Με
τον όρο «καταστροφή της Σμύρνης» ή αλλιώς «Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης»
αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού
πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της
πόλης, που διήρκεσαν από τις 13 ως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31
Αυγούστου ως 4 Σεπτεμβρίου, με το «παλαιό» ημερολόγιο).
Η
καταστροφή άρχισε μια βδομάδα περίπου μετά την αποχώρηση και του
τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά
την θριαμβευτική είσοδο του Κεμάλ και των Τσετών του στην πόλη. Η φωτιά
ξεκίνησε από την αρμενική συνοικία, λόγω της ανατίναξης της Αρμενικής
Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα. Με
τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από
την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι
ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη
μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία (Τυχαίο; Δε νομίζουμε!).
Τέλος,
ας δούμε και τις περιγραφές του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux από τη
Σμύρνη, που ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων στην Σμύρνη και όσων
επακολούθησαν:
«Όταν
οι Τούρκοι έφθασαν στη Σμύρνη, καθιέρωσαν αυστηρό έλεγχο για τους
Έλληνες και τους Αρμένιους που ήθελαν να φύγουν από την πόλη. Τίποτα πιο
φυσικό και λογικό. Μεταξύ αυτών των πολιτών μπορεί να κρύβονταν
στρατιώτες του ελληνικού στρατού, που είχαν πετάξει βιαστικά τις στολές
τους. Ήταν νόμιμα αιχμάλωτοι των νικητών. Αυτή, εξάλλου, την εξήγηση
έδωσαν οι Τούρκοι, όταν επικρίθηκε η μαζική εκτόπιση του ανδρικού
πληθυσμού της Σμύρνης προς την ενδοχώρα. Στην παρατήρηση πως ήταν
ελάχιστα αληθοφανές το γεγονός ότι αυτές οι δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων
ήταν όλοι στρατιώτες μεταμφιεσμένοι, οι Τούρκοι πρόβαλαν το επιχείρημα
ότι, αν αυτοί οι άνδρες δεν ήταν στρατιώτες, θα μπορούσαν όμως να
γίνουν, και ότι έπρεπε να προφυλαχθούν από μια ενδεχόμενη επιστράτευση
των προσφύγων, την οποία θα επιχειρούσε ίσως η Ελληνική κυβέρνηση.
Την
Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε η διαταγή του στρατηγού Νουρεντίν να
συλλάβουν όλο τον ανδρικό πληθυσμό από δεκαοκτώ μέχρι σαράντα πέντε
ετών. Αντίθετα με την εξήγηση που έδωσαν εκ των υστέρων οι Τούρκοι, δεν
επρόκειτο παρά για άνδρες που υπετίθετο ότι είχαν αγωνιστεί στο πλευρό
του ελληνικού στρατού. Στην πράξη συνέλαβαν όλους τους άνδρες με ρωμαλέο
παρουσιαστικό από δεκαπέντε μέχρι πενήντα πέντε ετών. Γι’ αυτές τις
συλλήψεις ένας μάρτυρας αφηγείται τα ακόλουθα:
«Δεν
μπορούσε να υπάρξει πιο σπαρακτικό θέαμα- οι γυναίκες είχαν χωριστεί
από τους άνδρες τους, οι μανάδες από τους γιους τους, οι αδελφές από
τους αδελφούς τους. Όλοι όσοι είχαν συλληφθεί με τον τρόπο αυτό, είχαν
σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ad hoc και, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι
εκεί, έπεσαν θύματα ληστείας των Τούρκων στρατιωτών. Δεν τους έκλεψαν
μόνο τα χρήματα που είχαν, αλλά και τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Για
να γλιτώσουν την τέλεια απογύμνωση, πολλοί απ’ αυτούς έσκιζαν οι ίδιοι
τα ρούχα τους, γιατί οι Τούρκοι βλέποντας κουρέλια και μόνο, δεν τους τα
έβγαζαν καθόλου».
Από
αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι Τούρκοι έστελναν καθημερινά προς την
ενδοχώρα περίπου χίλιους Χριστιανούς, κατά φάλαγγες, αποσπώντας τους
από τον αριθμό εκείνων που είχαν συλληφθεί με αυτό τον τρόπο.
Σύμφωνα
με αφηγήσεις όσων κατάφεραν να διαφύγουν κατά τη διάρκεια των πρώτων
ημερών αυτών των εκτοπίσεων προς την ενδοχώρα, τρεις χιλιάδες περίπου
από τους αιχμαλώτους φονεύθη καν έξω από το χωριό Μπουνάρμπασι, σε
απόσταση δέκα χιλιομέτρων από τη Σμύρνη. Οι τελευταίες φάλαγγες
οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα χωρίς ρούχα και παπούτσια, γιατί τους είχαν
κλέψει τα πάντα. Πολλοί από αυτούς έπεσαν καθοδόν και επειδή ήταν
αδύνατο να υπακούσουν στις διαταγές των Τούρκων ιππέων και να
προχωρήσουν, φονεύθηκαν επί τόπου. Ο αριθμός αυτών των κατοίκων της
Σμύρνης και της ενδοχώρας (ηλικίας από δεκαοχτώ μέχρι σαράντα πέντε
ετών), που συνελήφθησαν έτσι και οδηγήθη καν από τους Τούρκους προς την
ενδοχώρα, θα πρέπει να υπολογιστεί στις 150.000.
Οι
Χριστιανοί που προορίζονταν για εκτόπιση, συγκεντρώνονταν στο
Διοικητήριο. Όταν συγκεντρωνόταν ένας ικανοποιητικός αριθμός, άρχιζε η
μετακίνηση τους. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένα σημαντικό ποσοστό ιερέων.
Τους οδηγούσαν Τούρκοι στρατιώτες, πολλοί των οποίων ήταν εφοδιασμένοι
με ρόπαλα. Κατά την πορεία ο όχλος τους λιθοβολούσε, πετώντας τους μαζί
με τις | πέτρες και ακαθαρσίες. Τους ανάγκαζαν να φωνάζουν Yiaschahin
Moustafa Kemal pacha» (Ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς)…».
(ΥΓ): Αυτοί είναι οι Τούρκοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου