Γράφει ὁ Δημήτρης
Νατσιὸς, Δάσκαλος-Κιλκὶς
«Πάψετε πιὰ νὰ ἐκπέμπετε
τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
τοὺς γόους τῆς ὑστερικῆς
σειρήνας σταματῆστε
Κι ἀφῆστε τὸ πηδάλιο
στῆς τρικυμίας τὰ χέρια:
Τὸ πιὸ φρικτὸ ναυάγιο
θὰ ἦταν νὰ σωθοῦμε»
Κ.Οὐράνης
Τὸ νεοελληνικὸ κράτος τὸ ἐλευθέρωσαν
οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ τὸ ἔστησαν οἱ Βαυαροὶ καὶ τὸ κυβερνοῦν 10-15 οἰκογένειες,
δυναστεῖες πολιτικῶν. Τὸ κράτος αὐτό, ἀντὶ νὰ ἀναδείξει τὶς ἀρετὲς τοῦ λαοῦ, τὴν
ἀντοχή, τὴν καρτερία, τὸ πνεῦμα θυσίας καὶ αὐταπάρνησης, ποὺ τὸ κράτησαν ὄρθιο
στὰ χρόνια τῆς
πολυαίωνης σκλαβιᾶς, «φρόντισε» νὰ ἐκλύσει τὶς χειρότερες ροπές του καὶ νὰ ὑποσκάψει
τὸν ἐσώτερο χαρακτήρα του, τὸ φιλότιμό του.
Ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἐλεύθερου
βίου του, οἱ δαίμονες τῆς πατρίδας, οἱ πολιτικοί του, κατακερμάτισαν τὸν λαὸ σὲ
κομματικὰ σουλτανάτα. «Οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ξένοι τρώγονταν καὶ καθένας
κοίταζε νὰ περισκύση ἡ δική του φατρία. Ἄλλος ἤθελε Ἀγγλικόν, ἄλλος Ρούσικον, ἄλλος
Γαλλικόν... τήραγαν νὰ πάρουν κάνα λεπτό, ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα ηὔραν ἁλώνι ν’ ἁλωνίσουν».
(Μακρυγιάννης, «Ἀπομνημονεύματα»). Τὸ κράτος αὐτὸ τὸ ἀνέστησε τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ
του, μὲ τοὺς πολέμους τοῦ ’12-’13, γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ τὸ βυθίσουν στὸ Διχασμὸ καὶ
νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὸ μικρασιατικὸ σφαγεῖο. Τὸ κράτος αὐτὸ εἶδε τὸν ἀνθό του νὰ
πολεμᾶ μὲ ἡρωισμὸ στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Μακεδονίας αὐτοκρατορίες ὁλάκερες,
γιὰ νὰ βρεθεῖ μετὰ ἀπὸ ἔξι χρόνια ἐμφυλίου αἱματοκυλίσματος, ντροπιασμένο, ἐρειπωμένο
«παλιοψάθα τῶν ἐθνῶν». Γιατί; Γιὰ τὸ ποιὰ «φατρία θὰ περισκύση».
«Α, ναί, πόσες ἀνόητες μάχες, ἡρωισμοὶ
καὶ θυσίες καὶ ἧττες κι ἄλλες μάχες, γιὰ πράγματα ποὺ κιόλας/ ἦταν ἀπὸ ἄλλους ἀποφασισμένα»,
θρηνεῖ ὁ Ρίτσος στὴν «Ἑλένη». Τὸ κράτος αὐτὸ ἒδιωξε τὰ καλύτερα παιδιά του
στὰ ξένα καὶ στοίβαξε τὰ ὑπόλοιπα σὲ τρισάθλιες τερατουπόλεις, μεταβάλλοντάς τα
σὲ κομματικὰ ὑποζύγια τυχοδιωκτῶν καὶ ἀπατεώνων. Τὸ κράτος αὐτὸ μὲ ἐκφυλιστικὴ ἀπάθεια
καὶ δειλία ἀνέχτηκε ἕνα σφύζον καὶ θαυμαστὸ κομμάτι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, νὰ ποδοπατεῖται
καὶ νὰ δηώνεται ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τοῦ Ἀττίλα. Τὸ κράτος αὐτό, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ
τὴν καταστροφὴ ἐπανέφερε τοὺς ἴδιους ἐθνοσωτῆρες καὶ τὰ ἐκγονά τους γιὰ νὰ
συνεχίσουν ἀπτόητοι τὸ ψεύτισμα τῶν ψυχῶν καὶ τὴν διάλυση τῆς πατρίδας. Καὶ
βαπτίζει τοὺς διαγουμιστὲς τῆς Κύπρου φίλους καὶ τοὺς στηρίζει ἀναίσχυντα στὴν ἐπέλασή
τους πρὸς τὴν Δύση. Τὸ κράτος αὐτὸ ἀνέχθηκε μία δράκα σλαβοτουρκόγυφτων νὰ
μαγαρίζει τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας καὶ νὰ τοὺς ἐκλιπαρεῖ ψοφοδεῶς γιὰ
συνεννόηση.
(Νὰ ἔρθουν, ὅσοι προδίδουν τὸ ὄνομά
μας, τὴν Μακεδονία μας, τὰ σαπρόφυτα τοῦ νεοραιαδισμοῦ, ἐδῶ στὸ Κιλκίς, νὰ ἀνεβοῦν
στὸ ἡρῶον τῆς
μάχης καὶ ἐκεῖ ποὺ κάποτε, τὸ 1928, ὁ Παλαμᾶς, ἔψελνε «...στοῦ Κιλκὶς τὴν ἐκκλησιὰ
τὴν πλάστρα/ πνοὲς κι ἂν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἂν κοιμάστε,/ σᾶς
λειτουργώ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νὰ ἵστε», νὰ ποῦν στὰ 8.500
λαμπρὰ παλληκάρια, στὸν Καμπάνη καὶ στὸν Παπακυριαζή, ὅτι ἔκαναν λάθος...μάταια
θυσιάστηκαν.
Θὰ τρίξουν τὰ κόκκαλα τὰ ἱερὰ καὶ
θὰ βροντοφωνάξουν: Χαμένοι ἄνθρωποι, «ὅ,τι κερδήθηκε μὲ αἷμα, δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ
ξεπουλήσετε μὲ τὸ μελάνι μίας ὑπογραφῆς»).
Τὸ κράτος αὐτὸ ἐπέτρεψε σὲ μία ὀλιγομελῆ
ἄνομη ὁμάδα καλαναρχῶν, νὰ μετατρέψει τὴ διασκέδαση καὶ τὴν ἐνημέρωσή του, σὲ
διδασκαλεῖο ἠθικῆς παραλυσίας καὶ διαφθορᾶς. Τὴν παιδεία σὲ ἀναξιοκρατικὸ ἄντρο,
μπουκώνοντας τὰ παιδιὰ μὲ ἄχρηστες γνώσεις καὶ γεμίζοντάς τα «μὲ μία ἀρρωστιάρικη
ἀνησυχία, γιὰ τὸ πῶς θὰ βγάλουν τὸ ψωμὶ τους μονάχα». Τὸ κράτος αὐτὸ καταμόλυνε
ἀκόμα καὶ τὴν Δικαιοσύνη- «πράγμα πολλῶν χρυσίων τιμιώτερον» κατὰ τὸν Πλάτωνα.
Οἱ ἀνεπάγγελτοι, ἐπαγγελματίες πολιτικοί, ὅταν κρίνονται γιὰ ἀτασθαλίες
παράγοντες τοῦ ἀντίπαλου κόμματος, ἐκθειάζουν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Δικαιοσύνης. Ὅταν
λογοδοτοῦν οἱ ἴδιοι προπηλακίζουν τὴ Δικαιοσύνη καὶ διαπομπεύουν τοὺς
λειτουργούς της ἐκτοξεύοντας ὕβρεις καὶ ὀνειδισμούς. Τὸ κράτος αὐτὸ
κομματικοποίησε τὶς «ἔνστολες» δυνάμεις τοῦ τόπου, διαβρώνοντας τὴν ἐπαγγελματική
τους συνείδηση.
Τὸ κράτος αὐτὸ ἐμπορευματοποίησε
τὸν ἔξοχο πολιτισμό μας. Ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ παράδοση ψυχομαχεῖ. Τὴν περιφρονοῦν
οἱ ἑλληνόπαιδες, τὴν μυκτηρίζουν ὑποτονθορίζοντας (=μουρμουρίζοντας) τὶς
«μουσικὲς δημιουργίες» τῶν διαφημιστῶν. Κατάντησε τὴν νεολαία νευρόσπαστο,
λικνιζόμενο στοὺς ρυθμοὺς τοῦ κάθε μασκαρά, ποὺ ὑποδύεται τὸν καλλιτέχνη. Τὸ ἀνίκανο
κομματικὸ κράτος διέφθειρε τὴν γλώσσα μας - «ἐργαλεῖο μαγείας καὶ φορέα ἠθικῶν ἀξιῶν»
(Ἐλύτης). Ἀπὸ τὸν 19ο αι. ἀκόμη ὁ συγγραφέας Χουρμούζης διεκτραγωδεῖ καὶ
γράφει γιὰ τὰ ἐκτρώματα τῆς γλωσσικῆς ξενομανίας τῶν Ἑλλήνων: «Συμπεριφορὰ
γελοιωδεστάτη... ξιπασμένων ὀψιπλούτων ἀηδεστάτη ἐπίδειξις! Πτωχοαλαζονεία ἀξία
οἴκτου, γλώσσα παρδαλή!».
Τὸ κομματικὸ αὐτὸ κράτος
νοικιάζει μισθοφόρους «ψευτοδιανοούμενους», γιὰ εὐνουχισμὸ τῆς κοινωνίας καὶ ἅλωση
τῶν ψυχῶν. «Γνωρίζω μερικοὺς ὁπού σχεδὸν ἐντρέπονται νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι Ἕλληνες!»,
ἔγραφε ὁ Ἀνώνυμος τῆς «Ἑλληνικῆς Νομαρχίας».
Ντρέπονται γιὰ τὴν καταγωγή τους,
ὅμως δὲν ντρέπονται ποὺ γίνονται σκουλήκια καὶ ὀλετῆρες τῆς Πατρίδας. Τοὺς
περιγράφει ἐξαίσια ὁ Βάρναλης:
«Πέτα τὴν ἀνθρωπιά
σου
κι ἀπ’ τὸν ἀφέντη
πιάσου.
Κι ἅμα σὲ φτύσει αὐτὸς
νὰ κάθεσαι σκυφτός.
Καὶ θὰ ‘χεῖς τὰ
μεγαλεία
στὴ σάπια πολιτεία»
Χρόνια ὁλόκληρα κρατοῦν αἰχμάλωτα
τὰ πανεπιστημιακὰ ἀμφιθέατρα δηλητηριάζοντας καὶ μαγαρίζοντας μὲ τὰ ἐθνομηδενιστικὰ
τους παραληρήματα γενιὲς Ἑλλήνων.
Τὸ κράτος αὐτό, τὸ ψευτορωμαίικο,
καταρρέει. Θὰ χρειαστεῖ νὰ στηθεῖ πάλι ἀπ’ τὴν ἀρχή. Ὅπως τότε, τὸ ’21, μᾶς
«κληροδοτοῦν» οἱ «ἀναθεματισμένοι κυβερνῶντες» τὸ Ἰσλάμ.
Εἶναι ἕτοιμοι νὰ ξεπουλήσουν καὶ
τὸ ἱερὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας μας. Ξεφτιλίζουν καὶ μᾶς τοὺς δασκάλους. Τί θὰ πῶ
στοὺς μαθητές μου. «Ὅτι σᾶς ἔλεγα ψέματα τόσα χρόνια!!». Ντροπή νὰ
ντροπιαστοῦμε!
Νὰ κλείσω μὲ ἕνα κείμενο ἀπὸ
κάποιον ποὺ ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια στὸ Κιλκίς, λίγο μετὰ τὴν τριήμερη ἐποποιΐα
τοῦ 1913.
"Ἕνα ἀπέραντο «Ἐθνικὸ
Νεκροταφεῖο», ποὺ κρύβει στὰ σπλάχνα του τὰ κορμιὰ χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ
τόπος μας, τὸ Κιλκίς. Καὶ πάνω στὰ κορμιὰ αὐτὰ στήθηκαν τὰ θεμέλια αὐτῆς τῆς
πόλης. Καὶ τὸ σιτάρι ποὺ φτιάχνει τὸ ψωμὶ μας θεριεύει καὶ μεστώνει ρουφώντας ἀπὸ
τὴ γή αἷμα ἀντὶ γιὰ νερό.
Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας
«κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρὸς αἵματος» γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τοὺς
χαρακτηρισμοὺς τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τόσο ταιριάζουν στὴν περίπτωση.
Τὰ πρῶτα χρόνια, τ’ ἀλέτρια ποὺ ὄργωναν
τὴ γή, ἔφερναν στὴν ἐπιφάνεια λευκὰ κόκκαλα, «κόκκαλα Ἑλλήνων ἱερά», ἀντάμα μὲ
σκουριασμένες ξιφολόγχες καὶ δερμάτινες παλάσκες περασμένες σὲ ζωστῆρες ποὺ ἔζωναν,
κάποτε, λυγερὰ σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας, λίγο-πολύ, ἔχουμε νὰ θυμόμαστε
πὼς κάποτε, σκάβοντας τὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν μας εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὄπλα
κι ἀνθρώπινα κρανία.
Σὰν στοιχειωμένος ἐμοίαζε ὁ τόπος
μας καὶ τὰ παιδιὰ φοβόταν νὰ βγοῦν τὸ βράδυ ἀπὸ τὰ σπίτια τους.
Θυμᾶμαι τοὺς πρώτους περιπάτους
ποὺ κάναμε μὲ τὸ νηπιαγωγεῖο, ἐκεῖ κοντὰ στοὺς πρόποδες τοῦ Ἄη-Γιώργη. Ἡ
δασκάλα μᾶς ἔλεγε ὅτι οἱ παπαροῦνες στὸν τόπο μας εἶναι πιὸ κόκκινες ἀπὸ ἀλλοῦ
«γιατί παίρνουν τὸ χρῶμα τους ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν». Κι ἐμεῖς
διστάζαμε νὰ τὶς κόψουμε, ἀπὸ φόβο, μήπως καὶ ματώσουμε τὰ χέρια μας".
(Στ. Λίβα "Ἡ παλιά, μικρή
μας πόλη", σελ. 179).