Ὁ παπᾶ - Χαράλαμπος, μέ τά ἀσημένια μαλλιά καί γένεια καί τό σεβάσμιον πρόσωπον, εἶχε τελέσει εὐλαβῶς τήν λειτουργίαν τῶν Φώτων. Εἶχεν ἁγιάσει μέ τόν Σταυρόν τό ὕδωρ καί μέ αὐτό τό ποίμνιόν του.
Ἡ λειτουργία εἶχε πλέον τελειώσει, ἀλλά τό ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως δέν εἶχεν ἀκόμη λήξει. Ἔπρεπε νά φέρη εἰς τέλος καί μίαν ἄλλην ἱεράν σηνήθειαν τοῦ τόπου: Νά ἁγιάση τά νερά καί τά κτήματα.
Μέ τόν Σταυρόν καί τό βιβλίον τῶν εὐχῶν εἰς τάς χεῖρας ἐξεκίνησε δια τόν μικρόν ποταμόν τοῦ χωρίου˙ ἐκύλιε τά ἥσυχα νερά του ὄχι καί πολύ μακράν ἀπό τήν ἐκκλησίαν. Τόν ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Ἄν κανείς, καθυστερημένος δι' οἱονδήποτε λόγον, εὑρίσκετο εἰς τόν δρόμον, ἠκολούθει καί ἐκεῖνος σταυροκοπούμενος.
Ὁ ἥλιος εἶχεν ἀνυψωθῆ ἀρκετά εἰς τόν οὐρανόν καί εἶχε διαλύσει τήν πρωινήν ὁμίχλην. Ἡ ἡμέρα, ἄν καί ἦτο ἡ καρδιά τοῦ χειμῶνος, ἦτο γλυκυτάτη, ὡς ἡμέρα ἀνοίξεως.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τήν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ, ὁ ἱερεύς κατέβη τήν μαλακήν ὄχθην ἕως τά καθαρά νερά του. Ἀφήρεσε τό καλυμμαύχιόν του, ἐστράφη πρός ἀνατολάς, προσβλέπων τά οὐράνια, ἔκαμε τόν σταυρόν του καί ἤρχισε τήν εὐχήν...
-«Μέγας εἰ,εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων σου...»....
Ἔπειτα ἔσκυψε καί ἡγίασε δια του Σταυροῦ τρεῖς φοράς τά κρυστάλλινα ἐκεῖνα νερά ψάλλων:
«Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε...»....
Οἱ χωρικοί ἀπό τάς δύο ὄχθας μέ τά ἑορτάσιμά των ἐνδύματα, πού ἔλαμπεν ἡ λευκή φουστανέλα τῶν γερόντων, ἔκαμαν καί ἐκεῖνοι τόν σταυρόν των καί συνώδευσαν σιγά- σιγά τό τροπάριον τῆς ἡμέρας...
Ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τόν ἁγιασμόν τῶν ὑδάτων, ἀνέβη εἰς τήν ὄχθην. Ἀπό ἕν μικρόν ὕψωμα αὐτῆς ἐστράφη πρός τούς Χριστιανούς, ἔφερεν εἰς τήν μνήμην του τά ὀλίγα γράμματά του - εἶχε τελειώσει τήν Β' τάξιν τοῦ τετραταξίου γυμνασίου - καί εἶπεν:
-Ἀδελφοί Χριστιανοί, ὡσάν σήμερα ὁ ἐρημίτης Ἰωάννης, μέ χέρια πού ἔτρεμαν ἀπό φόβον καί συγκίνησιν, ἐβάπτισε τόν Χριστόν εἰς τά νερά τοῦ Ἰορδάνου.
Ποῖος Χριστιανός δέν ἐνθυμεῖται τό θαῦμα; Τά νερά τοῦ ποταμοῦ ἤλλαξαν τό ρεύμά των καί ἐγύρισαν πρός τά ὀπίσω, ὅταν εἶδαν νά εἰσέρχεται εἰς αὐτά ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ μέ σῶμα ἀνθρώπινον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα καταβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν, ὡσάν λευκή περιστερά, καί πτερυγίζει γύρῳ καί ἐπάνω ἀπό τόν Λυτρωτήν τοῦ κόσμου...
Ἡ ἐκκλησία μᾶς εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου βαπτίσματος ἁγιάζει σήμερον μέ τόν Σταυρόν τήν θάλασσαν, τάς λίμνας, τά ποτάμια, τά πηγάδια˙ τά ἁγιάζει ὅλα. Μέ την Χάριν τοῦ Θεοῦ τά νερά γίνονται λουτρά ἰαματικά, πού μᾶς καθαρίζουν ἀπό τάς ἁμαρτίας. Τά οὐράνια εὐλογοῦν ἀκόμη σήμερα τά σπαρτά μας, τά δένδρα μας, τά ἀμπέλια μας...
Τήν ὥρα ἐκείνην ὁ παπᾶ - Χαράλαμπος δέν ἦτο εἰς ταπεινός ἄνθρωπος˙ ἦτο ὁ ἐμπνευσμένος προφήτης, ὁ ὁποῖος μετέδιδε ἀπό τήν ἰδικήν του πίστιν καί ἐζωογόνει τήν ψυχήν τοῦ ποιμνίου του.
Ἁγιασμός τῶν κτημάτων. Τό ἔργον τοῦ ἱερέως δέν ἐτελείωσεν οὔτε ἐδῶ. Ἀκολουθούμενος τώρα ἀπό τούς ἀρχηγούς τῶν οἰκογενειῶν, ἄνδρας καί γυναῖκας, καί ἀπό ὅσους ἄλλους ἤθελον, ἐσυνέχισε τήν πορείαν του.
Ἔφθασαν εἰς τό μέσον των σταφιδοκτημάτων. Ἐκεῖ ἐστάθη. Μέ τό βλέμμα του ἐνηγκαλίσθη ὅλην ἐκείνην τήν πεδινήν ἔκτασιν καί ἔπειτα μέ κλώνους βασιλικοῦ ἐσκόρπισεν ἀπό τό γεμᾶτον μέ ἡγιασμένον ὕδωρ χάλκινον δοχεῖον ρανίδας δεξιά ἀριστερά, ἄνω καί κάτω. Ἀπό τά χείλη του ἀνέβαινε θερμή αὐτοσχέδιος προσευχή πρός τόν Θεόν νά δώση πολλούς καρπούς...
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ ἁγιασμός τῶν ἀμπέλων καί τῶν σταφίδων, ὁ ἱερεύς μέ τήν ἀκολουθίαν του ἐσυνέχισε τόν δρόμον του. Ἔφθασαν τέλος εἰς τούς ἀγρούς, οἱ ὁποῖοι ἁπλώνονται ἐπάνω εἰς κυματιστούς λόφους.
Ώ, τόν ἁπλοϊκόν καί θεοσεβέστατον παπᾶ - Χαράλαμπον! Ἀσκεπής, εὐθυτενής, σεβάσμιος, ἀνέπεμψε μέ γλυκεῖαν φωνήν καί ἐδῶ τάς ὀλίγας καί ὡραίας εὐχάς του καί ηὐλόγησε καί ἡγίασε τά σπαρτά. Οἱ χωρικοί μέ κατάνυξιν καί σιωπήν παρηκολούθησαν τόν ἁγιασμόν τῶν ἀγρῶν των.
Τά φυλλαράκια τοῦ πρωίμου σίτου ἐδέχθησαν μέ εὐγνωμοσύνην τήν ἡγιασμένην δρόσον˙ καί ὁ ἄνεμος ἐλαφρός τά ἔκλινε ταπεινά πρός τήν γῆν, ὡς νά προσεκύνουν ἐκείνην τήν στιγμήν την Χάριν τοῦ ἁγιάσματος.
Τήν ὥρα ἐκείνην ἀνέβαινον ὑψηλά πρός τόν οὐρανόν καί τά πρωινά κελαδήματα τῶν κορυδαλλῶν, ὡς εὐχαριστήριος ὕμνος ὅλης τῆς πλάσεως πρός τόν Δημιουργόν καί Πλάστην αὐτῆς.
-Καλή σοδειά, χωριανοί! Καί τοῦ χρόνου! Ηὐχήθη, ἀφοῦ ἐτελείωσε τό ἔργον του, ὁ ἀγαθός ἱερεύς.
-Εὐχαριστοῦμε, παππούλη! Νά χαίρεσαι τήν ἱερωσύνη σου! ἀπήντησαν οἱ χωρικοί.
Ἔπειτα ἐφίλησαν τόν Σταυρόν καί τήν δεξιάν τοῦ ἱερέως καί ἔχοντες αὐτόν εἰς τό μέσον ἐπέστρεψαν εὐχαριστημένοι καί χαίροντες εἰς τό χωρίον των. Ἡ γῆ των, τήν ὁποίαν εἶχον κληρονομήσει ἀπό πατέρα πρός πάππον, εἶχεν εὐλογηθῆ ἄλλην μίαν φορᾶν.
Γεμᾶτοι τώρα ἐλπίδας θά συνεχίσουν μέ νέας δυνάμεις καί θάρρος τόν σκληρόν, ἀλλά εὐλογημένον ἀγῶνα τῆς ζωῆς.
Ἀπό τό βιβλίο: Ἀναγνωστικόν τῆς ε΄ τάξεως τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ν. Κοντοπούλου - Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανοῦ, Θ. Γιαννοπούλου. Ἀθῆναι 1952,
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
Ἡ Πελασγική
υπεροχο κειμενο...αλλες εποχες, με σεβασμο στα θεια,στους μεγαλυτερους,υπηρχε ευλαβεια,πιστη,αγαπη....σημερα εχουν διαλυθει τα παντα....Καλη Φωτιση σε ολους μας....καλημερα χρονια πολλα πελασγικη μου....Σουλα
ΑπάντησηΔιαγραφήἜτσι ὅπως τά γράφεις. Ἄλλες ἐποχές...
ΔιαγραφήΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
Καί τοῦ χρόνου μέ ὑγεία,ἀγάπη κι᾿εὐτυχία !
Καλησπέρα ἀγαπητή Σοῦλα !
https://www.youtube.com/watch?v=aVk7khpEKmg
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
Κι η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει ,κερί κρατεί
Και τον Αη Γιάννη παρακαλεί.
"Αη Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
Βάπτισε κι εμένα θεού παιδί
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
Να μαζέψω ρόδα και λίβανο."
Καλημέρα, καλημέρα
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Εις έτη πολλά πρός όλους τους συνειδητοποιημένους ιθαγενείς και εις Μνήμην Αιωνίαν της αγαπημένης Μητρός εμού, Περιστέρας,
εκλιπούσης τη εικοστή ογδόη του μηνός Σεπτεμβρίου, του έτους δύο χιλιάδες είκοσι δύο.
Καλήν αντάμωσι Μανούλα μου!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
ΔιαγραφήΚαλησπέρα ἀγαπητέ !