Καὶ ξαφνικὰ ἕνα ὑπέροχο γαλανόλευκο χρῶμα φώτισε τοὺς δρόμους, τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς ψυχές μας. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς πόρτες, ἀπ᾿ ὅλα τὰ σοκάκια ξεχύθηκε
στοὺς δρόμους ἕνας βουερὸς κι’ ὁρμητικὸς χείμαρρος
ζωῆς καὶ νειότης, οἱ Νέοι τῆς Οργανώσεώς μας, ντυμένοι μὲ τὴ στολή τους. Πῶς ἔγινε, χωρὶς νὰ τοὺς εἶχε
διατάξει κανείς, χωρὶς νὰ τοὺς τὸ ζητήσῃ κανείς, νὰ
βρεθοῦν μὲ μιᾶς ἕτοιμοι; ᾿Απὸ ποῦ ἔρχονταν; Ποῦ
πήγαιναν; Ὁ κόσμος ποὺ τοὺς ἔβλεπε στάθηκε
ἄναυδος, βαθύτατα συγκινημένος. Ἔνοιωθε πολὺ καλὰ ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν οἱ Νέοι αὐτοί. Ἔνοιωθε πὼς
εἶχαν ξεπεταχτῆ ἀπὸ τὰ πιὸ ἱερὰ σπλάχνα αὐτῆς
τῆς Γῆς, πὼς εἶχαν ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὴν πιὸ ἅγια
οὐσία τῆς ᾿Εθνικῆς Ψυχῆς. Ἔνοιωθε πὼς ἐκτελοῦσαν
πράγματι μιάν ἐπιταγή, τὴν ὑψηλὴ ἐπιταγὴ τῆς ἐθνικῆς τους συνειδήσεως, κι᾿ ἦταν ἀληθινὰ ἕτοιμοι, πανέτοιμοι ὠπλισμένοι μέ τόν καλύτερο,τόν τελειότερο
ὁπλισμό, τὸν ὁπλισμὸ τῆς ἐθνικῆς πίστεως, τῆς ἐθνικῆς θελήσεως, τῆς ἐθνικῆς ὁρμῆς. Καὶ νά τους! Μόλις
ἄκουσαν μέσα στὶς πρῶτες κραυγὲς τῶν σειρήνων τὴ
φωνὴ τῆς Πατρίδος, βρέθηκαν μὲ μιᾶς ὄρθιοι, ντυμένοι
μὲ τὴν τίμια στολὴ τους, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπαλλε
δυνατὰ κι ὁρμητικὰ ἡ ἀγνὴ καρδιά τους, καὶ σιωπηλοί, ἀξιοπρεπεῖς, περήφανοι καὶ χαρούμενοι, ξεκίνησαν, ὅλοι μαζί, γιὰ τὸν μεγάλο σκοπό: γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τοῦ Καθήκοντος, γιὰ τὴν ἄμυνα τῆς Πατρίδος.
Ὁ κόσμος τοὺς παρακολουθοῦσε μὲ βαθύτατον ἐθνικὸ συγκλονισμό, κι᾽ ἐνῷ τὰ χέρια, σπρωγμένα ἀπὸ ἀσυγκράτητη συγκίνησι, ξεσποῦσαν σὲ ζωηρότατα κι᾽ ἀτέλειωτα χειροκροτήματα, τὰ μάτια δάκρυζαν, οἱ ψυχὲς σκιρτοῦσαν καὶ τὰ χείλη ἔλεγαν: Νά! ᾿Απὸ τώρα κιόλας νίκησε ἡ ᾿Ελλάδα μας! Ἕνας τέτοιος Λαὸς δὲ μπορεῖ νὰ νικηθῆ ! Μιὰ τέτοια Ψυχὴ δὲ μπορεῖ νὰ χαθῇ! Νὰ χαθῇ; Οὔτε κἂν νὰ λυγίσῃ δὲν εἶναι δυνατόν! Γερή, σταθερή, ἀκλόνητη, μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ ἄφοβα κάθε κίνδυνο, κάθε περιπέτεια. Σήμερα τὸ πρωΐ, ξεκινώντας ἀπὸ τὰ δοξασμένα βάθη τῆς Ἐλληνικῆς Ἱστορίας καὶ διασχίζοντας τοὺς τιμημένους Ἑλληνικοὺς αἰῶνες, μᾶς παρουσιάστηκε ξανά, ὡραία, δυνατὴ καὶ μεγάλη, ὅπως πάντα, δείχνοντάς μας ἀπὸ δύο ὄψεις τὴ θεία μορφή της: τὴν ἀρρενωπὴ κι' ἰσχυρὰ φυσιογνωμία τῆς ὥριμης ἡλικίας καὶ τὴ ρωμαλέα, τὴ θεληματικὴ κι' ὁρμητικὴ μορφὴ τῆς Νεότητος.
Ναί! Ἡ Ἑλλάδα μας κέρδισε κιόλας τὴν πρώτη
μεγάλη μάχη! Θὰ τὶς κερδίσῃ ὅλες, ὡς τὸ τέλος. Μᾶς
τὸ ἔχει βεβαιώσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ ἤρεμη
ἀποφασιστικότητα τοῦ Λαοῦ, Μᾶς τὸ ἔχετε ἐγγυηθῆ
ἐσεῖς, Νέοι τῆς ᾿Ελλάδος, μὲ τὴν ὑπέροχη παρουσία
σας, μὲ τὴ θαυμάσια ἐκδήλωσι τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς σας,
ποὺ εἶναι αὐτούσια ἡ ἐθνικὴ ψυχὴ ὅλου τοῦ Λαοῦ, ἡ
ἐθνικὴ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος μας. ᾿Εμπρὸς λοιπόν, ὅλοι
μαζί, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας, μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας,
μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξι, γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας, γιὰ τὴν
τιμή της, γιὰ τὴ δόξα της - γιὰ τὴ νίκη!
Θέλω νά γράψω κι᾿ἐγώ δύο λέξεις γιά τόν μεγάλο αὐτόν ἀγῶνα τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς καί μέ πνίγει ἡ συγκίνησις.Εἶναι τἄχα ἕνας κοινός ἀγῶνας ἤ πάλη αὐτή πού ἄρχισε ;Εἶναι ἕνας πόλεμος σάν τούς χίλιους πού μποροῦν ν᾿ἀρχίσουν οἱ λαοί γιά τούς ποικιλωτέρους λόγους ;Ἤ εἶναι μία μυσταγωγία πού τελεῖ μία ὁλόκληρη φυλή πού ἐπέρασε ἀπό τό καμινευτήριο τῶν δοκιμασιῶν στήν φωτοβόλο ἱστορία της γιά νά ἀνδρωθῇ καί χαλυβδωθῇ. Μελῆς Νικολαΐδης
( ἀπό τό περιοδικό "Ἡ Νεολαία" ἀρ. φύλ.5 ( 105), τῆς 2ας Νοεμβρίου 1940, ἐδῶ )
Στά μάτια μου ἔχω τήν στιγμή αὐτή ὅλη μου τήν ζωή, φέρνω στό νοῦ μου μιὰ περίοδο τριῶν δεκαετηρίδων ποὺ
δὲν ἔχει στὰ μάτια μου καὶ στ᾿ αὐτιά
μου παρὰ εἰκόνες πολέμου, ἀγωνίες
γιὰ μιὰ Ἑλλάδα μεγαλύτερη, καλύτερη, γιὰ τὴν ἐλευθερία σκλάδων ἀδελφῶν, συναγερμοὺς τοῦ Ἔθνους
ποὺ θυμίζουν τοὺς ἀγῶνας τῆς φυλῆς
πρὶν δυόμιση χιλιάδες χρόνια, γιὰ τὴν
᾿Ελευθερία καὶ τὴν Ἀνεξαρτησία. Θυμοῦμαι τοὺς δικούς μου ποὺ ἔφευγαν
ἕνας ἕνας γιὰ τὸν πόλεμο χωρὶς νὰ
δακρύση μάτι καὶ τοὺς θυμοῦμαι μεγάλους ἥρωες ποὺ γύριζαν, ὅσοι γύριζαν, μὲ τὴν ἁπλότητα τῶν ἀληθινὰ
γενναίων, μὲ τὴν ἱκανοποίησι πῶς ἐσκόρπισαν τὸ γέλιο τῆς ὑπάρξεως σ᾽
ἕνα ἀκόμη τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Καὶ τώρα εἶναι ἕνας ἄλλος πόλεμος,
ἱερὸς ἀνάμεσα στοὺς ἱεροὺς πολέμους
τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς. Ἕνας πόλεμος
ποὺ φέρνει στὸ νοῦ Μαραθῶνα καὶ
Σαλαμῖνα, ἕνας πόλεμος ποὺ θυμίζει
τὴν πολιορκία τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς
βαρβάρους, τότε ποὺ ἐγράφη ὁ Ἀκάθιστος Ὑγμνος καὶ τὸ Ἔπος ποὺ φέρνει τὸν τίτλο 1821. Τὰ ἑλληνόπουλα ἔζησαν ἡμέρα, πρὸς ἡμέρα μαζὶ μὲ τοὺς
μεγάλους την ἀγωνία ποὺ ἄρχισε
τὴν κατάληψι τῆς Ἀλβανίας, ἀπὸ τὸν
σημερινὸ καὶ παντοτεινὸ ἐχθρὸ τῆς Φυλῆς μας, ὥρα πρὸς ὥρα τὸν ἄλλο αὐτὸ πόλεμο, ποὺ χαρακτηρίζεται πόλεμος τῶν νεύρων καὶ σήμερα ζοῦν τὸν
πόλεμο τοῦ ντουφεκιοῦ. Κι ὁ πρῶτος ὅμως κι᾿ὁ δεύτερος κάμπτουν ἄλλες φυλές,ἄλλους λαούς λιγώτερο ἡρωϊκούς ἀπὸ τὸν Ἑλληνικό, λιγώτερο ἀνθεκτικούς, μὲ ἱστορία ἄλλη ἀπὸ τὴ
δική μας, μὲ Καπορέττα καὶ Λίσσες
καὶ ὄχι Πλαταιές, Ἀρκάδια καὶ Μεσολόγγια, Πρέπει νὰ μὴ ξεύρη κανεὶς τὸ
ἔθνος τοῦτο, ποὺ σὰν νὰ προωρίσθη
ἀπὸ τὴ μοῖρα νὰ ποτίζῃ, ἀδιάκοπα,
τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ αἷμα, νὰ μὴ ξεύρη τὶς ἵνες τοῦ εἶναι του, ποὺ κάθε
μία φέρει τὸν χαρακτηρισμό: Αὐταπάρνησις καὶ Αὐτοθυσία.
Σκέπτομαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς ἐφαντάσθηκαν οἱ ᾿Ιταλοὶ
πὼς μποροῦσε ἕνα ἑλληνικὸ ἔθνος, ποὺ
ἀπόκτησε τὴν ἐλευθερία τοῦ μ᾽ ἕνα Ἀγῶνα ἐννιὰ σχεδὸν ἐτῶν, μποροῦσε
νὰ προδώσῃ τὴν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ
που, τὰ θεμέλια τῆς ὑπάρξεώς του σ᾽
ὅλους τοὺς αἰῶνας, τὴν Τιμὴ καὶ τὴν
ἀγάπη στὴν ᾿Ελευϑερία, Ναί, δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω καὶ λέω μόνο πὼς
δόλιος καὶ ποταπὸς ὁ ἐχθρὸς δὲν μπόρεσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἐλευθερία, τὴν Τιμὴ καὶ τὴν ᾿Ηθική.
Ὅλα τὰ βλέπει κατ᾽ εἰκόνᾳ καὶ ὁμοίωσιν.
Καὶ τώρα λέω, τὶ εἶναι οἱ στιγμὲς
ποὺ ζοῦμε; Στιγμὲς τῶν Μηδικῶν ἀγώνων, στιγμὲς τοῦ 21; Χαρὰ στὴ φυλὴ ποὺ δέχεται τὸν πόλεμο σὰν πανηγύρι καὶ ποὺ πρῶτοι καὶ καλύτεροι μπαίνουν ἐπὶ κεφαλῆς οἱ πνευματικοὶ
ἡγέται. Χαρὰ στὴ φυλὴ αὐτή, γιατὶ αὐτὸ καὶ μόνο φανερώνει ὅτι ὅλοι ἀπ᾽ ἄκροῦ εἰς ἄκρο κοινωνοῦν σὲ μιά καὶ
μόνη ᾿Ιδέα, στὸ κοινὸ αἴσθημα.
Ἥμουν προχθὲς στὸ δημοσιογραφικὸ γραφεῖο καὶ ἦρθε νὰ μᾶς ἀποχαιρετίσῃ ἕνας νεαρὸς δημοσιογρά-
φος, νοῦς ὅμως φωτισμένος καὶ φωτεινὸς.
Φεύγω, εἶπε, γιὰ τὸ μέτωπο μὲ μάτια λαμπερὰ καὶ μέτωπο ὑπερήφανο.
Βουρκώσανε τὰ μάτια μας καὶ τοῦ εὐχηθήκαμε ἐμεῖς, ὅσοι μέναμε, καὶ
τύχη καὶ καλὴ ἀντάμωσι. Μόνο ποὺ
λίγο ἀργότερα μάθαμε μία λεπτομέρεια. ἦταν ἀποσπασμένος σ᾽ ἕνα
στρατιωτικὸ γραφεῖο, προτοῦ φύγη,
ὅπου πρόσφερε ἀληθινὰ πολύτιμες ὑπηρεσίες καὶ ἔτσι δὲν θέλησαν νὰ τὸν
στείλουν πίσω στὸ λόχο γιὰ νὰ
φύγῃ μὲ τὶς πρῶτες τοὐλάχιστον ἀποστολές, κι αὐτὸς ἀφοῦ παρακάλεσε
μιά, παρακάλεσε δυό, παρουσιάσθηκε
ἄντιπειθαρχικά στὸν συνταγματάρχη
του καὶ ἐξελιπάρησε τὴν τιμή, σάν ἄνθρωπος, ὄχι σὰν στρατιώτης πρὸς συνταγματάρχη, νὰ φύγῃ στὸ μέτωπο. Ὁ συνταγματάρχης κράτησε ἕνα
δάκρυ, τοῦ εὐχήθηκε νὰ γυρίσῃ νικητὴς καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγῃ.
Νὰ πού τώρα ὅτι τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ
εἶναι ἕνα ἀπὸ τά χιλιάδες, ἀπὸ τ᾽ ἀναρίθμητα ποὺ παρουσίασε ὁ συναγερμός τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς.
Ὅλα γιὰ τὴν Τιμὴ καὶ τὴν Δόξα.
Μία τέτοια φυλή μπορεῖ νὰ μὴ ζῇ σ᾽
αἰῶνες αἰώνων; Μπορεῖ νὰ μὴ γράφουν γι᾿αὐτή τά λόγια τοῦ Γάλλου ποιητοῦ «Νά πεθάνω ; Ἐγώ δέν μπορῶ νά πεθάνω».
Προφητικὰ μοιάζουν τὰ λόγια τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντη στοὺς κατοίκους τῶν νήσων Ὕδρας, Σ πετσῶν καὶ
Ψαρῶν.
«Θαυμάσατε, ἀδελφοί, σᾶς ἐξελέξατο ὁ Θεὸς καὶ σᾷς προετοίμασε διά
νὰ ἐκπληρώσετε τὰς προρρήσεις, τὰς
ἀποκαλύψεις καὶ τοὺς χρησμοὺς τῶν
ἁγίων, καταδαμάσετε τὴν πόρνην
Βαβυλῶνα καὶ συντρίψετε τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος.
Λοιπὸν μὴ δειλιάσετε ποσῶς, ἀλλ᾽
ἑτοιμάσατε τἀ ξύλινα τείχη σας, νὰ
διασώσετε ὡς ἄλλοι Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι τὴν πατρίδα. Ἑτοιμάσατε
τὰ πλοῖα σας, Ἄλλοι ἂς φοβοῦνται.
Τὸν Ποσειδῶνα οἱ ἐχθροὶ ἂς τὸν τρέμουν᾽ ἐπειδὴ οὔτε οἱ πρόγονοί των,
οὔτε αὐτοὶ ἔχουν μέρος μετ᾽ αὐτοῦ
καὶ ἄν ἐσεῖς ἐλείπετε, ἦταν χαμένοι.
Διά τοῦτο ἐλπίζομεν ἀδιστάκτως, εἰς
τὴν ἰδικήν σας ἀξιότητα καὶ ἀνδρείαν,
ὄχι μόνον νὰ χειρώσωμεν τἀς ναυτικάς
τῶν ἐναντίων δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ
τὸ κέντρον των νὰ διασαλεύσωμεν ἐκ
θεμελίων».
Καὶ τότε ὑπὲρ ὅλων ὁ ἀγών, Καὶ
τότε ἐνικήσαμεν καὶ σήμερον θὰ νικήσωμεν.
( ἀπό τό περιοδικό « Ἡ Νεολαία», 9 Νοεμβρίου 1940)
ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 !
Ἡ Πελασγική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου