Θεοφάνεια σέ ἕνα νησάκι
Δυό μέρες πρίν ἀπό τά Φῶτα, ὁ ξάδελφός μας ὁ Ἀντώνης μᾶς ἔκανε ξαφνικά τήν πρόταση:
- Ξαδέλφια, τί λέτε; Ἔρχεστε νά πᾶμε στό Νησί, πού θά βαφτίσω ἕνα παιδί;
- Καί δέν πᾶμε, ξάδελφε, συμφωνήσαμε πρόθυμα καί λίγο ἀπερίσκεπτα ἡ σύζυγός μου κι ἐγώ.
Τό Νησί εἶναι ἕνα μικρό μακρόστενο νησάκι, πού γειτονεύει μέ τό δικό μας. Ἕνα πολύ μικρό νησάκι -ἄλλο ἕνα δίπλα του εἶναι ἀκατοίκητο πού ὁλόκληρο τό σῶμα του τό πιάνει τό μάτι σου, μόλις ἀνεβεῖς σέ κάποια κορφή τῶν Φαναριῶν, νά ἀναδύεται μέσα ἀπό τή θάλασσα, σάν ἕνα κῆτος ἤ σάν ἕνα καράβι χωρίς κατάρτια. Ἴσως γι' αὐτό, ἐπειδή εἶναι ἔτσι μικρό μπροστά στό δικό μας τό νησί, πού εἶναι μεγάλο καί μέ βουνά ψηλά, τό λένε «Νησί».
Τό Νησί θά 'ναι δέ θά 'ναι δυό τρία μίλια μακριά ἀπό τίς ἀνατολικές μας ἀκτές, τίς ὄμορφες, τίς γεμᾶτες μικρούς χαριτωμένους κόλπους, θαλασσινές σπηλιές καί χαμηλές βουνοπλαγιές κατάφορτες ἀπό λιόδεντρα καί σκίνους καί φίδες. Ὅλοι ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ Νησιοῦ λογαριάζονται καμιά διακοσαριά ψυχές, τριάντα σαράντα οἰκογένειες.
(Ἀριστερά, ἔργο τῆς Σοφίας Βλάχου,ἐδῶ )
Καί φυσικά εἶναι ὅλοι τούς ψαρᾶδες. Ὅταν εἶναι μπονάτσες, ἀνοίγονται οἱ βαρκοῦλες τούς γύρω γύρω στό πέλαγος, σάν μέλισσες, γιά νά τρυγήσουν τόν ἀνθό τῆς θάλασσας. Ὅταν εἶναι βαρυχειμωνιές, οἱ ἄνθρωποι ξεμοναχιάζονται στό Νησί, ἀποκλεισμένοι ἀπό τόν ἄλλον κόσμο· μπορεῖ νά κάμουν καί δέκα καί δεκαπέντε μέρες νά ξεμυτίσουν οἱ βαρκοῦλες τους. Τότες οἱ ψαρᾶδες κάθονται στό χαμηλό ἀκροθαλάσσι, ἀγναντεύουν τήν ἀγριεμένη θάλασσα, πᾶνε κι ἔρχονται βαριεστημένοι στίς δυό τρεῖς ταβερνοῦλες τοῦ νησιοῦ καί πίνουν ρακή καί καπνίζουν. Καί οἱ γυναῖκες φροντίζουν τότε ἀκόμη πιό πολύ τά λίγα κατσικάκια τους καί τίς κοτοῦλες τους, τά μόνα ζωντανά τοῦ Θεοῦ πού ζοῦν καί τρέφονται πάνω στό γυμνό νησάκι, καί ζοῦν καί τρέφουν μέ τό γαλατάκι τους καί μέ τ' αὐγά τους τά παιδιά τοῦ τόπου. Πάλι μπορεῖ νά κάνω καί λάθος, μπορεῖ ἐκτός ἀπό τά κατσίκια καί τίς κότες νά κυλάει ἄπραγος τίς μέρες τοῦ πάνω στό Νησί καί κανένας γαϊδουράκος.
Σ' αὐτό λοιπόν τό μικρό γειτονικό νησί, περάσαμε τή χρονιά ἐκείνη τή μεγάλη, τή φωτεινή γιορτή τῆς Χριστιανοσύνης, τή γιορτή τῶν Θεοφανίων.
Ὥσπου νά φτάσουμε ἀπό τό χωριό μας στό Βόλακα, στό ἀκροθαλάσσι ἀπ' ὅπου «θά ρίχναμε πέρα στό Νησί», χρειάστηκε νά ὁδοιπορήσουμε τρεῖς τέσσερεις ὧρες. Οἱ γυναῖκες πήγαιναν μπροστά, καβάλα σέ δυό γαϊδουράκια, ὁ ξάδελφός μου κι ἐγώ ἀκολουθούσαμε πεζοπορῶντας καί κουβεντιάζοντας. Τό πόσους ὡραίους τόπους εἴδαμε, τό πόσον ὡραία βουνολάγκαδα περάσαμε, θά χρειαζόνταν πολλή ὥρα νά τό διηγηθῶ. Τώρα ξαναζώ καί θυμοῦμαι μόνο τήν ὥρα λίγο πρίν ἀπό τό δειλινό πού, φτάνοντας στό ἀκρογιάλι, βρήκαμε τή βάρκα τοῦ μελλούμενου κουμπάρου ἀπό τό Νησί νά μᾶς περιμένει στόν ἥσυχο κολπίσκο τοῦ Βόλακα. Πήδησε στή στεριά καί μᾶς ὑποδέχτηκε μέ πολλή εὐγένεια, ἀλλά καί μέ κάποια ἀδιόρατη σχεδόν στενοχώρια καί δέ δέχτηκε οὔτε νά ξαποστάσουμε λίγο στό πετροκάλυβό μας -εἴχαμε ἐκεῖ κάτω ἕνα χτήμα- οὔτε νά πιει μιά ρακή.
- Πρέπει νά περάσουμε στό Νησί πρίν μᾶς πάρει ἡ νύχτα... μας εἶπε μέ σοβαρό ὕφος.
Μπήκαμε λοιπόν στή βαρκούλα του, κι ὁ κουμπάρος κι ὁ βοηθός του τράβηξαν κουπί νά βγοῦμε λίγο στ' ἀνοιχτά, μέ τήν ἐλπίδα πώς ὕστερα θ' ἀνοίξουμε πανάκι. Ὅμως ὁ λίγος ἀεράκος πού φυσοῦσε ἦταν ἐνάντιος, ὁ κουμπάρος λοιπόν, ὕστερα ἀπό λίγη σιγανοκουβέντα μέ τό βοηθό του, ἔβαλε γερά μπροστά νά τραβᾶ κουπί. Τό ἴδιο κι ὁ βοηθός. Λίγο λίγο ὁ ἱδρῶτας ἄρχισε ν' αὐλακώνει τά ἠλιοψημένα πρόσωπά τους. Τώρα τό ἐνάντιο ἀεράκι ὅλο καί δυνάμωνε. Καί σά νά μήν ἔφτανε αὐτό, ὁ κουμπάρος ἔπρεπε ν' ἀδειάζει συνεχῶς, μ' ἕνα μεγάλο σαρδελοκούτι, καί νερό ἀπό τόν πάτο τῆς βαρκούλας του.
Τότες, ὅπως ἡ νύχτα πλησίαζε κι ἡ βάρκα ὅλο καί περισσότερο κλυδωνιζόταν, ἡ ξαδέλφη μου, πού ἦταν ὁλωσδιόλου στεριανή, ἄρχισε νά φοβᾶται. Στήν ἀρχή μᾶς κοίταζε σιωπηλά, κι ἐμεῖς τῆς δίναμε κουράγιο. Ὕστερα, ἔτρεμε πιά νά κουνηθεῖ ἀπό τή θέση της. Ὁ κουμπάρος, πού καταλάβαινε το φόβο της, τήν παρηγοροῦσε:
- Μή φοβᾶσαι, καλέ, καί φτάσαμε!...
Κι ἀληθινά. Εἴχαμε πιά φτάσει στά χαμηλά πλάγια τοῦ Νησιοῦ, ἐδῶ κι ἐκεῖ περνούσαμε μέσα σέ μικρές ξέρες, προσέχοντας μή χτυπήσει ἀπάνω τους ἡ βαρκούλα μας. Τό λίγο κῦμα σποῦσε πάνω τους καί τίς καβάλαγε μέ χαμηλό, ἤρεμο παφλασμό· ἦταν σά νά μιλοῦσε καί μᾶς βεβαίωνε πώς δέν εἴχαμε πιά κανένα κίνδυνο.
Τέλος, ὅταν τό σούρουπο εἶχε προχωρήσει γιά καλά, ἡ βαρκούλα μας ἔπεσε πλάϊ στήν πρωτόγονη ἔρημη ἀποβαθρούλα τοῦ Νησιοῦ. Ὁ κουμπάρος κι ὁ βοηθός του ἔβγαλαν στή στεριά τίς γυναῖκες σχεδόν σηκωτές στήν ἀγκαλιά, κι ὁ ξάδελφός μου κι ἐγώ πηδήσαμε στή στεριά, ὄχι βέβαια μέ τόση λαχτάρα ὅσην οἱ γυναῖκες, μά, ὅσο νά 'ναι, μέ ἀρκετή ἀνακούφιση. Τότε μόνον ὁ κουμπάρος ὁ Νησιώτης μᾶς εἶπε, μέ τή χαριτωμένη συρτή, τραγουδιστή μιλιά τοῦ Νησιοῦ, τό μεγάλο μυστικό:
- Κουμπάροι, τό βαρκάκι εἶναι μόνο γιά τέσσερεις νοματέους... Γι' αὐτό βιαστήκαμε μή φρεσκάρει...
Ἄλλο τίποτα δέν εἶπε. Ἀλλά καλά καταλάβαμε τήν ἀποσιωπημένη συνέχεια, ὅταν τώρα ξέραμε πώς τόσην ὥρα εἴμαστε ἕξι ἀντί τέσσερα πρόσωπα μέσα στή βαρκούλα.
Φαντάζεστε βέβαια τήν εὐχαρίστησή μας ὅταν βρεθήκαμε στό ἥσυχο, ὁλοκάθαρο καί... ἀκίνητο σπιτάκι τοῦ κουμπάρου. Οἱ γυναῖκες μᾶς δέχτηκαν μέ χίλιες χαρές, τά παιδιά κρεμάστηκαν γύρῳ,γύρω μας καί μᾶς κοίταζαν μέ θαυμασμό, μασουλῶντας κιόλας τά ξερά σῦκα πού τούς εἴχαμε φέρει. Κι αὐτά ἀκόμη τά ἀβάφτιστα -ἦταν δυό δίδυμα- ἀνασήκωναν ἀπό τίς κρεμαστές κοῦνιες τους τά παχουλά προσωπάκια τους κι ἀνταποκρίνονταν πρόθυμα στά γέλια καί στά κανακέματα πού τούς κάναμε.
Τό βράδυ, ὁ κουμπάρος ἦταν στενοχωρημένος, γιατί, λέει, τό φαΐ «ἦταν πολύ ἄνοστο καί δέν τράβαγε κρασί». Καί ὅμως. Ἦταν ἐκλεκτό ψάρι μέ ὁλόλευκη τρεμάμενη κρούστα, σάν ἀέρινο γλύκισμα, πού τό ἐκάλυπτε -αὐτό εἶναι ἕνα εἰδικό μαγείρευμα, γιά νά κρατάει τό ψάρι πολλές μέρες- ἕνα ψάρι ἀπό τά πιό νόστιμα φαγητά πού μοῦ ἔτυχαν ποτέ.
Τή νύχτα ὁ ἀγέρας δυνάμωσε γιά καλά. Τόν ἀκούγαμε νά ξυρίζει τά παραθυρόφυλλα τοῦ σπιτιοῦ. Κι ἡ ἀναπόληση τοῦ ταξιδιοῦ μας τοῦ δειλινοῦ, ἔκανε τήν εὐτυχία τῆς τωρινῆς μας ἀσφάλειας ἀκόμη μεγαλύτερη.
- Ἀλήθεια, ἄν καμιά φορά φυσήξει κανένας πολύ δυνατός σίφουνας, δέν μπορεῖ τάχα νά τό πάρει τό Νησί; ἄκουσα τήν ξαδέλφη μου νά ρωτάει τόν ἄντρα της μέ χαριτωμένη ἀφέλεια, στό ἀνοιχτό διπλανό δωμάτιο, πού αὐτοί εἶχαν πάει νά κοιμηθοῦν.
Ὅμως ἡ ἐρώτηση ἔδινε θαυμάσια τήν εἰκόνα τοῦ παραμυθιοῦ πού ζούσαμε. Τό Νησί ἦταν ἀληθινά σάν ἕνα μικρό ξεκάταρτο καράβι ἀνάμεσα πελάγου. Ἔτσι τό εἴδαμε τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, ὅταν βγήκαμε στό ξάγναντο τῆς ἐκκλησιᾶς, διασχίζοντας μέσα σ' ἐλάχιστα λεπτά τό μόνο δρομάκο τοῦ Νησιοῦ, πού χώριζε στή μέση τίς δυό μόνες σειρές τῶν σπιτιῶν του.
Φαίνεται πώς ὅλη τή λαχτάρα τους γιά ὀμορφιά καί ἀρχοντιά ἐδῶ στό χαμηλό ταπεινό νησάκι οἱ ἀγαθοί νησιῶτες τήν εἶχαν διοχετεύσει στήν ἐκκλησία του. Ἔλαμπε ὁλόκληρη μέσα καί ἔξω. Πρόβαλλε πάνω ἀπό τά χαμηλά σπιτάκια, πάνω ἀκόμη κι ἀπό ὅλη τή χαμηλή γῆ τοῦ νησιοῦ σάν ἀληθινά μεγάλος Οἶκος τοῦ Θεοῦ. Ἦταν βαμμένη ὁλόλευκη, μέ τόν τροῦλο μόνο γαλάζιο, ἕνα καθαρό γαλάζιο σάν τή θάλασσα καί τόν οὐρανό. Ἡ μικρή της αὐλή ἦταν κεντημένη μέ λευκό χαλίκι, καί τά δεντράκια της -δυό τρία χαμηλά δεντράκια- ἴσκιωναν μέ τό λίγο πράσινό τους τήν ἀσπράδα της. Μέσα ἡ ἐκκλησία ἄστραφτε ὁλοκάθαρη.
Ὅταν μπήκαμε στήν ἐκκλησιά, ἡ μικρή σύναξη -ὅλο τό χωριό- παρ' ὅλη τήν κατάνυξη μέ τήν ὁποία παρακολουθοῦσε τήν ὡραία ἀκολουθία τῶν Θεοφανίων, βρῆκε τρόπο νά περιεργαστεῖ τούς «ξένους». Κι αὐτός ἀκόμη ὁ ἱερέας -ἕνας συμπαθητικός ὥριμος ἄντρας- ἐπέμεινε νά μᾶς λιβανίσει λίγο περισσότερο, ὅταν πέρασε δίπλα μας, γιά νά μᾶς τιμήσει βέβαια, ἀλλά καί γιά νά βρεῖ καιρό νά μᾶς καλοδεί.
Ὕστερα τό γλυκύ μέλος τοῦ ὕμνου τοῦ Κυρίου μᾶς ἔφερε ὅλους πρός αὐτόν:ἐδῶ
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ
καί τό φῶς Σου, Κύριε,
ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς
ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντας Σέ.
Ἦλθες, ἐφάνης,τό Φῶς τό ἀπρόσιτον.
Ὅταν «ἁγιάστηκαν» τά νερά, τό ἐκκλησίασμα πέρασε ἥσυχα ἥσυχα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη καί πῆρε ἁγιασμό, φιλῶντας τό χέρι τοῦ ἱερέως. Κι ὕστερα, μέ τόν ἱερέα καί τόν ψάλτη, μέ τήν «Ἀρχή τοῦ τόπου» -ἕναν καί μόνον χωροφύλακα- καί μέ τόν ὑποδιδάσκαλο μπροστά, ἀκολουθήσαμε κι ἐμεῖς στίς ἐπισκέψεις στά σπίτια πού γιόρταζαν.
Τά βαφτίσια γίνηκαν τό ἀπόγευμα. Ὁ ξάδελφός μου κι ἐγώ εἴχαμε ἀποφασίσει νά βαφτίσουμε τά δίδυμα, καί ὁ κουμπάρος τό δέχτηκε ἐγκάρδια. Ἐν τῷ μεταξύ ἕνας ἀκόμη γονιός, πού εἶχε αβάφτἱστο παιδί, ἦρθε καί μοῦ ζήτησε νά τό βαφτίσω. Δέχτηκα τήν τιμή μέ προθυμία.
Φυσικά, στά βαφτίσια συνάχτηκε ὅλο τό χωριό. Δέν ἔμεινε ψυχή σέ ἄλλο σπίτι, ἐκτός ἀπό δυό παράλυτες γριοῦλες. Γύρῳ-γύρω στήν κολυμβήθρα σπρώχνονταν τά παιδιά, πιό πίσω οἱ μεγάλοι, ἕως ἔξω στίς αὐλές, ὅπου ἀποτραβιόνταν οἱ ἄντρες γιά νά κάμουν τόπο. Κι ὁ καημένος ὁ ἱερέας κουράστηκε ἀρκετά γιά νά τελειώσει μέ τάξη καί εὐπρέπεια καί τίς τρεῖς βαφτίσεις.
Ὕστερα μοιράσαμε τά «μαρτυριάτικα» σέ ὅλο τό χωριό, πού μᾶς εὔχονταν νά τά «χιλιάσουμε», καί τό βράδυ χρειάστηκε νά φᾶμε δυό φορές γιά νά «τιμήσουμε τό τραπέζι» καί στά δυό σπίτια τῶν κουμπάρων, ἕνα τραπέζι πλούσιο, εὐλογημένο καί καλόκαρδο.
Ὅταν τήν ἄλλη μέρα τό μεσημέρι, ἀφοῦ εὐχηθήκαμε σέ ὅλους τούς Γιάννηδες, κατεβήκαμε στό λιμανάκι τοῦ Νησιοῦ γιά νά «μπαρκάρουμε» γιά τό δικό μας, ὅλο τό χωριό πρόβαλε στίς πόρτες τῶν σπιτιῶν νά μᾶς εὐχηθεῖ, νά μᾶς προπέμψει:
- Στό καλό νά πᾶτε! Στό καλό νά πᾶτε!...
Τώρα οἱ καλοί μας κουμπάροι εἶχαν πάρει τά μέτρα τους. Στό λιμανάκι μᾶς περίμενε τό καινούργιο καϊκάκι τοῦ καπετάν Νικήτα, γιά νά μᾶς μεταφέρει στόν τόπο μας. Εἶχαν στρώσει ἀκόμη καί χράμια ἀπάνω στό καλοπλυμένο κατάστρωμα τοῦ καϊκιοῦ, γιά νά ξαπλώσουν ἄνετα οἱ γυναῖκες.
Μέ φρέσκο πρίμο ἀγέρι τό καϊκάκι, σάν πουλί πού πετοῦσε ξυστά πάνω στή θάλασσα, μᾶς ἔφερε σέ εἴκοσι λεπτά τῆς ὥρας στό νησί μας. Βγῆκαν μαζί μας στή στεριά ὁ καπετάνιος κι οἱ κουμπάροι μας «νά φᾶνε μαζί μας μιά ἐλιά», «νά πιουν ἕνα κρασί», κι ὕστερα σάλπαραν πάλι γιά τό Νησί. Τώρα γιά νά «βροῦνε τόν καιρό» χρειάστηκε «νά κόψουν» ἕνα σωρό βόλτες. Τούς παρακολουθούσαμε ὅπως λίγο λίγο ξεμάκραιναν. Τό λευκό πανί πότε φούσκωνε μέ τόν ἄνεμο, πότε σούρωνε στήν ἄπνοια. Ὕστερα, σιγά- σιγά τό καϊκάκι καβατζάρισε τή μικρή γλῶσσα τῆς γῆς τοῦ Νησιοῦ καί χάθηκε πίσω της.
Τότε νοιώσαμε τήν πίκρα τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς καλούς ἥσυχους Νησιῶτες, πού ζοῦν ἐκεῖ στό μικρό νησί τους ἄγνωστοι καί ἀγνοημένοι, καί πού σ' ἐμᾶς ἔτυχε ἡ καλή τύχη νά τούς γνωρίσουμε καί νά τούς ἀγαπήσουμε. Κι ἄς ζήσαμε μαζί τους μόνον τρεῖς ἡμέρες. Ἔφτασαν αὐτές γιά νά τούς βάλουν στήν καρδιά μας. Βέβαια, γι' αὐτό βοήθησε κι ὁ φωτισμός καί ἡ θέρμη μέ τήν ὁποία ζέστανε τή χριστιανική ψυχή μας ἡ εὐκαιρία νά χαροῦμε τή μεγάλη γιορτή τῶν Φώτων στό ἥσυχο νησάκι τους.
Ἀληθινά. Δέ θά ξεχάσω ποτέ ἐκεῖνα τά γαλήνια, τά σεμνά, τά ζεστά χριστιανικά Φῶτα τοῦ γλυκύτατου ἐκείνου Γενάρη τοῦ ἔτους 194..., τά Φῶτα πού ὁ καλός Θεός μᾶς ἀξίωσε νά γιορτάσουμε στό Νησί.
Καί τοῦ χρόνου μέ ὑγεία,ἀγάπη κι᾿εὐτυχία ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
Ἡ Πελασγική
https://www.ieidiseis.gr/kosmos/179413/to-kremlino-anakoinose-36ori-ekexeiria-stin-oukrania-i-antidrasi-tou-kievou
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιά τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Καί βεβαίως στραβομουτσούνιασε ὁ «περιούσιος» ψηλοτακουνάκιας...
ΔιαγραφήΔέν πειράζει,ἄστο νά χτυπιέται τό αὐτό...
Καλά κι᾿εὐλογημένα Χριστούγεννα σ᾿ὅλους τούς Ῥώσσους, κι᾿ὅλους τούς ὁμοθρήσκους πού ἀκολουθοῦν τό παλαιό ἡμερολόγιον. !
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !
Καλησπέρα ἀγαπητέ μου Γρηγόριε !
Ευχαριστώ Ευαγγελία
ΔιαγραφήΑντεύχομαι ομοίως ( και επαυξάνω ) οτι καλύτερο στο σπίτι σου
και σε ολους τους αναγνωστες
Νά εἶσαι πάντα καλά !
ΔιαγραφήΚαλησπέρα ἀγαπητέ !