Η μαρξιστική αντίληψη για το έγκλημα υποστηρίζει ότι η
γενεσιουργός αιτία του είναι η «εκμετάλλευση των μαζών» και συνεπώς όταν αυτή
θα παύσει να υφίσταται, θα εξαλειφθεί και η παραβατική συμπεριφορά των
ανθρώπων. Μετά, όμως από την βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους,
ο Λένιν διατύπωσε την άποψη ότι η δημιουργία του σοβιετικού κράτους θα
προκαλούσε την εμφάνιση ενός νέου είδους εγκληματία που θα αποκαλούνταν
«ταξικός εχθρός».
Τα λαϊκά δικαστήρια που συστάθηκαν αμέσως μετά την «Οκτωβριανή
Επανάσταση» δεν άργησαν να προσδιορίσουν και να στοχοποιήσουν ως τέτοιους τους
τραπεζίτες, τους εμπόρους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους φύλακες της
τσαρικής περιόδου και γενικά κάθε άτομο που έδινε την εντύπωση του «ύποπτου»,
τους οποίους και καταδίκαζαν αυθαίρετα σε ποινές φυλάκισης, καταναγκαστικά έργα
και σε θανατική ποινή.
Η αφορμή για την υλοποίηση του σχεδίου του Λένιν για
εγκλεισμό των «εχθρών» σε «ειδικά στρατόπεδα» δόθηκε μετά την αποτυχημένη
απόπειρα κατά της ζωής του από την Δώρα Καπλάν, τον Αύγουστο του 1918. Το σώμα
που θα αναλάμβανε την εφαρμογή της πολιτικής του «Κόκκινου Τρόμου» ήταν η
«Παν-Ρωσική Έκτακτη Επιτροπή για την Μάχη κατά των Αντεπαναστατικών Συνωμοσιών
και της Δολιοφθοράς», γνωστή και ως «Τσεκά», δηλαδή η μυστική αστυνομία, υπό
την ηγεσία του Πολωνού «επαναστάτη» Φέλιξ Ντζερζίνσκι (Felix Dzerzhinsky). Τον Σεπτέμβριο εξαπολύθηκε
ένα ανηλεές κύμα τρομοκρατίας με συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις των
«εχθρών» της επανάστασης. Το πρώτο διάταγμα που εκδόθηκε κατά την περίοδο του
«Κόκκινου Τρόμου» δεν απαιτούσε απλά την σύλληψη και την φυλάκιση των
εκπροσώπων της μπουρζουαζίας και των γαιοκτημόνων, των κληρικών και των
αντεπαναστατικών στοιχείων, αλλά και τον εγκλεισμό τους σε «στρατόπεδα
συγκέντρωσης». Μέχρι το τέλος του 1919 είχαν καταγραφεί 21 τέτοια στρατόπεδα,
τα οποία αυξήθηκαν σε 107 στο τέλος του 1920. Οι διοικητές των στρατοπέδων
αυτών επιδίωκαν περισσότερο να εξευτελίσουν και να χλευάσουν τους έγκλειστους,
πρώην εύπορους αστούς, τους οποίους ανάγκαζαν να εκτελούν ταπεινωτικές δουλειές,
παρά να τους εμφυσήσουν το πνεύμα της παραγωγικής εργασίας, όπως υποστήριζαν οι
ηγέτες της «επανάστασης».
Κρατούμενοι εργάζονται στην διάνοιξη της διώρυγας της Λευκής
Θάλασσας. Η σημασία του έργου ήταν ασήμαντη, αλλά μέχρι την ολοκλήρωσή του πέθαναν
τουλάχιστον 25.000 άνθρωποι.
|
Μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, είχαν διαμορφωθεί δύο
συστήματα φυλακών: Το Κομισαριάτο Δικαιοσύνης και αργότερα Κομισαριάτο
Εσωτερικών ήταν υπεύθυνο για τις φυλακές, στις οποίες είχαν εγκλειστεί οι
«ποινικοί» εγκληματίες. Η Τσεκά που μετέπειτα μετονομάσθηκε σε GPU, OGPU, NKVD και KGB ήλεγχε τα
«ειδικά» ή «έκτακτα» στρατόπεδα, στα οποία φυλακίζονταν οι «πολιτικοί
κρατούμενοι». Στις «ειδικές» φυλακές δεν κρατούνταν μόνο οι «αντιδραστικοί»,
αλλά και αναρχικοί, στελέχη αριστερών κομμάτων και κινημάτων, όπως οι
μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην
«επανάσταση», αλλά μετά την επικράτησή της δεν τάχθηκαν με το μέρος του Λένιν.
Οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι οργάνωναν : διαμαρτυρίες και απεργίες πείνας,
απαιτώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, είχαν διασυνδέσεις στο εξωτερικό με
«συγγενείς» ιδεολογικά ομάδες, τις οποίες ενημέρωναν για την άθλια κατάσταση
των φυλακών και δέχονταν τις επισκέψεις του Ερυθρού Σταυρού Πολιτικών
Κρατούμενων.
Η Τσεκά ήταν αδύνατο να ελέγξει τις εξεγέρσεις των
«σοσιαλιστών» και των άλλων απείθαρχων κρατούμενων, που κρατούνταν στις
πτέρυγες των φυλακών της Μόσχας. Γι’ αυτό, την Άνοιξη του 1923, αποφάσισε να
τους μεταφέρει στα νησιά Σολοβέτσκι στην Λευκή Θάλασσα, όπου υπήρχε ένα
μοναστικό συγκρότημα, που και στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή για
τους αντιπάλους των Τσάρων. Στα «βόρεια στρατόπεδα ειδικής σημασίας», γνωστά ως
SLON, αρχικά οι «αντιδραστικοί» ιερείς και οι «σοσιαλιστές» κρατούμενοι δεν
εργάζονταν και είχαν καταφέρει να διατηρήσουν αρκετά «προνόμια». Ζούσαν μακριά
από τους υπόλοιπους κρατούμενους, οι οποίοι αντίθετα υποβάλλονταν σε σκληρά και
άσκοπα βασανιστήρια από τους σαδιστές φρουρούς τους ή εκτελούνταν, όταν
κρίνονταν ύποπτοι για υποκίνηση εξέγερσης ή πέθαιναν από τις επιδημίες τύφου
και λιμού.
Ο αρχιτέκτονας των Γκουλάγκ
Οι φυλακές του Σολοβέτσκι ήταν ασύμφορες οικονομικά για το
σοβιετικό κράτος και η ηγεσία του αναζητούσε τρόπους, ώστε από την λειτουργία
τους να εξασφαλίζει κέρδος. Την αφορμή έδωσε μια επιστολή που έριξε στο «κυτίο
παραπόνων» ο Νάφταλι Φρένκελ (Naftaly Frenkel), ένας Εβραίος κρατούμενος, στην
οποία ανέλυε τα προβληματικά στοιχεία των παραγωγικών δραστηριοτήτων του
στρατοπέδου και πρότεινε μια συντονισμένη μέθοδο κατανομής τροφίμων και
οργάνωσης κρατούμενων. Ειδικότερα, οι κρατούμενοι του SLON θα χωρίζονταν σε
τρεις ομάδες, ανάλογα με τις σωματικές τους ικανότητες: σε όσους ήταν ικανοί να
εκτελούν βαριά εργασία, σε όσους ήταν ικανοί για ελαφριά εργασία και στους
ανάπηρους. Συνεπώς, οι κρατούμενοι θα σιτίζονταν ανάλογα με τον όγκο της
εργασίας τους. Οι αδύναμοι θα στερούνταν την τροφή, θα αποδυναμώνονταν ακόμη
περισσότερό και τελικά είτε θα αρρώσταιναν είτε θα πέθαιναν.
Η επιστολή αυτή τράβηξε την προσοχή του Γκένρικ Γιάγκοντα (Genrikh Yagoda - βλέπε εδώ) στελέχους και αργότερα επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας και η σταλινική
ηγεσία δεν άργησε να υιοθετήσει το σύστημα σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο
Φρένκελ γρήγορα προβιβάσθηκε σε φύλακα του στρατοπέδου, αποφυλακίσθηκε το 1927,
έγινε διοικητής του Σολοβέτσκι, συνάντησε τον Στάλιν κατά την δεκαετία του 1930
και επέζησε κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων. Το Σολοβέτσκι εξελίχθηκε σε μια
οργανωμένη επικερδή επιχείρηση, η οποία αναλάμβανε την εκτέλεση εργασιών και
λειτουργούσε ανταγωνιστικά με άλλες κρατικές επιχειρήσεις, που ασκούσαν τις
ίδιες δραστηριότητες.
Μετά την εφαρμογή του συστήματος Φρένκελ έπαυσε πλέον ο
διαχωρισμός μεταξύ ποινικών και πολιτικών κρατούμενων. Η «ειδική» μεταχείριση
των σοσιαλιστών στο Σολοβέτσκ που δεν εργάζονταν αλλά λάμβαναν μεγάλες μερίδες
τροφής, προκάλεσε την αντίδραση των σοβιετικών αρχών, oι οποίες αποφάσισαν να
τερματίσουν το προνομιακό καθεστώς κράτησής τους. Το 1925 τους απομάκρυναν από
το μοναστήρι του Σαβατίεβο στo νησί και τους μετέφεραν σε μακρινές κλειστές
φυλακές στην Κεντρική Ρωσία, όπου αντιμετώπισαν χειρότερες συνθήκες διαβίωσης.
Ο Naftaly Aronovich Frenkel (στην άκρη δεξιά στην φωτογραφία) γεννήθηκε το 1883, στην
Κωνσταντινούπολη σε οικογένεια Εβραίων της Τουρκίας. Αργότερα η οικογένεια
μετακόμισε στην Οδησσό.
Του απονεμήθηκε το βραβείο του «Τάγματος του Λένιν» τρεις
φορές και τίτλος του «Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας». Ποτέ δεν παραπέμφθηκε σε
δίκη για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1937-1945 ο Frenkel ήταν ο επικεφαλής της Διεύθυνσης
Κατασκευής Σιδηροδρόμων.
Στις 28 Απριλίου 1947, ο Frenkel σταμάτησε για λόγους υγείας και
του απονεμήθηκε σύνταξη. Πέθανε το 1960 στην Μόσχα.
Σταδιακά, από το καλοκαίρι του 1954 μέχρι την άνοιξη του
1956 αποφυλακίσθηκαν οι κρατούμενοι των στρατοπέδων του Γκουλάγκ. Όμως, η
πλήρης κοινωνική αποκατάστασή τους, που περιλάμβανε την εξεύρεση εργασίας και
στέγης και την εξασφάλιση σύνταξης, ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο και δημιουργούσε
πρόσθετα προβλήματα ομαλής επανένταξής τους στο κοινωνικό σύνολο.
Ο Μπρέζνιεφ, ο οποίος αντιτίθετο στην αποσταλινοποίηση, δεν επανέφερε
τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ωστόσο οι «επικίνδυνοι» αντικαθεστωτικοί, όταν
οδηγούνταν στις φυλακές, τελούσαν υπό αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, αν και τους
είχαν παραχωρηθεί κάποια στοιχειώδη δικαιώματα επικοινωνίας με τον «έξω κόσμο».
Οι σοβιετικές αρχές χρησιμοποιούσαν, πλέον, τον εγκλεισμό των αντικαθεστωτικών
σε ψυχιατρικά νοσοκομεία για να τους συκοφαντήσουν ως «διανοητικά άρρωστους» ή
στην καλύτερη περίπτωση ως «προβληματικούς».
Αργότερα, η KGB, υπό την αρχηγία του μετέπειτα αρχηγού του
κράτους Γιούρι Αντρόποφ, καταδίωκε όσους τάσσονταν υπέρ των ανθρώπινων
δικαιωμάτων ή συμμετείχαν σε θρησκευτικές ή εθνικιστικές οργανώσεις. Τελικά, τα
τέλη του 1986, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έδωσε αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς
κρατούμενους, που παρέμειναν έγκλειστοι σε φυλακές.
Επίλογος:
Η ιστορική έρευνα μέχρι και σήμερα αναλύει τα στατιστικά
στοιχεία, για να υπολογίσει τους ανθρώπους που πέρασαν από τα σοβιετικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις αποικίες σωφρονιστικής εργασίας ή είχαν
εκτοπιστεί στις αχανείς και έρημες εκτάσεις της Ρωσίας. Ο συνολικός αριθμός,
πιθανόν να ανέρχεται σε 28.700.000. Για τους θανάτους οι ερευνητές μόνο
εικασίες κάνουν. Άλλοι αναφέρουν ότι τα θύματα του σταλινισμού ανέρχονται σε
10-12.000.000, ενώ οι συγγραφείς της «Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού» τα
υπολογίζουν σε
20.000.000!
Μνημείο Γκουλάγκ |
Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να σβήσουν από την συλλογική μνήμη
τα στρατόπεδα Γκουλάγκ. Η ανθρωπότητα καταδικάζει δικαιολογημένα τα ναζιστικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς όμως να έχει συνειδητοποιήσει ότι ανάλογες ή και
μεγαλύτερες θηριωδίες διαπράχθηκαν στην Σοβιετική Ένωση, την περίοδο
1919-1956.Το κομμουνιστικό καθεστώς απαγόρευε την φωτογράφιση σε όλη την χώρα
και η παραβίαση της απαγόρευσης διωκόταν αυστηρά, συνεπώς, χωρίς τις
φωτογραφικές μαρτυρίες των θυμάτων τους η χαρακτηριστική βαρβαρότητα των
σοβιετικών στρατοπέδων δεν εισέδυσε ποτέ στην συνείδηση του δυτικού κόσμου,
όπου τέτοια ζητήματα καταδικάζονταν απερίφραστα. Ούτε η κινηματογραφική
βιομηχανία ασχολήθηκε με τα σοβιετικά στρατόπεδα. Οι αριστεροί διανοούμενοι
στην Δύση αντιδρούσαν στην αποκάλυψη της αλήθειας για το σύστημα Γκουλάγκ και
υποστήριζαν ότι επρόκειτο για «αντισοβιετική προπαγάνδα».
Η σημερινή Ρωσία προσπαθεί να μην αναμοχλεύει το σταλινικό
παρελθόν. Πολλοί Ρώσοι πιστεύουν ότι το καθεστώς ήταν απάνθρωπο, ωστόσο η πάλαι
ποτέ Σοβιετική Ένωση ήταν ισχυρή και η κατάρρευσή της «πλήγωσε» την υπερηφάνειά
τους.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / (από
το περιοδικό ‘Μάχες και Στρατιώτες’, τεύχος 18 άρθρο Μ. Ντασκαγιάννη και από το διαδίκτυο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου