arxigramma-Etonχω πολλά να γράψω, αλλά δε μ’ αφήνει αυτή η έρμη η επικαιρότητα. Κι εδώ έχουμε ένα καυτό θέμα, τα «ντικαιώματα» των λαθρεποίκων εις βάρος μας. (Τους οποίους διάφορα παλιοτόμαρα σπεύδουν να δασκαλέψουν άμα τήι αφίξει, χωρίς όμως να τους μιλάνε καί γιά τις αντίστοιχες «υμποχρεώσεις».)


Πρώτο περιστατικό, οι γονείς των παιδιών σ’ ένα δημοτικό σχολείο στο Ωραιόκαστρο. Δεν δέχονται στο σχολείο των παιδιών τους «προσφυγόπουλα»… Τα οποία «προσφυγόπουλα» κουβαλάνε ένα καθόλου ευπρόσδεκτο …»δώρο» προς τους γηγενείς: μολυσματικές λοιμώδεις ασθένειες. Μεταξύ των οποίων καί την ηπατίτιδα.

Θα εκθέσουμε κι εμείς τη γνώμη μας, πέρα καί πάνω από τις ηλίθιες κραυγές, τύπου «ρατσιστές!», κτλ κτλ. Θα εξετάσουμε αν αυτοί οι γονείς έχουν δίκιο να φωνάζουν.

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά τις λοιμώδεις μολυσματικές ασθένειες, έχουν απόλυτο δίκιο. Αυτό είναι πρόβλημα του κράτους να το λύσει, κι όχι των σχολείων. Δυστυχώς, το κράτος κάτι τέτοια προβλήματα τα λύνει …διά του γραψίματος (εκεί που δεν πιάνει το μελάνι), κι αφήνει τους πολίτες να τραβάνε τα μαλλιά τους.

Έχω προσωπικό παράδειγμα ένα (δημόσιο) νηπιαγωγείο, στο οποίο πήγαινε η κοράκλα μου. Κάποια στιγμή, το παιδί κόλλησε ψείρες. (Ναί, στον 21ο αιώνα.) Ρωτώντας επίμονα γιά την αιτία (σε τρομαγμένες νηπιαγωγούς, που λες καί προδίδανε κρατικό μυστικό), μάθαμε ότι μία μανδάμ πειραματιζότανε στο πόση βρώμα θ’ άντεχε το δικό της παιδί. Κι έτσι, αρκετοί γονείς πληρώσαμε αρκετά χρήματα σε αντιφθειρικά σαμπουάν καί δερματολόγους (χώρια ο χρόνος που ξοδέψαμε), γιά ν’ απαλλαγούμε από τα αποτελέσματα της ζωοσύνης της συγκεκριμένης μανδάμ.

Αυτά τα χρήματα, όμως, ούτε η μανδάμ μας τα πλήρωσε, ούτε το κράτος. Διότι συνεννοήθηκα με άλλους ομοιοπαθείς γονείς γιά το πρακτέον, καί έμαθα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ούτε κάν σύσταση στη γαϊδούρα. Διότι, λέει, δεν μπορούμε να ζητήσουμε ευθύνες, είναι δουλειά του Δήμου, δεν υπάρχουν κονδύλια, κτλ κτλ κτλ. Αν, δε, έμπλεκα με δικηγόρους… απλά χαμένα λεφτά.
Σκεφθήτε, τώρα, γιά ηπατίτιδες καί τα ρέστα.

Όπως είπα, όμως, η δημόσια υγεία είναι καθαρά πρόβλημα του κράτους να το λύσει, καί δεν επιτρέπεται να κάνει το κορόϊδο. Έτσι, στην περίπτωση της βρωμιάρας, έπρεπε να την υποχρεώσουν να μην ξαναφέρει το παιδί της στο νηπιαγωγείο, έως ότου αυτό αποθεραπευθεί. Στη δε περίπτωση των «προσφυγόπουλων», προέχει η (απο)θεραπεία τους, κι όχι η εκμάθηση τσάτρα-πάτρα γραμμάτων.

Ένα δίκιο στους γονείς, λοιπόν.

Ας δούμε τώρα το αν έχουν δίκιο να φωνάζουν ως άμεσα ενδιαφερόμενοι γιά την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης καί του σχολείου τους.

Εδώ έχουμε δύο πιθανές εκδοχές: (α) την περιστασιακή διαμαρτυρία, καί (β) τη μόνιμη, ως στάση ζωής απέναντι στα κακώς κείμενα. Δεν θέλω ν’ αδικήσω κανέναν, διότι δεν γνωρίζω τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Αλλά δεν θέλω ν’ αδικήσω καί την αλήθεια. Έτσι, θα τις εξετάσουμε αμφότερες.

α. περιστασιακή διαμαρτυρία

Στην Ελλάδα, συνήθως οι γονείς αδιαφορούν πλήρως γιά τα σχολεία καί τους εκπαιδευτικούς των παιδιών τους, εκτός από δύο περιπτώσεις: όταν πράγματι υπάρχει πρόβλημα σοβαρό (πχ δεν λειτουργούν τα καλοριφέρ), κι όταν …απαιτούν υψηλούς βαθμούς. Αυτού του τύπου οι διαμαρτυρίες είναι καθαρά περιστασιακές, καί εκλείπουν όταν το παιδί αλλάξει σχολείο. Δηλαδή, αν δεν λειτουργούν τα καλοριφέρ του Δημοτικού, ουδόλως ενδιαφέρει τον -τέως διαμαρτυρόμενο- γονέα του παιδιού, που πλέον αρχίζει την Α’ Γυμνασίου.

Η περιστασιακή διαμαρτυρία είναι η αρρώστεια που κατατρώει το έθνος των Ελλήνων, από τότε που ο Μέγας Αλέξανδρος κατήργησε την πόλη-κράτος. Το είπα κι άλλοτε, πως με τον Αλέξανδρο η Διοίκησις (ως αρχή) έγινε κάτι, που δεν μας αφορά. Που αφορά κάποιους μακρυνούς ανθρώπους που κάνουν κουμάντο. Μακρυνούς, σχεδόν απροσπέλαστους. Κι έτσι, εμείς πρώτον υποθέτουμε αβλεπί (κάκιστα, όμως!) καλές προθέσεις καί καλόν χαρακτήρα στους διοικούντες, καί δεύτερον ζαμάν-φού, κι ας καίγεται καί η οικία ημών.

Εικοσιδυό κοντά αιώνες διαδοχικών ξένων κατοχών (Ρωμαιοκρατίας δυτικής κι ανατολικής, Φραγκοκρατίας, Οθωμανοκρατίας, Βαυαροκρατίας, Αγγλο- κι αμερικανο-κρατίας) επέτειναν στο μή-παρέκει αυτή την αρρωστημένη αντίληψη, καί μας έφτασαν στο σημείο ν’ αφήνουμε να μας κυβερνάνε «αντιπρόσωποί» μας, που δεν ξέρουν πού πάν τα πέντε. (Καλώς να υποδεχθήτε, συν-Έλληνες, το παρλιακό, ως εναλλακτική λύση στον μετεξεταστέο καταληψία. Θα προκόψετε!) Κι όταν διάφοροι συν-ιστολόγοι προτείνουν ν’ αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι τις τύχες του έθνους μας, διάφοροι άλλοι σχολιαστές αναρωτιούνται έκπληκτοι πώς γίνεται αυτό. Κι άλλοι ειρωνεύονται.

Αυτός είναι ο λόγος, που μας έχουν φάει οι περιστασιακές -καί καθυστερημένες- διαμαρτυρίες (ψάχνουμε ασπιρίνες, όταν πιά ο ασθενής κοντεύει να τα τινάξει), καί τον υπόλοιπο καιρό κοιμόμαστε.

Αυτός είναι ο λόγος, που δεν ενδιαφερόμαστε γιά τα κακώς κείμενα. Βλέπουμε πχ κάποιον πιτσιρικά να σπάει το τζάμι του σχολείου κι από πάνω να γελάει με το «κατόρθωμά» του, καί το αντιμετωπίζουμε μ’ ένα: «- Έλα μωρέ, παιδί είναι!» Αντί να το πλακώσουμε στο ξύλο. Καί πρώτος απ’ όλους ο αποτυχημένος που τό ‘σπειρε.

Βλέπετε, το σημερινό παιδί δεν θα είναι γιά πάντα παιδί. Καί μιά μέρα, αντί γιά τζάμια, θα σπάει κεφάλια. (Έως ότου κάποιος άλλος σπάσει το δικό του. Καί τότε, ο αποτυχημένος που τό ‘σπειρε, θα κλαίει.)

Αν έχουμε τέτοια περίπτωση, θα συμβούλευα (με γλυκόπικρη ειρωνεία) τους γονείς να κάνουν υπομονή. Όταν τα καμάρια τους θα πάνε στο Γυμνάσιο, δεν θα τους ξαναπασχολήσουν τα «προσφυγόπουλα». Να είναι βέβαιοι. Στο κάτω-κάτω, ο νόμος είναι νόμος. Αν ο κάθε υπουργός «Παιδείας» (χοντρός, ή μη) θελήσει με νόμο να βάλει καί -φερ’ ειπείν- ναρκομανείς στα σχολεία (μαζί με τις σύριγγες), τότε να το καταπιούν.

Ελπίζω, όμως, οι όποιοι περιστασιακώς διαμαρτυρόμενοι γονείς της Επικράτειας να έχουν καθρέφτη στο σπίτι τους. Να κοιταχτούν πριν τη διαμαρτυρία τους, καί να θυμηθούν αν ψήφισαν τον καταληψία – ή άλλους παρομοίου επιπέδου «αντιπροσώπους».

β. μόνιμη διαμαρτυρία, ως στάση ζωής απέναντι στα κακώς κείμενα

Δεν είναι όλοι οι γονείς ίδιοι. Ξέρω καί γονείς που ειλικρινά ενδιαφέρονται να βοηθήσουν, ή χαρίζουν αντικείμενα (καί χρήματα ). Ξέρω καί σχολεία «κουκλίστικα», που έγιναν με το μεράκι γονιών καί δασκάλων. (Καί μαθητών.)

Εάν οι συγκεκριμένοι γονείς στο Ωραιόκαστρο επέδειξαν τέτοιο ενδιαφέρον γιά την προκοπή του σχολείου καί του τόπου τους, τότε έχουν κάθε δίκιο να φωνάζουν. Κι όχι απλά έχουν κάθε δίκιο να μη δέχονται τα «προσφυγόπουλα» στο σχολείο των παιδιών τους, αλλά έχουν κάθε δίκιο να τα διώξουν πύξ λάξ οδάξ.

Βλέπετε, κύριοι «προοδευτικοί», υπάρχουν καί άγραφοι νόμοι. Σας αρέσει-δε σας αρέσει. Ο εισβολέας, λοιπόν, δεν έχει κανένα δίκιο να μπουκάρει όπου γουστάρει – είτε τον συμβουλεύετε εσείς, είτε όχι.

Τί είπατε; «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»;

Μαλακίες! Καί δικές σας, καί του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. (Που το πρωτοείπε.)

Κάποια πράγματα είναι -εδώ κι αμέτρητες χιλιετίες- γραμμένα στα γονίδια του ανθρώπου… κι ένα απ’ αυτά είναι η ιδιοκτησία. Εάν γνωρίζατε λίγα πράγματα από πρόσφατη Ιστορία, καί δεν πάω μακριά, εδώ καί 45-50 χρόνια, θα ξέρατε πχ ότι οι χίππικες κοινότητες διαλύθηκαν, από τη στιγμή που ο πρώτος χίππης πήρε τη γυναίκα ΤΟΥ κι εγκατέλειψαν το κοινόβιο. Από εκείνη τη στιγμή καί μετά, πάπαλα η κοινοκτημοσύνη των αγαθών …καί των γυναικών. Τέλος καί οι ωραίες ιδέες γιά έναν κόσμο χωρίς ιδοκτησία.

Αλλά εσείς κάτι τέτοια (που δεν σας συμφέρουν) τα προσπερνάτε.

Εάν, λοιπόν, οι γονείς του Ωραιοκάστρου έφτιαξαν το σχολείο των παιδιών τους με τον ιδρώτα τους, τότε έχουν χίλια δίκια να μη δέχονται κανέναν εισβολέα.


Εκεί που δεν είδα τους γονείς του Ωραιοκάστρου να διαμαρτύρονται εγκαίρως, όπως δεν είδα πχ ούτε τους Μυτιληνιούς, ούτε το πλείστον των Ελλήνων, είναι γιά την μαζική λαθροεισβολή των τελευταίων ετών στη χώρα.

Αυτό ακριβώς πρέπει να είναι το αντικείμενο μιάς διαμαρτυρίας των Πανελλήνων, 100% δίκαιης. Κι όχι το αν (δεν) θα πάνε τα «προσφυγόπουλα» στο ίδιο σχολείο με τα Ελληνάκια. Όχι το αν θα βρεί ο ετοιμοθάνατος ασπιρίνες. Στην οριστική απέλαση όλων των αλλοφύλων από τη χώρα μας πρέπει να εστιαστούν οι διαμαρτυρίες.

Ως έθνος, δεν έχουμε ΚΑΜΜΙΑ υποχρέωση να γλείφουμε εκεί που χέζουν οι ισχυροί του πλανήτη, γιά να καθαρίσει ο τόπος. Ούτε κάν ηθική υποχρέωση. Αυτοί που τα κάνουν, να τα λουστούν κιόλας. Έτσι πάει, έτσι είναι το δίκαιο – κι οποιανού δεν τ’ αρέσει, ξυδάκι.

Όσοι, λοιπόν, διαμαρτυρόμασταν εγκαίρως γιά την λαθροεισβολή, ήμασταν «γραφικοί» καί «συνομωσιολόγοι». Σε κάτι τέτοια ξυπνοπούλια των ευκόλων χαρακτηρισμών, θα θύμιζα το αμερικάνικο ρητό γιά τις γνώμες, αλλά έχω σοβαρώτερες δουλειές να κάνω. Η Πατρίς καίγεται.

Κάτι τελευταίο γιά το Ωραιόκαστρο: η εσπευσμένη επέμβαση του κυρ-εισαγγελέψ, προφανώς γιά «να κάνει ντά» τους «ρατσιστές» γονείς. Υφίσταται, βλέπετε, κάποιος «αντιρατσιστικός» νόμος, που επιβάλει το σκασμό στις διαμαρτυρίες εναντίον των λαθρεποίκων. (Καί οποιανού άλλου αλλοφύλου.) Επομένως, οι διαμαρτυρόμενοι γονείς «παρανομούν».

Στους δικαστικούς λειτουργούς, γενικώς, θα δώσω μία φιλική συμβουλή: να μην επιβαρύνουν τη θέση τους. Διότι μιά μέρα λίαν συντόμως θα περάσουν ΚΑΙ αυτοί Έκτακτο Ελλανοδικείο, ως ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ γιά το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας, καί κανένα «αντιρατσιστικό» σημερινό νομοθέτημα δεν θα τους σώσει.

Διότι δεν μπορεί οι εισαγγελείς της χώρας επί σειράν ετών να κάνουν την πάπια γιά τον Χριστοφοράκο καί τον Καραβέλα καί τα λοιπά μπουμπούκια των σκανδάλων. Δεν γίνεται να διαπράττουν παράλειψη περί την υπηρεσία κατ’ εξακολούθησιν καί κατά συρροήν, καί δη προς ζημίαν του Δημοσίου σε κακουργηματικό βαθμό, καί να τη βγάζουν καθαρή με …εκ των υστέρων ειδικό νομοθέτημα ατιμωρησίας τους!!! (Ναί, υπάρχει καί τέτοιο.)

Αυτά τα αδικήματα μπορεί να είναι …ανύπαρκτα γιά το σημερινό γκουβέρνο, αλλά σύμφωνα με το πανάρχαιο Δίκαιο της Ελλάδας ΔΕΝ παραγράφονται. Αυτά… θανάτωι ζημιούσθαι.

Όθεν, καλείται ευγενικώς ο κυρ-εισαγγελέψ ν’ αφήσει τις βιασύνες εναντίον των γονέων του Ωραιοκάστρου. Κι αν οι λοιποί συν-Έλληνες δεν θυμούνται καλά, εγώ θ’ αργήσω πολύ να πάθω Αλτσχάϊμερ.

Τα πολύ πρόσφατα γεγονότα της Μυτιλήνης, τώρα, δεν με εκπλήσσουν. Ούτε με συγκινούν. Αναμενόμενα ήταν, θέμα χρόνου ήταν. Χαίρομαι, όμως, που οι Μυτιληνιοί έκαναν στροφή 180 μοιρών, κι εκεί που λυπόντουσαν που «φύγαν τα μωρέλια» απ’ το νησί τους, τώρα κατάλαβαν τί ακριβώς έτρεφαν στον κόρφο τους.

Γενικώς, θα χαρώ πολύ αν ξεσπάσουν καμιά εικοσαριά τέτοιες εξεγέρσεις ακόμη καθ’ άπασα τη χώρα – μπας καί βάλει μυαλό κανένας συν-Έλληνας. Κοντεύω, δηλαδή, να χρωστάω ευγνωμοσύνη στους λάθρο!

Μ’ αρέσει, όμως, που μερικοί ανακαλύπτουν έκπληκτοι σχέδιο πίσω απ’ τις εξεγέρσεις. Άντε, ρέ! Σοβαρά; Τυχαίες κι αυθόρμητες είναι! Συνομωσιολόγοι, έ συνομωσιολόγοι!!!

Καί γιά να κλείσουμε.

Στην κλασική παράσταση «Ο Μέγας Αλέξανδρος καί το καταραμένο φίδι», ο Μέγας Αλέξανδρος -ύστερ’ από επική μάχη- σκοτώνει το φίδι. Καί αποχωρεί σιωπηλός, ως διαχρονική υψηλή μορφή του Ελληνισμού.

Τότε, όμως, σκάει μύτη ο Καραγκιόζης – που όλη την ώρα της μάχης ήταν κρυμμένος πίσω απ’ την παράγκα. Πάει διστακτικά στο φίδι, του ρίχνει μιά κλωτσιά (γιά να βεβαιωθεί ότι είναι ψόφιο), ανεβαίνει επάνω του, μπήγει στο κουφάρι καί μιά Ελληνική σημαία, καί παίρνει πόζα «υπεράνω»… διότι βλέπει από το βάθος να έρχεται ο Χατζηαβάτης.

«- Βρέ! Καριγκιόζ!», λέει ο Χατζηαβάτης.
«- Έ; τί; πώς;», κάνει το κορόϊδο ο Καραγκιόζης, κοιτώντας τα σύννεφα.
«- Εγώ είμαι βρέ, ο Χατζηαβάτης!»
»- Βρέ, καλώς τον Χατζατζάρη!»
«- Εσύ, βρέ, το σκότωσες αυτό;»
«- Εγώ!»
«- Εσύ;» (δυσπιστεί ο Χατζηαβάτης)
«- Εγώ!»

Καί κάπως έτσι πάει ο κωμικός διάλογος.

Εδώ, σ’ εμάς, στην πραγματικότητα, ως φαίνεται υπάρχουν πολλά καραγκιοζάκια, που ανεβαίνουν σε φανταστικές έδρες δικαστών, κι αρχίζουν τις κατηγορίες εναντίον των Ελλήνων: «- Ρατσιστές!», «- Φασίστες!», «- Παλιάνθρωποι!», καί δε συμμαζεύεται.

Θα έλεγα ένα «άφες αυτοίς» γιά όλ’ αυτά τα καραγκιοζάκια, όλ’ αυτά τα καθυστερημένα νήπια, που τσακώνονται με άλλα νήπια, επειδή θεωρούν πως τους πήραν τα παιχνίδια, αν δεν ήξερα το πολύ χρήμα που κυκλοφορεί γιά τη δημιουργία τέτοιων «δικαστών». Όθεν, μιλάμε γιά πρακτοράκια, καί τίποτ’ άλλο.

Η απάντηση η δική μου σε κάτι τέτοια πρακτοράκια, είναι η προβλεπόμενη από το Ποινικό Δίκαιο γιά τους συλλαμβανόμενους πράκτορες: ανάκριση παντί τρόπωι – καί μιά σφαίρα στο κεφάλι.

Ίσως καί δύο.

ΕργΔημΕργ