία αυτά είναι τα εξής:
Πράγματι, σχεδιαζόταν την εποχή εκείνη βασιλική παρέμβαση, χάρη στην οποία θα αποτρεπόταν η ‘εγκατάσταση’ και παγίωση στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η παρέμβαση αυτή, μάλιστα, θα εκδηλωνόταν μέσω των
«στρατηγών», των ανωτάτων, δηλαδή, στελεχών του Στρατεύματος, που λόγω αξιώματος είχαν συχνότερη και ευκολότερη την πρόσβαση στα Ανάκτορα. Είναι λάθος όμως να
λέγεται ότι τον βασιλιά και τους στρατηγούς «του» τους πρόλαβαν οι «συνταγματάρχες». Το γόητρο του Κωνσταντίνου
Β΄, πράγματι, είχε τρωθεί λόγω της κρίσης του Ιουλίου του
1965. Και επειδή ο τότε Ρυθμιστής του Πολιτεύματος ανησυχούσε μήπως τυχόν μεγαλύτερη μείωση του γοήτρου του
επέφερε την εναντίον του στροφή της λαϊκής μάζας, ήθελε
να αποφύγει κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν
ως «συνταγματική εκτροπή». Έτσι, ήθελε να παρέμβει κατά
του Ανδρέα Παπανδρέου όχι πριν αλλά μετά τις εκλογές
του Μαΐου του 1967. Αυτό το ενδεχόμενο όμως ανησυχούσε
πολύ τους ηγετικούς κύκλους του Ν.Α.Τ.Ο., διότι ο ευχερώς προβλέψιμος ‘ξεσηκωμός’ της ελληνικής Αριστεράς,
με σκοπό την τελική κατίσχυση του Ανδρέα, οπωσδήποτε θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στη «νοτιοανατολική πτέρυγα» της Ατλαντικής Συμμαχίας. Και η αναταραχή
αυτή, με τη σειρά της, θα διευκόλυνε ακόμα περισσότερο την κάθοδο στη Μεσόγειο των Σοβιετικών (= Ρώσων).
Έτσι προτιμήθηκε η «λύση των συνταγματαρχών», οι οποίοι
δεν προλάβανε τον βασιλιά και τους στρατηγούς, μα ήτανε,
απλώς, αποφασισμένοι να δράσουνε πριν από τις εκλογές
και να τις ματαιώσουνε.
Αντίθετα με τα περίφημα συνθήματα του τύπου «ΝΑΤΟ-CIA-προδοσία» ή και «Χούντα-CIA-προδοσία», η αμερικανική C.I.A. (Central Intelligence Agency) δεν είχε ανάμειξη
στην κατάληψη της εξουσίας από τους «συνταγματάρχες»:
Αυτή υπήρξε υπόθεση καθαρώς νατοϊκή. Έτσι ερμηνεύεται άλλωστε και το ότι οι πρωτεργάτες της στρατιωτικής
εξέγερσης είχαν τοποθετηθεί σε νευραλγικέςς θέσεις του
Στρατεύματος μέσα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και, παρά
το ότι τα σχέδιά τους ήτανε κοινό μυστικό, κανένας δεν τους
ενόχλησε. Ο ίδιος ο τότε ταξίαρχος Στ. Παττακός μάλιστα
απορεί με την ατιμωρησία αυτήν και την αποδίδει στον
λόγω του εξαχρειωμένου κοινοβουλευτισμού «βαθύ ύπνο
των Νόμων» - ακόμη και στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης:
«Υπήρχε [τότε] κενό εξουσίας», έχει δηλώσει εγγράφως. Η
διατύπωση αυτή, παρά τις εντυπώσεις που προκαλεί, στην
πραγματικότητα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Και τούτο,
γιατί, εφόσον υπήρχε –κατά τη γνωστή νομική έκφραση-
‘συντεταγμένη πολιτεία’, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος
για «κενό εξουσίας». Και μόνο το γεγονός άλλωστε ότι ο κατά
τις παραμονές της 21ης Απριλίου 1967 υπουργός Εθνικής
Άμυνας όχι μόνο απέφυγε να θίξει τους «συνταγματάρχες»,
μα και προσπάθησε, μετά την επιτυχία της «κίνησής τους»,
να έρθει σε επαφή μαζί τους μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο
σιωπηρής αποδοχής των τεκταινομένων από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κατεστημένου της εποχής.
Βάσει των ανωτέρω ερμηνεύεται και η αμερικανική στάση ως προς το καθεστώς της 21ης Απριλίου. Οι στρατιωτικοί κύκλοι των Η.Π.Α. το επικρότησαν -ή, έστω, παρέμειναν
φαινομενικώς αδιάφοροι- και αποφασιστικώς συνέβαλαν
στο να μη διακοπεί η στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα
μας. Αντίθετα, το εκεί πολιτικό κατεστημένο έδειξε εξαρχής
τη δυσαρέσκειά του. Είναι χαρακτηριστικές εν προκειμένω
οι δηλώσεις που έκανε, ήδη στις 29 Απριλίου 1967, ο τότε
υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., Dean Rusk:
«Από την…
Παρασκευή [21η Απριλίου], οπότε οι στρατιωτικοί κατέλαβαν την εξουσία, παρακολουθούμε με πολλή προσοχή την
κατάσταση στην Ελλάδα. Με ενθαρρύνει το γεγονός ότι ο
Βασιλεύς Κωνσταντίνος, στην πρώτη μετά την… Παρασκευή
[21η Απριλίου] δημόσια δήλωσή του, έκανε έκκληση ταχείας επανόδου στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Περιμένουμε
[κατά συνέπεια] απτές αποδείξεις ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα καταβάλει κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση
της αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών…»
Παράλληλα, ο Αμερικανός υπουργός εξέφρασε το «ενδιαφέρον»
του για την τύχη των «πολιτικών προσωπικοτήτων» που είχαν συλληφθεί από τις αρχές του στρατιωτικού καθεστώτος:
φωτό |
Διακριτικώς, τέλος, αφέθηκε
να διαρρεύσει από την κυβέρνηση των Η.Π.Α. προς τους
Έλληνες «συνταγματάρχες» η πληροφορία ότι ο Ανδρέας
Παπανδρέου είχε «πολλούς φίλους» στην Αμερική καθώς
και ότι, μόλις απελευθερωνόταν, θα του δινόταν θέση καθηγητή στο ιουδαϊκού χαρακτήρα πανεπιστήμιο Brandeis,
στη Βοστώνη, ή έστω στο –επίσης ιουδαϊκών καταβολών-
πανεπιστήμιο του Michigan.
Παρόμοια στάση σύντομα υιοθέτησε και η περιβόητη
Α.Η.Ε.Ρ.Α. (American-Hellenic Educational Progressive
Association). Κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου
πράγματι, δηλαδή μόλις λίγες εβδομάδες μετά την 21η
Απριλίου, ο πρόεδρός της έστειλε τηλεγράφημα στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Κωνσταντίνο Κόλλια, τότε πρωθυπουργό, στο οποίο εξέφραζε τη «βαθειά αγωνία του» και
την «ειλικρινή απογοήτευσή του» για τη «δικτατορία» που
είχε επιβληθεί στη «Μητέρα Ελλάδα». Αυτό περίμενε και
ο προαναφερθείς Dean Rusk: στις 19 Μαΐου κάλεσε τον
πρεσβευτή της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον και του εξέφρασε τη «βαθειά ανησυχία, απογοήτευση και δυσαρέσκεια»
της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών για την κατάσταση στη χώρα μας.
Εξυπακούεται ότι ακριβώς κατά την
ίδια χρονική περίοδο ο Αμερικανός στρατηγός Lyman
Lemnitzer, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων
του Ν.Α.Τ.Ο., τηρούσε στάση διαμετρικώς αντίθετη:
Σθεναρώς υποστήριξε τη «νέα ελληνική κυβέρνηση» στη σύνοδο
υπουργών Εξωτερικών της Ατλαντικής Συμμαχίας που τότε
είχε συγκληθεί στο Παρίσι, αφού προηγουμένως είχε δηλώσει στην «αρμόδια επιτροπή» του Κογκρέσσου των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα
μας καθόλου δεν έπρεπε να διακοπεί.
Μετά από τις επισημάνσεις αυτές, μπορεί να επιχειρηθεί
και η προσέγγιση της στάσης του Ισραήλ. Δεν υπάρχουν ούτε καν ενδείξεις συμμετοχής ισραηλινών στρατιωτικών
στα γεγονότα της νύχτας της 20ής προς την 21η Απριλίου.
Ατεκμηρίωτη επίσης παραμένει η κατά τις ‘κρίσιμες ημέρες’ εκείνης της ‘γκαστρωμένης άνοιξης’ επίσκεψη και παραμονή στην Αθήνα του Moshe Dayan, ισραηλινού υπουργού Άμυνας εκείνη την εποχή. Όπως και να είναι όμως, η
κατάληψη της εξουσίας από τους «συνταγματάρχες» στην
Ελλάδα σαφώς ευνοούσε το Ισραήλ. Και αυτό, επειδή,
όπως ήδη τονίστηκε, η μη ανάσχεση της πολιτικής ανόδου
του Ανδρέα Παπανδρέου θα επέφερε τη σε βαθμό καθοριστικό ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική
Μεσόγειο – και αυτό μεγάλωνε τους από την πλευρά των
Αράβων κινδύνους του Ισραήλ.
Έτσι, οι New York Times,
η ισχυρότερη (κρυπτο-)μαρξιστική εφημερίδα του κόσμου
μας μα και ταυτόχρονα ημιεπίσημο όργανο του ισραηλινού λόμπυ των Η.Π.Α. κράτησαν αρχικώς εχθρική στάση
προς το «απριλιανό πραξικόπημα» στην Ελλάδα. Μετά
όμως από εξηγήσεις που δόθηκαν στους βασικούς συντάκτες τους από τις ‘αρμόδιες’ ελληνικές αρχές δέχτηκαν να
αλλάξουν γραμμή και να γίνουνε ‘φιλικοί’ προς τη «νέα
κατάσταση». Την ισραηλινή υποστήριξη προς το καθεστώς
της 21ης Απριλίου, πάντως, πλήρως τεκμηριώνει γεγονός
δραματικό στο οποίο, περιέργως, ελάχιστοι αποτόλμησαν
μέχρι σήμερα να αναφερθούν. Και το γεγονός αυτό είναι
ο θάνατος του υπολοχαγού Γιώργου Παναγούλη, αδελφού
του Αλέκου που αποπειράθηκε, το 1968, να σκοτώσει τον
Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Ο Γιώργος Παναγούλης, μετά την
επικράτηση των «συνταγματαρχών», εγκατέλειψε τον Ελληνικό Στρατό και μέσω Τουρκίας και Λιβάνου κατέφυγε
στο Ισραήλ, για να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Οι ισραηλινές
αρχές όμως τον έπιασαν και τον παρέδωσαν δέσμιο στον
πλοίαρχο ελληνικού επιβατικού σκάφους που έφευγε για
τον Πειραιά. Στη διάρκεια του ‘ταξιδιού’ ο Γιώργος Παναγούλης «εξαφανίστηκε»: Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ…
και ο επίσης μυστηριώδης θάνατος, την Πρωτομαγιά του
1976 του Αλέκου, εσφράγισαν ερμητικώς το όλο θέμα των
–αρχικώς- φιλικών σχέσεων της 21ης Απριλίου με το Ισραήλ
Η εξωτερική πολιτική του νέου καθεστώτος
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου ήταν –κυρίως, εάν όχι αποκλειστικώς- έργο του Στρατού Ξηράς. Το Βασιλικό Ναυτικό και η Βασιλική Αεροπορία είχαν πολύ μικρή ανάμειξη στην προετοιμασία των γεγονότων. Όπως και να είναι όμως, το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η νέα κυβέρνηση ήταν εκείνο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που βεβαίως εστιαζόταν στην Κύπρο και αφορούσε την προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Πάσης Κύπρου Μακαρίου Γ΄, που τότε ήτανε και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καμία ελληνική κυβέρνηση, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οπότε, χάρη στο τότε «Ενωτικό Δημοψήφισμα» αναδύθηκε διεθνώς ο Ενωτικός Πόθος του Κυπριακού Λαού, έως το 1977, οπότε ο Μακάριος Γ΄ πέθανε στη Λευκωσία, δεν μπόρεσε να έχει μαζί του ομαλές σχέσεις. Η κρίση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για αυτόν υπήρξε εύστοχη και ευχερώς αποδείξιμη:
«Ο Μακάριος... δεν συνειδητοποίησε
ποτέ το μικρό μέγεθος της χώρας του. Ο Κ. Καραμανλής
του είχε τονίσει, όταν η Κύπρος κατέστη ανεξάρτητο Κράτος, την ανάγκη εισόδου αυτής της τελευταίας στον Ο.Η.Ε.,
το Ν.Α.Τ.Ο. και την Ε.Ο.Κ. Εάν γινόταν αυτό, ο Ελληνισμός
θα διέθετε και στους τρεις αυτούς διεθνείς οργανισμούς δύο
ψήφους. Η συνεχής εξ άλλου ευθυγράμμιση των θέσεων
που θα ελάμβαναν [οι δύο χώρες] θα είχε ως αποτέλεσμα
την επιτάχυνση της πορείας προς την Ένωση».
Η ευθύνη του Μακαρίου, συχνά-πυκνά ετόνιζε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν πια είχε γίνει Πρόεδρος της
Ελληνικής Δημοκρατίας, υπήρξε μεγάλη όσον αφορά τα
εξής επί μέρους θέματα:
Α) Την απόρριψη των προτάσεων
Χάρντινγκ [κατά το 1955, στα πλαίσια των οποίων προβλεπόταν Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, μετά από επταετές διάστημα αυτοκυβέρνησης και βάσει δημοψηφίσματος,
στο οποίο ευχερώς θα επικρατούσε η ενωτική/ελληνοκυπριακή πλευρά].
Β) Υιοθέτηση της ιδέας της ανεξαρτησίας
– και μάλιστα χωρίς καμία συνεννόηση με την [υπεύθυνη]
ελληνική κυβέρνηση.
Γ) Σταθερή τήρηση αδέξιας [αδικαιολόγητα καταπιεστικής στην πραγματικότητα] πολιτικής σε
βάρος του τουρκικού στοιχείου της Μεγαλονήσου.
Δ) Συνεχείς προκλήσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος των
Αθηνών, το οποίο, από κάποια στιγμή και μετά βρέθηκε
στην ανάγκη να αντιδράσει, προκειμένου να μη τρωθεί
ανεπανόρθωτα το γόητρο του σώματος των Ελλήνων αξιωματικών.
φωτό |
1) Ένωση της Κύπρου δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, χωρίς προηγούμενη αποφασιστική ελληνοτουρκική προσέγγιση και ειλικρινή συνεννόηση. Σε αυτήν την
προσέγγιση/συνεννόηση προσπάθησε να επιτύχει μία βασισμένη στην ένωση με την Ελλάδα λύση του Κυπριακού
ο Dean Acheson, πολιτική προσωπικότητα των Ηνωμένων
Πολιτειών, κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960. Ο
Γ. Παπανδρέου φάνηκε τελικώς πρόθυμος να το αποδεχτεί, αλλά αντέδρασε ο Ανδρέας, που, μάλιστα, έσπευσε
(προφανώς ξεχνώντας την ηλικία του πατέρα του) να κατηγορήσει τον Dean Acheson για ‘γεροντική μωρία’.
2) Δεδομένης της απροκάλυπτα εχθρικής στάσης του
Μακαρίου γενικώς προς τους Τούρκους και ειδικότερα τους
Τουρκοκύπριους και τη συστηματική, έτσι, απολάκτιση της
ενωτικής προοπτικής, η Ελλάδα άρχισε να αντιμετωπίζεται
στην Κύπρο ως χώρα που ‘επιβουλευόταν’ ή και απειλούσε
τη Μεγαλόνησο. Αυτό έμελλε τελικά να έχει καταλυτικές
συνέπειες, δεδομένου ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε προχωρήσει, ακριβώς κατά το διάστημα της πρωθυπουργίας του
(1964-1965), στην αμυντική θωράκιση της Κύπρου με την
εκεί αποστολή και εγκατάσταση μιας μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού. Αν και, στην πραγματικότητα, η δύναμη
αυτής της μονάδας ήταν πολύ μικρότερη από εκείνη που
προβλεπόταν για μεραρχίες, η πρωτοβουλία αυτή ενόχλησε
πάρα πολύ την τουρκική πλευρά, διότι –και πέρα από όλα
τα άλλα- αποτελούσε σαφή παραβίαση των συνθηκών Λονδίνου και Ζυρίχης του 1959, πάνω στις οποίες βασίστηκε η
κατά το 1960 ίδρυση του ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους.
Η ‘ενόχληση’ αυτή, βέβαια, δεν απέτρεπε την πορεία προς
την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα: Η Τουρκία, ήδη από
το 1966, είχε σιωπηρώς αποδεχτεί αυτήν την κατάληξη του
όλου ζητήματος, αλλά επιδίωκε η ενσωμάτωση της Μεγαλονήσου στην Ελλάδα να έχει χαρακτήρα «χαλαρό». Τούτο
σήμαινε πως ήτανε αποφασισμένη να ζητήσει ‘ανταλλάγματα’ το μέγεθος των οποίων θα ήταν ευθέως ανάλογο με
την οξύτητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Όσο δηλαδή
χειρότερο κλίμα επικρατούσε στις σχέσεις αυτές, τόσο μεγαλύτερα ανταλλάγματα ήταν σαφές πως θα ζητούσαν οι
Τούρκοι, προκειμένου να στέρξουν στην Ένωση.
Αυτό το κατάλαβε, την άνοιξη του 1967, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, απλώς υπουργός Προεδρίας και Τύπου τότε
αλλά και ήδη ηγετική μορφή του καθεστώτος. Βάσει πληροφοριών άλλωστε που η ελληνική κυβέρνηση είχε από
την πρεσβεία μας στις Η.Π.Α., και την Τουρκία ιδιαιτέρως
ανησυχούσε η λόγω της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης
προοπτική ρωσικής ‘καθόδου’ στη Μεσόγειο. Και αυτό
δημιουργούσε βάση ελληνοτουρκικής συνεννόησης . Έτσι,
αποφασίστηκε, να επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση – και στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής πραγματοποιήθηκε, στην ευρύτερη μεθοριακή ζώνη του ποταμού
Έβρου, στην Κεσσάνη και την Αλεξανδρούπολη συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1967, ελληνοτουρκική σύσκεψη
κορυφής.
Στην Κεσσάνη, ο Κ. Κόλλιας, πρωθυπουργός τότε, έθεσε ευθέως το θέμα της παραπέρα «εξέλιξης» των διμερών
σχέσεων, δηλαδή βελτίωσης των μεταξύ των δύο χωρών
κλίματος. Αμέσως απάντησε ο Τούρκος ομόλογός του, Σουλεϋμάν Ντεμιρέλ, ο οποίος εξήγησε πως αυτό έμελλε να
εξαρτηθεί από την όλη πορεία του Κυπριακού. Παρενέβη
τότε ο Γ. Παπαδόπουλος, που ζήτησε από τον Κόλλια να
προτείνει «δεύτερη συνάντηση», στην Αλεξανδρούπολη. Στη
διάρκεια όμως αυτής, της σε ελληνικό έδαφος σύσκεψης,
ο Ντεμιρέλ πρότεινε ως λύση του Κυπριακού εναλλακτικώς
τα ακόλουθα: Είτε διατήρηση της κυπριακής ανεξαρτησίας
είτε άρση της ανεξαρτησίας αυτής. Στη δεύτερη περίπτωση,
η εν λόγω άρση ή θα ήταν απόλυτη (= διπλή ένωση) ή περιορισμένη, οπότε η ανεξαρτησία της Κύπρου θα έμπαινε
υπό την τριπλή ‘προστατευτική’ εγγύηση της Ελλάδας, της
Τουρκίας και της Μεγάλης Βρεταννίας.
Ήταν σαφές ότι η τουρκική πλευρά, μετά τη ματαίωση
της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Άγκυρα, έβαζε ως κύριο στόχο της πολιτικής
της όχι την ες αιεί διατήρηση της ανεξαρτησίας του νησιού
(κάτι ουσιαστικώς ανέφικτο, εφόσον προϋπέθετε απάρνηση από τα δύο πληθυσμιακά στοιχεία του της ελληνικής και
τουρκικής εθνικής συνείδησης), αλλά την περιορισμένη
ανεξαρτησία που, κατά πάσα πιθανότητα, τελικά θα οδηγούσε στη διπλή ένωση. Αυτό η ελληνική πλευρά δεν ήταν
τότε διατεθειμένη να το δεχτεί, με αποτέλεσμα το ‘ναυάγιο’
των συνομιλιών.
Απογοητευμένος, πάντως, από την κατάληξη αυτήν ο Γ. Παπαδόπουλος, πήρε την απόφαση της
ανάκλησης της ελληνικής μεραρχίας που είχε στείλει στην
Κύπρο ο Γ. Παπανδρέου, με σκοπό την ανάκτηση της προς
την Ελλάδα εμπιστοσύνης της τουρκικής πλευράς.
H άποψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήτανε πως αυτή
η κίνηση δεν υπήρξε σφαλερή. Και τούτο, διότι λύση του
Κυπριακού επωφελής για την Ελλάδα χωρίς ουσιαστική και σταθερή βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων
ήταν αδύνατο να επιτευχθεί. Η εγκατάσταση της ελληνικής
μεραρχίας στο νησί είχε κλονίσει την αξιοπιστία της χώρας μας. Κατά συνέπεια, η ανάκληση της εν λόγω στρατιωτικής μονάδας θα επέφερε βελτίωση του κλίματος στις
μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σχέσεις. Άλλωστε, η δύναμη
της μεραρχίας αυτής δεν ήταν ούτε 15.000 άνδρες, όπως
θεωρητικώς προβλέπεται για τις μεραρχίες του Ελληνικού
Στρατού, ούτε 10.000, όπως ακόμα και σήμερα πιστεύεται. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες πράγματι, η δύναμή
της δεν ξεπερνούσε τις 4.000. Λογική λοιπόν ήτανε η κίνηση των «συνταγματαρχών». Και αυτό, διότι τουλάχιστον ο
κίνδυνος ελληνοτουρκικής σύρραξης είχε «παρέλθει». Και
αυτή ακριβώς η αποτροπή της πολεμικής προοπτικής αναζωπύρωσε τις ελπίδες ευτυχούς επίλυσης του Κυπριακού.
Είναι γνωστό άλλωστε πως λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη
συνάντηση στον Έβρο επιτεύχθηκε η σύναψη ελληνοτουρκικής συμφωνίας την οποία έσπευσε να αποδεχτεί –καταρχήν- και ο Μακάριος. Και τα πράγματα επήγαιναν τόσο
καλά, ώστε τον Αύγουστο του 1968, προτάθηκε ‘ημιεπισήμως’ από την Αθήνα η δημιουργία ενιαίου, ομοσπονδιακής
υφής, ελληνοτουρκικού Κράτους Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Ο Μακάριος, πράγματι, μετά τη
δολοφονική εναντίον του απόπειρα του Μαρτίου του 1970
(υπεύθυνος της οποίας είχε θεωρηθεί ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης) και βάσει συνομιλίας του στη Ρώμη, τον Σεπτέμβριο του 1970, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, υιοθέτησε και
πάλι έκδηλα αρνητική στάση ως προς την προοπτική της
–όποιας- Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ήδη άνοιγε,
με άλλα λόγια, η ‘οδός’ προς τα δραματικά γεγονότα του
1974.
* * *
Το Κυπριακό, βέβαια, δεν ήταν το μόνο πρόβλημα
εξωτερικής πολιτικής που αντιμετώπιζε το καθεστώς της
21ης Απριλίου. Εφόσον αυτό το καθεστώς υπήρξε αποκύημα του Ν.Α.Τ.Ο., δεν υπήρχε άμεσο θέμα διακοπής της
αμερικανικής προς την Ελλάδα στρατιωτικής βοήθειας.
Επιβλήθηκε βέβαια «εμπάργκο» πώλησης βαρέων όπλων
από τις Η.Π.Α. στη χώρα μας, αλλά η απαγόρευση αυτή
σταμάτησε τον Σεπτέμβριο του 1970. Στη Δυτική Ευρώπη
και τις Η.Π.Α. πάντως όλοι οι ‘δημοκρατικοί’ φορείς και
ρεύματα είχαν ενεργοποιηθεί, επηρέαζαν την κοινή γνώμη
και επιχειρούσαν να παγιώσουν κλίμα δυσμενές προς την
Ελλάδα. Η Μελίνα Μερκούρη έκανε στην Αμερική περιοδεία, το καλοκαίρι του 1967, και, ενώ στρεφόταν κατά του
καθεστώτος, ζητούσε παράλληλα –και μάλιστα με «ιταμότητα» (σύμφωνα με την έκφραση του τότε Έλληνα γενικού
πρόξενου στη Νέα Υόρκη)- ανανέωση του διαβατηρίου της.
Στην αμερικανική μεγαλούπολη άλλωστε κινούνταν έντονα
γνωστά πρόσωπα της εκεί ομογένειας όπως οι Paul Nord
(ψευδώνυμο του Νικόλαου Νικολαΐδη, συζύγου της Αλίκης
Θεοδωρίδου, κόρης [από δεύτερο γάμο] της ηθοποιού Κυβέλης, δεύτερης συζύγου του Γ. Παπανδρέου), Σ. Ρουσσέας,
καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Βασίλειος
Βλαβιανός, βοηθός-καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και
με ισχυρές διασυνδέσεις στους κύκλους των εφοπλιστών,
Β. Βασιλόπουλος, πρόεδρος του «Συνδέσμου Ελλήνων Επιστημόνων», ο θιασάρχης Αδαμάντιος Λεμός και άλλοι.
Όλοι αυτοί επιδίωκαν τη διακοπή κάθε είδους αμερικανικής βοήθειας προς τη χώρα μας.
Λόγω της νατοϊκής προστασίας που περιέβαλλε το καθεστώς στις αρχικές φάσεις
του βίου του, αυτές οι προσπάθειές τους, στην ουσία, δεν
τελεσφόρησαν. Ο τότε Πρόεδρος Lyndon Johnson, όμως,
επέτυχε την αποφυλάκιση και αναχώρηση από την Ελλάδα
του Ανδρέα Παπανδρέου, επισείοντας στους «συνταγματάρχες», ως πρόσχημα, την αμερικανική υπηκοότητα που έως
το 1964 είχε αυτός ο τελευταίος. (Η αποφυλάκιση του Α.
Παπανδρέου έγινε στις 24 Δεκεμβρίου 1967, μετά δηλαδή
την αποτυχία του βασιλικού κινήματος στις 13 εκείνου του
μήνα, διότι ο Κ. Κόλλιας, πρωθυπουργός από τον Απρίλιο
έως τον Δεκέμβριο του 1967, έτρεφε εναντίον του μεγάλη
-και τεκμηριωμένη- αντιπάθεια.)
Αντίθετα όμως παγώσανε
οι διαπραγματεύσεις, που είχανε αρχίσει ήδη κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, για την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.).Παράλληλα, τον Δεκέμβριο του 1969, η Ελλάδα αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ από την πλευρά
του αυτό το τελευταίο απαγόρευσε, τον Ιανουάριο του 1971,
την ελληνική εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η προσέγγιση, βέβαια, του όλου θέματος της Ε.Ο.Κ.
απαιτεί ευρύτερη ανάλυση, επειδή ένα από τα βασικά
τα οποία ακόμα επιρρίπτονται κατά της «χούντας» είναι
ακριβώς η καθυστέρηση της ένταξης της χώρας μας στην
Ε.Ο.Κ., δηλαδή τη σημερινή Ε.Ε. (= Ευρωπαϊκή Ένωση).
Κανονικά –και σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πρωτεργάτη της ένταξής μας- η Ελλάδα δεν έχει θέση στην Ε.Ο.Κ. Και τούτο, επειδή, η χώρα
μας δεν συνδέεται με τη Δυτική Ευρώπη.
Επιπλέον, σαφείς
ήτανε τότε οι φόβοι στα ‘μεγάλα κέντρα αποφάσεων’ ότι
τελικώς η Ε.Ο.Κ. έμελλε να επωμιστεί το βάρος της «ελληνοτουρκικής διένεξης» καθώς και ότι, λόγω της φτώχειας
που παραδοσιακώς μαστίζει την Ελληνική Γη, οι πλούσιες
ευρωπαϊκές χώρες θα έπρεπε να αναλάβουν το χρηματικό κόστος της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Επίσης σημαντικό ήτανε το ότι η –κατά τον Κωνσταντίνο
Καραμανλή- «πολιτική αστάθεια» του Ελληνικού Λαού
έμελλε να επιφέρει, εφόσον η χώρα μας γινόταν δεκτή
στην τότε Ε.Ο.Κ. και τωρινή Ε.Ε., την έξοδό της από αυτήν.
Στην πραγματικότητα δηλαδή, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1960, κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δεν
ήθελε την εισδοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και μόνο, ο Valéry
Giscard d’Estaing, Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας
τότε, συνέδραμε αποφασιστικώς τον Κ. Καραμανλή στην
προσπάθεια θεσμικού ‘εξευρωπαϊσμού’ της Πατρίδας μας.
Το πάγωμα των διαπραγματεύσεων για την ένταξή μας
στην Ε.Ο.Κ. δεν προκάλεσε, πάντως, ούτε οδύνη ούτε σημαντικά προβλήματα στους «συνταγματάρχες». Αυτοί –ορθώς
όπως αποδεικνύεται σήμερα- πιστεύανε πολύ περισσότερο
στην ανάπτυξη και αξιοποίηση του ντόπιου, εθνικού δυναμικού παρά στην έξωθεν προς εμάς συμπαράσταση. Για
αυτό άλλωστε και κύριο μέλημα του καθεστώτος υπήρξε,
όπως επισημάνθηκε, η ελληνοτουρκική όχι απλώς προσέγγιση αλλά συνεννόηση. Αυτή η δυσπιστία προς το τότε ‘ευρωπαϊκό πνεύμα’ πάντως συνέβαλε στο να δημιουργηθεί
σε μερίδα του δυτικοευρωπαϊκού τύπου η εντύπωση ότι «το
κίνημα των συνταγματαρχών» αποτελούσε αντίδραση της
«καθυστερημένης ελληνικής υπαίθρου» στις μίνι-φούστες
και τα γυναικεία μαγιώ topless, που έτειναν να επικρατήσουν στην ‘κοσμοπολιτική’ Αθήνα και απειλούσαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του «Ελληνισμού». Τροφή σε τέτοιου
είδους δημοσιεύματα προσέφερε κυρίως ο Στυλιανός Παττακός, αεικίνητος, πανταχού παρών και πάντα τα δημόσια
έργα πληρών, ο οποίος εμφορούνταν από ειλικρινή θρησκευτική Πίστη που προσπαθούσε να μεταδώσει και στις
νεότερες γενεές. Περισσότερο συγκρατημένος ο Γεώργιος
Παπαδόπουλος εξέφρασε αυτήν την πνευματική και πολιτιστική προσπάθεια του καθεστώτος στο περίφημο σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» (που ‘λανσάρισε’ στη
Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του 1968), το οποίο δεν ήταν καθόλου παράλογο, εφόσον εξέφραζε τον διττό χαρακτήρα,
ειδωλολατρικό και χριστιανικό, του διαχρονικού Ελληνικού Πολιτισμού. Όπως και να είναι όμως, αυτή η –ακούσια
έστω- επιστροφή στις ρίζες που επιχείρησαν οι «συνταγματάρχες» αποδείχτηκε οικονομικώς και εν πολλοίς κοινωνικώς εθνοσωτήρια. Είχε όμως ως αποτέλεσμα ψυχικώς
να απομακρύνει από το καθεστώς τα μεσαία και ανώτερα
οικονομικά στρώματα ιδίως της πρωτεύουσας – και κυρίως
τη «χρυσή» φοιτητική νεολαία που, εκείνη την εποχή, κατά
βάση σπούδαζε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τη
Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Οι συνέπειες
αυτής της αποξένωσης άργησαν βέβαια να φανούν, αλλά
η εκδήλωσή τους έμελλε να έχει αντίκτυπο καταλυτικό
(ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημητρίου Μιχαλοπούλου : Ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς 21ης Ἀπριλίου )
Συνεχίζεται ...
Ἡ Πελασγική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου