Σὲ μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀλησμόνητες Ἡμέρες ἐξοικονόμησα ἀπὸ ἕναν ὁδηγὸ αὐτοκινήτου ἕνα φύλλο ἀθηναϊκῆς ἐφηµερίδος καὶ ἐκάθισα σ᾿ ἕνα κέντρο νὰ διαβάσω τὰ νέα. Δὲν
ἐπρόφθασα ν᾿ ἀνοίξω τὴν ἐφημερίδα καὶ εἶδα νὰ κάθεται στὴ
διπλανὴ τοῦ τραπεζιοῦ µου καρέκλα ἕνας εὔζωνος.
Χωρὶς πολλὰ λόγια μ᾿ ἐρώτησε:
-Τί λιὲν τὰ νέα, συνάδελφε;
-Τί νὰ εἰποῦν, τοῦ ἀπήντησα. ᾿Εμεῖς τὰ ξέρομε καλύτερα, γιατὶ τὰ ζοῦμε καθημερινῶς.Ἀπὸ μᾶς περιμένουν νὰ
τὰ µάθουν στὴν Ἀθήνα. Ἦρθε στὸ μεταξὺ τὸ παιδὶ καὶ τοῦ παρήγγειλα δυὸ
κρασιά, ἕνα γιὰ τὸν ἑαυτό µου καὶ ἕνα γιὰ τὸν συνάδελφο.
Ὁ εὔζωνος μοῦ ἀπήντησε σὲ τόνο ζωηρό:
- Γιατί, συνάδελφε, θέλ᾽ς νὰ μὲ κεράσῃς; Ἔχεις περισσότερους παρᾶδες τοῦ λόγου σου:
-Ὄχι, τοῦ ἀπήντησα, γιὰ νὰ μὴ τὸν προσβάλω. Ἐπῆρα μιὰν ἐπιταγὴ σήµερα ἀπὸ τὸν πατέρα µου.
-Ὄχι, τοῦ ἀπήντησα, γιὰ νὰ μὴ τὸν προσβάλω. Ἐπῆρα μιὰν ἐπιταγὴ σήµερα ἀπὸ τὸν πατέρα µου.
-Ἔ, τότε ἂς πιοῦμε ἕνα εἰς ὑγείαν τοῦ πατέρα σου.
Παρετήρησα, ὅτι τὸ ἀριστερὸ µάτι τοῦ συναδέλφου ἦτο μελανιασμένο καὶ πρησµένο ὡσὰν αὐγό. Τὸ αὐτὶ ἦταν
τραυματισµένο καὶ γεμᾶτο ἀπὸ ξηραμένα αἵματα. Τὰ δυὸ του χέρια πρησµένα καὶ αἱματωμένα καὶ τὸ ἀριστερό του πόδι, δεµένο μὲ ἐπίδεσμο, ἦταν τυλιγμένο μὲ μιὰ κομμένη
ἀρβύλα γιὰ παντόφλα.
-Εΐσαι τραυματίας; τὸν ἐρώτησα μὲ πολλή συμπάθεια.
-
Ποῦ κτυπήθηκες;
Ὁ εὔζωνος σηκώθηκε ἀπότομα ἀπὸ τὴν καρέκλα, μ᾿
ἐκοίταξε μὲ βλέμμα γεμᾶτο θυμὸ καὶ παράπονο καὶ μοῦ εἶπε:
-Βαλτὸς εἶσαι καὶ σύ, ρὲ συνάδελφε, νὰ μὲ πικράνῃς;
Τί εἶδες καὶ μ᾿ ἐπέρασες γιὰ τραυµατία;... Μπὰς καὶ εἶσαι φίλος αὐτουνοῦ τοῦ γιατροῦ ;
Προσπάθησα νὰ τὸν καθησυχάσω, ἀφοῦ δέχθηκα νὰ μὲ
κεράσῃ κι αὐτὸς ἕνα κρασί, καὶ τοῦ εἶπα:
-Κάτι ὅμως, μὲ τὸ συµπάθειο, συνάδελφε, ἔπαθες. Δὲν
ἔχεις ἐμπιστοσύνη νὰ μοῦ εἰπῇς;
᾿Ετσουγκρίσαμε τὰ ποτήριά µας στὴν ὑγεία τοῦ δοξασµένου στρατοῦ µας καὶ ὁ εὔζωνος μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία του:
«Ἀνήκω στὸ εὐζωνικὸ σύνταγμα τῆς Ἄρτας καὶ εἶμαι
Τζουμερκιώτης. Εἴχαμε τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ποὺ
ἐπολεμούσαμε µέσα στὰ χιόνια καὶ χωρὶς ἀνάπαυσι στὰ σύνορα κατὰ τὴν Κακκαβιά. Οἱ μακαρονᾶδες ἦσαν καλὰ ὠχυρωμένοι µέσα σὲ σπηλιὲς μὲ πολυβόλα καὶ χειροβομβίδες καὶ
δὲν ἔβγαιναν. Σὲ μιὰ ἔφοδο ἐπήδησα σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ ἔκυνήγησα μὲ τὴ λόγχη δυὸ Ἰταλούς ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς φεύγοντας μοῦ ἔρριξε μιὰ χειροβομβίδα. Ἔκανα ἕναν πῆδο νὰ φυλαχθῶ καί, ὅπως βλέπεις, μ᾿ ἐπῆρε στὸ μάτι ἡ φλόγα καὶ
ἔπαθα φλόγωσι, ὅπως λέει ὁ γιατρός, καὶ ἐγρατσουνίστηκα
καὶ λίγο στ’ αὐτί, στὰ χέρια καὶ στὸ ποδάρι µου...
» Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν τραῦμα, γιὰ νὰ μὲ βγάλῃ ὁ γιατρὸς ἀπὸ τὸ λόχο µου καὶ νὰ μὲ στείλῃ δέκα ἡμέρες στ᾿ ἀναρρωτήριο. Ὅλοι οἱ ἄλλοι συνάδελφοί µου κυνηγοῦν τοὺς Ἰταλοὺς κι᾿ ἐγὼ κάθοµαι στ’ Ἀργυρόκαστρο! Μ᾽ ἐκατάλαβες; Αὐτὸ εἶναι τὸ παράπονό µου. Ἔχω ἡ δὲν ἔχω δίκιο;».
᾿Εβούρκωσαν τὰ µάτια µου ἀπὸ τὴ συγκίνησι καὶ τοῦ
ἀπήντησα:
- Σ’ ἐκατάλαβα, συνάδελφε, καὶ ἠσύχασε. Σὲ λίγες µέρες θὰ γίνης καλὰ καὶ θὰ πᾶς στὸ λόχο σου. Θὰ σοῦ δοθῇ
καὶ πάλι ἡ εὐκαιρία νὰ ξανακυνηγήσῃς τοὺς Ἰταλούς, καὶ δὲν θὰ ἔχῃς παράπονο. Ἔχεις κάτι παραπάνω ἀπὸ δίκιο.
« Σελίδες Δόξης » ( Διασκευή) Χρ. Κολιάτσος
Ἀπό τό Ἀναγνωστικό τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ, σελ. 32. " ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΟΥ"
Μέ αὐτἐς τίς Ἀξίες μεγαλώσαμε... Ναί, μ᾿αὐτές !
Γι᾿αὐτό τιμοῦμε τούς Ἥρωες καί δέν ξεχνοῦμε...
Ἡ Πελασγική
Παλικάρι Μέχρι Τέλους ο Κωνσταντίνος Κατσίφας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να είχαμε περισσότερα παλικάρια σαν αυτόν.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!
ΑΓΓΕΛΙΚΗ-ΑΧΑΡΝΑΙ
Τέτοιες μορφές μᾶς θυμίζουν ἐκείνους τούς ἤρωες πού μάχονταν στά βουνά τῆς Ἠπείρου μας ἀπέναντι στούς θρασεῖς ἐπιδόξους εἰσβολεῖς.
ΔιαγραφήΑ Θ Α Ν Α Τ Ο Σ !!!
Καλησπέρα ἀγαπητή Ἀγγελική !