- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
(Γεώργιος Βιζυηνός)
Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου