Το Αὐγουστιανὸ Κράτος καὶ µαζί του ἡ Ἑλλὰς κι᾿ὅλοι µας, κάµπτοµε αὐτὴν τὴν στιγμὴν τὸ τέταρτον ἔτος τῆς Μεταβολῆς. Μιᾶς Μεταβολῆς, ποὺ δὲν εἶναι νὰ τὴν κρίνωµε τώρα, ὄχι µονάχα διότι δὲν ἡμπορεῖ νὰ κρίνεται πρόχειρα, σὲ ἕνα ἄρθρο, ἕνα γεγονὸς ποὺ εἶναι ἀφετηρία νέας περιόδου ἱστορίας, ἀλλά καὶ δι᾿ ἕναν ἄλλον ἀκόμη λόγον, Διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡ Μεταβολἡ τῆς 4ης Αὐγούστου τοῦ 1936 δὲν ἔχει ἀκόμα συμπληρώσει τὸν κύκλον της. Δὲν ἔχει ἀποκρυσταλλώσει τὴν μορφὴν τῶν θεσμῶν της. Εὑρίσκεται εἰς τὸ στάδιον τοῦ γίγνεσθαι, «ἐν ροῇ». Ἡ ροή της ἔχει ὅλην τὴν ἔντονον ὁρμὴν καὶ τὸν δυναμισμὸν τῶν νέων φαινομένων. Δὲν εἶναι, ἐπομένως, καὶ δι αὐτὸν τὸν λόγον, δυνατὸν νά ὑποβληθῇ εἰς τὸν ἔλεγχον καὶ εἰς τὴν ἀνατομίαν τῆς κριτικῆς. Ἡ κρίσις συλλαμβάνει καὶ ἀνατέμνει καὶ ἀναλύει στατικἁ Φαινόμενα. Διὰ νὰ ἐκτιμήσῃ καὶ νά κρίνῃ κανεὶς ἀληθινά καὶ δίκαια τὴν Αὐγουστιανὴν Μεταβολὴν δὲν φθάνει ἡ κρίσις. Χρειάζεται κάτι ἀκόμα: Διαίσθησις καὶ προφητικὴ ἔξαρσις τόση, ὅση θὰ ἔφθανε διά νἁ συλλάβῃ τὴν δυναµικήν της φοράν.
( φωτό ἀριστερά )
Ἐσᾶς τῶν νέων, τῶν παιδιῶν, ποὺ µεγαλώνετε
µέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της, ποὺ ἐζήσατε τὴν πνοή
της, ὁμοίαν μέ ριπὴν αὔρας ἑαρινῆς, ποὺ τὴν στέλνουν τρικυμισμοὶ ἀπὸ ἀγνώστους θαλάσσας, δὲν σᾶς
λείπει οὔτε ἡ διαίσθησις, οὔτε ἡ προφητικἡ ἔξαρσις.
Αἱ καρδίαι σας, ποὺ δὲν τὰς ἐμάρανε τὸ σαράκι καὶ
ἡ κατάρα τοῦ αἰῶνος--ὸ δισταγμὸς--ὀλάνοιχτες καθὼς εἶναι εἰς τὰ μηνύματα τῆς αὔριον, μαντεύουν
καθαρώτερα παρ᾽ ὅσο ὁ νοῦς τὴν φορὰ καὶ τὴν ὁρμή
της. Καὶ τὴν µαντεύουν ὀρθῶς. Καὶ εἶναι αὑτή, ἡ ὀρθὴ
μαντεία τῶν καρδιῶν σας, ἡ αἰτία ποὺ ἡ Αὐγουστιανὴ
Μεταβολἡ εἶναι περισσότερο ἰδική σας, παρὰ τῆς
γενεᾶς ποὺ τὴν ἐπραγματοποίησε. Καὶ τοῦτο ὄχι διότι
δὲν ἦτο ἡ γενεὰ ἐκείνη δυνατὴ καὶ µεγάλη--τὰ κατορθώµατά της διαψεύδουν κάθε τέτοιαν ἰδέα -- ἀλλὰ
διότι αἱ ἀτυχίαι καὶ αἱ δοκιµασίαι της τῆς ἔχουν ὑποσκάψει βαθύτατα τὴν δύναμιν τῆς πίστεώς της.
Είπαμε πὼς δὲν πρὀκειται νὰ κρίνωµε. Καὶ τὸν
ἐξηγήσαμε τὸ λόγο. Ἀλλά διατί τάχα μᾶς ἐχρειάσθη
ἡ κρίσις! Δὲν μᾶς φθάνει τὸ ἀδιαφιλονίκητον γεγονὸς
αὐτό, ποὺ τὸ ὁμολογοῦν κι’ ἐκεῖνοι ἀκόμη ποὺ δὲν
ἐσυγχώρησαν τὴν 4ην Αὐγούστου, διότι τοὺς χει καταλύσει καὶ καταργήσει -- τὸ γεγονὸς ὅτι τρία τώρα χρόνια ἀδιάκοπα καὶ μὲ τὸν ἴδιον ἔντονο καὶ σταθερὸ
ρυθμό, ὁ τόπος αὐτός, µέρα μὲ τὴν ἡμέρα, αὐξάνει
καὶ κραταιώνεται εἰς δύναμιν πνεύματος καὶ ὕλης
καὶ ἡ αὔξησις αὐτὴ καὶ ἡ κραταίωσίς του εἶναι καθαῥώτατα αἰσθηταὶ καὶ εἰς τὴν καθημερινὴν ζωὴν τῶν
πολιτῶν του καὶ εἰς τὸ πνεῦμα καὶ εἰς τὸ φρόνημα
τοῦ λαοῦ καὶ εἰς τὴν διεθνῆ βαρύτητα τῆς Χώρας;
Τὸ ξεύρετε καλά ὅτι αἱ Πατρίδες δὲν αὐξάνουν
πάντοτε κατ᾽ ἕκτασιν, οὔτε δοξάζονται µόνον μὲ κα-
τακτήσεις καὶ ἐπεκτάσεις. Αὐξάνουν ἐπίσης κατὰ πυκνότητα. Κατὰ ἀρτίωσιν µέσων καὶ δυνάµεων, καὶ αὐτὸς ὁ δεύτερος τρόπος αὐξήσεως τῶν Πατρίδων --
χωρὶς νἁ εἶναι ὀλιγώτερον ἐπίπονος καὶ δυσχερής --
πλεονεκτεῖ ἀπὸ ἀπόψεως µονιµότητος καὶ ἀσφαλείας,
Ἡ τριετία ποὺ κλείει σήµερα εἰς τὴν Ἑλλάδα σηµειώνει µίαν περίοδον ἐντατικῆς εἰρηνικῆς πυκνώσεως,
πρωτοφανῆ εἰς τὴν νεωτέραν µας ἱστορίαν. Οἱ καρποὶ τῆς πυκνώσεως αὐτῆς, μὅλο ποὺ ἀπὸ τὸν
πρῶτο χρόνο εἶχαν γίνει αἰσθητοί, ἀργοῦν ἀκόμη νά
φθάσουν εἰς τὴν τελείαν των ἀπόδοσιν, Ὅμως ἀπὸ
τώρα ὑπάρχει καὶ εἶναι διάχυτον εἰς τὴν ζωήν µας
ἕνα πνεῦμα εὐφορίας, ποὺ ἔχει, βέβαια, σχέσιν καὶ μὲ
τὴν ἄνοδον τῶν ὑλικῶν δυνάµεων καὶ τῶν ὅρων τῆς ὑλικῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ, ἀλλά ποὺ δὲν παύει μ ὅλο
αὐτὸ νὰ εἶναι εὐφορία ψυχῆς. Καὶ ἡ εὑφορία αὐτὴ
ἀναλύεται εἰς μείζονα αὑτοπεποίθησιν: εἰς ηὐξημένην ἐμπιστοσύνην. Τέλος εἰς πίστιν εἰς τὰς φυσικὰς
δυνατότητας, ποὺ ὑπάρχουν µέσα εἰς τὸν σύνθετον
αὐτὸν χῶρον ποὺ εἶναι ἡ Πατρὶς ὡς γῆ, ὡς φυσικὸς
πλοῦτος καὶ ὡς ἀνθρώπινον πλήρωμα.
Καὶ ἔπρεπε ν᾿ ἀρχίσωμε ἀπὸ τὸ ξεκαθάρισμα
αὐτό. Διότι τίποτε ποὺ ν᾿ ἀξίζῃ τὸ ὄνομα τῆς δηµιουργίας δὲν ἔχει ἐπιχειρηθῇ ποτὲ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὸν
κύκλο τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, χωρὶς προηγουμένως νά
φωτίσῃ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν τῶν ἐπιχειρούντων
µία νέα ἰδέα. ᾿Αξίζει τὸν κόπο νὰ ἐξηγήσωμεν ἐδῶ,
τὴν ὥραν αὐτὴν τὴν ἐπίσημον καὶ πανηγυρικήν, τὰς
βασικὰς ἰδέας, κάτω ἀπὸ τὸ σημεῖον τῶν ὁποίῶν ἐπεχειρήθη τὸ σύνολον τῶν βασικῶν ἀλλαγῶν, ποὺ ὅλες
μαζὶ ἐκφράζουν καὶ ἐξηγοῦν αὐτὸ ποὺ ἐσυνηθίσαμε
ν ἀποκαλοῦμε Μεταβολὴν τῆς 4ης Αὐγούστου.
Πρὸ τῆς 4ης Αὐγούστου εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐκυριαρχοῦσαν αἱ πλέον ἀλλόκοτοι καὶ ἀφύσικοι ἀντιλήψεις
δι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν φυσικὸν χῶρον τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος. Τὸν χῶρον ποὺ τὸν ἀπαρτίζει ἡ γἢ,
αἱ ἀκταί µας, αἱ θάλασσαι-- διὰ τὴν ζωτικήν του
ἀξίαν, διὰ τὸν πλοῦτον ποὺ περιέχει. ᾿Ακόμα καὶ διὰ
τὰς ἱκανότητας τοῦ ἀνθρωπίνου πληρώματός του, τῆς ζωντανῆς δηλαδἡ δυνάμεως, τοῦ Λαοῦ, ποὺ ρόλος του
ἦτο νὰ γονιµοποιῇ καὶ νὰ καρποῦται διά τὴν συντήρησιν καὶ τὴν πρὀοδόν του τὰς πηγὰς τῶν φυσικῶν
θησαυρῶν τῆς Χώρας, Ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια, μὲ ὀλίγας
φωτεινὰς ἑἐξαιρέσεις, ὁ κόσμος ποὺ ἐκυβέρνησε τὸν
τόπον αὐτόν, προεκτείνων τὴν ἰδικήν του νωθρότητα
σκέφεως καὶ φαντασίας, ἐξελάμβανε τὴν Ἑλλάδα περίπου ὡς ἕνα τόπον μεγάλων Ἱστορικῶν ἀναμνήσεων
καὶ καλλιτεχνικῶν ἐρειπίων, φυσικῶς πτωχόν, ἀνίκανον νὰ ἐπαρκέσῃ μὲ τοὺς πόρους του εἰς τὴν συντήρησιν τῶν κατοίκων του, Ἕνα μουσεῖον πεθαµένης δόξης, καὶ τὸν Λαόν της, λαὸν «εὐγενῶν» παρασίτων,
ἀκατάλληλον διά τὸν δημιουργικὸν µόχθον. Ἀνάξιον
νὰ φιλοδοξήσῃ ἄλλον ρόλον εἰς τὴν ἱστορίαν, ἀπὸ τοῦ
νὰ συντηρῇ καὶ νὰ φρουρῇ τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια τῆς Χώρας του, καὶ ν᾿ ἀποζῇ, ὅσον τὸ δυνατὸν ν᾿ ἀποζῇ, ἀπὸ
τὰς εἰσφορὰς τῶν ἐπισκεπτῶν τῶν ἐρειπίων αὐτῶν,
ἀφήνων τὰ δημογραφικά του πλεονάσματα νὰ διαρρέουν διασπειρόµενα καὶ τυχοδιωκτοῦντα ἀνὰ τὰς
πέντε Ἠπείρους, Καὶ ἂν ἔπεσε, ὅπως ἔπεσε καὶ κατελύθη, ἡ ἔκπτωσις καὶ ἡ κατάργησίς του, πρὶν τὴν
πιστοποιήσῃ τυπικῶς ἡ Αὐγουστιανὴ Μεταβολή, εἶχε
προηγηθῆ μὲ τὴν ἀντίθεσιν καὶ τὴν σύγκρουσιν εἰς
τὴν ὁποίαν περιῆλθεν ὁ κόσμος αὐτὸς πρὸς τὰς ζωντανὰς δυνάµεις τοῦ Ἓθνους, πρὸς τὰ ἐργαζόμενα δηλαδὴ στρώματα τοῦ Λαοῦ, πρὸς τὸν κόσμον τῶν γεωργῶν, των τεχνιτῶν, τῶν βιομηχάνων καὶ τῶν έργατῶν, τῶν ὁποίων κάθε ἐπιτυχία καὶ κάθε νίκη ποὺ
ἐπραγματοπριεῖτο εἰς βάρος τῶν ἰδικῶν του θεωριῶν,
πολὺ συχνὰ εἰς πεῖσμα τῆς ἀντιδράσεώς του, εἰς ὅλα
τὰ ἐπίπεδα τῆς παραγωγικῆς δημιουργίας, ἦτο καὶ
µία ἰδική του χρεωκοπία.
Καὶ ἂν εἶναι, ὅπως εἶναι
καὶ ὅπως τὴν ἀναγνωρίζομε ὅτι εἶναι, ἡ 4η Αὐγούστου ἑπανάστασις, ἡ ἐπαναστατικότης της ὑπάρχει
εἰς τὴν κατάργησιν τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ δὲν ἐρρίζωσε ποτὲ εἰς τὸ βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Λαοῦ τῆς χώρας αὐτῆς, ἀλλά ἐφυτοζώησεν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της,
ἐπάνω εἰς τὰς ἀδυναμίας µας, ἐπάνω εἰς τὴν ζωϊκήν
µας ἀπειρίαν, ὅπως φυτοζωοῦν τὰ παράσιτα καὶ τὰ
σαπρόφυτα ἐπάνω εἰς τὸν φλοιὸν τοῦ δένδρου. Τὸ ὅτι
αὐτὴ εἶναι ἡ διάγνωσις καὶ τὸ ὅτι ἡ διάγνωσίς µας
εἶναι ἀκριβής, πιστοποιεῖται ἀκόμη ἀπὸ ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὀ φαινόμενον τῆς Αὐγουστιανῆς Μεταβολῆς. Ἀπὸ τὴν εἰρηνικότητα καὶ τὴν εὐχέρειαν μὲ τὴν
ὁποίαν συνετελέσθη καὶ ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι δὲν
ἐχρειάσθη διά νὰ ἐπιβληθῇ κανένας βίαιος σάλος, ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ σωνοδεύουν συνήθως τὰς πολιτειακὰς
μεταβολὰς εἰς ὅλον τὸν Κόσµον. Ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι
δὲν ἐχρειάσθη νὰ θίξῃ τίποτε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀπατέλουν ζωτικάς ἀξίας τοῦ Ἓθνους. Τὸ ἐπιφανειακὸν
σαπρόφυτον ἀπεκόπη καὶ ἐξεβλήθη χωρὶς ἔντονον
προσπάθειαν, χωρὶς ἀγῶνα, καὶ ἡ ἀποκοπή του δὲν
ἔθιξε, παρά ἀνεπαισθήτως, τὸν φλοιὸν τῆς ἐθνικῆς
ζωῆς. Ἔτσι ἑξηγείται ἀκόμη καὶ ἡ ταχύτης, μὲ τὴν
ὁποίαν ὁ κορμός τοῦ ἐθνικοῦ δένδρου ἀντέδρασε καὶ
ἀναλαμβάνει καὶ ἀνδροῦται, ὥστε νὰ ἡμποροῦμε νὰ
ἐγκαυχώμεθα, ἔπειτα ἀπὸ τόσον ὀλίγον χρόνον, μὲ
τὴν εὐφορίαν ποὺ διαπιστώνοµε καὶ ποὺ παντοῦ ἀλλοῦ θὰ ἦτο ἀκατανόητος καὶ ἀνεξήγητος. Ἔτσι ἐξηγεῖται, τέλος, ἡ εὐχέρεια μὲ τὴν ὁποίαν ἀποκατεστάθη ἡ ἑνότης καὶ ἡ κοινωνικἡ εἰρήνη εἰς µίον Χώῥραν, ποὺ πρὸ τριὼν ἀκόμη ἐτῶν ἐφαίνετο ἀμεσώτατα
ἀπειλουμένη ἀπὸ διπλῆν ἐμφύλιον σύρραξιν. Τὴν µίαν
ποὺ παρεσκεύαζον ἑτεροκίνητοι αἱ σκοτειναὶ δυνάµεις ποὺ σωνεκρότησε καὶ ἐδῶ, ἐπωφελουμένη τῆς
κρατικῆς ραθυµίας, ἡ παγκόσμιος ἀνατρεπτικὴ ὀργάνωσις, καὶ τὴν ἄλλην, ποὺ ἐζήτουν νὰ ἐξαπολύσουν αἱ χρονίως συντηροῦσαι, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἕνα ἁδικαίωτον ἐσωτερικὸν διχασµὀν, πολιτικαὶ φατρίαι,
(φωτό ἀριστερά)
Σήμερον, τὴν στιγμὴν ποὺ κάµπτοµε τὸ τέταρτον ἔτος ἀπὸ τῆς ἱστορικῆς Μεταβολῆς, δικαιούµεθα, χωρὶς περιττὴν ἔπαρσιν ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλην τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀξίας τῆς συντελεσθείσης δημιουργίας, ν᾿ άνακεφαλαιώσωμε ἐποπτικὰ τὰς ἰδέας ποὺ ἐνέπνευσαν, ἐγονιµοποίησαν καὶ κατευόδωσαν τὸ ἔργον µας.
Μᾶς καταλογίζουν ὅτι κατελύσαμε τὰς ἐλευθερίας τοῦ Λαοῦ, καὶ ὀφείλομε νὰ ἐπανορθώσωμε τὴν
παρανόησιν. Διότι πέραν τῆς συµβατικότητος αὐτῆς
ταύτης τῆς ἰδέας τῶν ἐλευθεριῶν, ἡ ἔνστασίς µας εἰς
τὸ σημεῖον αὐτὸ εἶναι βαθυτέρα. Θὰ μᾶς ἦτο εὔκολον,
πολὺ εὔκολον, ν᾿ ἀμφισβητήσωμε τὴν φιλαλήθειαν τοῦ
περὶ ἐλευθεριῶν μύθου. Ἀλλὰ αὐτὸ ὁδηγεῖ εἰς θεωῥρητικὴν ἀπεραντολογίαν. Ἄλλως τε ἡ κατηγορία εἶναι βασικῶς ἄτοπος. Ἀπλούστατα διότι δὲν ἡμπορεῖ νὰ γίνεται λόγος περὶ καταργήσεως τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ Λαοῦ, τὴν στιγμὴν ποὺ ἡμεῖς κατηργήσαµε
τὴν πλασματικὴν ἔννοιαν τοῦ Λαοῦ, ὅπως τὸν ἐννοεῖ
ὁ Κοινοβουλευτισμός. Τὸν κατηγορήσαµεν ὡς συµβολικὸν φορέα καὶ ὡς σκοπὸν τῆς πολιτικῆς ἐνεργείας,
διότι τὸν ἀντικατεστήσαμε μὲ τὸ Ἓθνος.
Κατηργήσαμεν αὑτὸ τὸ ρευστόν, τὸ παροδικὀν καὶ τὸ ἀπροσδιόριστον, τὸ ὁποῖον--καὶ ἂν τὸ πάρωμεν ἀκόμη ὡς
σύνολον, ποὺ δὲν θὰ ἦτο σωστόν, ἀφοῦ ὁ Κοινοβουλευτισμὸς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται ἄλλως, παρὰ ὡς συµβατικὴν πλειονότητα τοῦ σώματος τῶν ἐκλογέων,-- δὲν
ἀντιπροσωπεύει παρά τὰς διαθέσεις καὶ τὰς ροπὰς
μιᾶς ὡρισμένης στιγμῆς, διὰ νὰ τοποθετήσωµεν εἰς
τὴν θέσιν του τὸ αἰώνιον Ὃν, ποὺ αὐτὸ µόνον, εἰς τὴν
διάρκειάν του, δικαιοῦται νὰ εἶναι ὁ φορεὺς καὶ τὸ
ἀντικείμενον τῆς πολιτικῆς δημιουργίας.
Απὸ τὴν ἀντικατάστασιν αὐτὴν ἐπήγασαν ὅλαι αἱ πράξεις µας
καὶ μεταξὐ αὐτῶν ἡ βασικωτέρα ὅλων: Ἡ ἐπιβολὴ
εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τῆς Χώρας τοῦ
ζυγοῦ ἑνὸς ρυθμοῦ ἐνιαίου καὶ
ἑνὸς σκοποῦ. ᾿Εὰν ὁ ζυγὸς τῆς τάξεως, ποὺ
διακρίνει τὴν κοινωνίαν ἀπὸ τὴν ἀγέλην, εἶναι δουλεία, εἶναι ἀληθὲς ὅτι κατηργήσαµεν τὰς ἐλευθερίας. Ἐάν ὁ ζυγὸς τῶν ἐνιαίων σκοπῶν καὶ τῆς ἑνιαίας
προσπαθείας καὶ ὁ συντονισμὸς καὶ ἡ ἐναρμόνισις
ὅλων τῶν δυνάµεων καὶ ὅλων τῶν ἱκανοτήτων, διά τὴν
πραγµατοποίησιν μείζονος ἀποτελέσματος, δὲν εἶναι
ἡ ὑψηλοτέρα ἔκφρασις τῆς ἐλευθερίας, ἡ κατηγορία
ποὺ μᾶς ἐπιρρίπτουν εἶναι ὀρθή. Ἐπειδὴ ἐλυτρώθημεν
καὶ ἐλυτρώσαμεν συγχρόνως τὸ Κράτος ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσιν τοῦ νὰ µερίζεται καὶ νὰ δουλώνεται εἰς τὴν
πλειοψηφίαν τῶν ψηφοφόρων, νὰ ρυθµίζῃ τὰς πράξεις
του κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις των, κατωρθώσαµε ν᾿ αὐξήσωμε καὶ τὴν ἐπιβολὴν καὶ τὴν δύναμιν, ἀλλά καὶ τὴν
ἀπόδοσιν τοῦ Κράτους. Ἄν αὐτὸ εἶναι κατάργησις
τῶν ἐλευθεριῶν, τὴν δεχόµεθα τὴν κατηγορίαν χωρὶς
φόθον. Ἄν διότι ἁπηλλάξαμε τὸ Κράτος ἀπὸ τὴν
δουλείαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐτέλει ἀπέναντι τοῦ ἀνευθύνου ψηφοφόρου, τοῦ ὁποίου μὲ φενακισμούς, εἰς στιγμάς ὀχλικῆς φορᾶς καὶ διανοητικῆς κραιπάλης, ὑπέκλεπτε τὴν ἐμπιστοσύνην ὁ πρῶτος τυχὼν τραπεζορήτορας καὶ τὸ ἑκάμαμε αὐτὸ διὰ νὰ θέσωµε λυτρωμένον καὶ ηὐξημένον τὸ κῦρος καὶ τὴν δύναμιν τοῦ
Κράτους εἰς τὴν ἀποτελεσματικὴν ὑπηρεσίαν τοῦ συνόλου τῶν Ἑλλήνων, τῶν νέων καὶ τῶν γερόντων, τῶν
ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, ἐκείνων ποὺ ἑψήφιζον καὶ
ποὺ δὲν εἶχον ψῆφον, καί, περισσότερον ἀκόμη, ἑκείνων ποὺ ἠγωνίσθησαν καὶ ἔζησαν δημιουργοῦντες ἐπὶ
τριανταπέντε αἰῶνας τὴν Ἑλληνικὴν ἱστορίαν καὶ
ἐκείνων ποὺ θὰ τὴν συνεχίσουν ἐφ᾽ ὅσον θὰ ὑπάρχῃ ὁ
Κόσμος, ἐπεβάλαμε τυραννίδα, τὸν δεχόµεθα ὑπερηφάνως τὸν τίτλον τῶν τυράννων. Οὔτε θὰ εἴμεθα
ἀσφαλῶς ἡμεῖς, δὲν θἀ εἶναι δηλ. τὸ καθεστὼς τῆς
4ης Αὐγούστου, ἡ µόνη τυραννὶς εἰς τὴν ἱστορίαν, ποὺ
ἐθεμελίωσεν ἀναγέννησιν. Ὁπωσδήποτε εἴμεθα πρόθυµοι νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι ἠσκήσαμεν αὑστηράν τὴν
ἐπιβολὴν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Κράτους ἐναντίον πάσης κακοποιοῦ καὶ διαλυτικῆς µανίας. ᾿Εναντίον τῶν
ὀργάνων τῆς κοινωνικῆς ἀνατροπῆς. Εναντίον τῶν
ἐχθρῶν τῆς τάξεως καὶ τῆς κοινωνικῆς εἰρήνης. Ἔναντίον τῶν ἀνθρώπων πού, παρασιτοῦντες εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν τοῦ καφενείου, ἐλάμβανον τὸ θράσος ὄχι µόνον νὰ ὁμιλοῦν ἐξ ὀνόματος τῶν ἐργαζομένων Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ νὰ κατευθύνουν καὶ νὰ ρυθμίζουν τὰ
πράγματα τῆς Πατρίδος, Ἄν αὐτὴν τὴν ἄσκησιν τῆς
ἰσχύος καὶ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Κράτους ὀνομάζουν κατάργησιν τῆς ἐλευθερίας, ἀποδεχόμεθα χωρὶς ἀντιλογίαν τὴν εὐθύνην, ὡς τιμήν.
(φωτό ἀριστερά)
Ἄλλως τε δὲν ἠρνήθημεν ποτὲ ὅτι ἡ Μεταβολὴ
τῆς 4ης Αὐγούστου κατήργησε τὴν ἀνεύθυνον ἀσυδοσίαν. Οὔτε ἠρνήθημεν ὅτι κατωχύρωσε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ
ὅσια τοῦ Ἔθνους ἐναντίον πάσης βεβηλώσεως καὶ
ἑναντίον παντὸς ὑβριστοῦ. Οὔτε ὅτι ἔθεσε φραγμοὺς
εἰς τὴν ἀνεξέλεγκτον κυκλοφορίαν καὶ διάδοσιν τῶν
διαλυτικῶν ἰδεῶν ποὺ ἤρχοντο ἀπὸ τὴν παρακµάζουσαν Δύσιν καὶ ἀπὸ τὸν ζοφερὸν Βορρᾶν, μὲ τὴν ἀκράδαντον πίστιν ὅτι ὤφειλε νὰ τὸ ἔχῃ κάµει προοτατεύουσα τὴν ψυχικὴν ὑγείαν τοῦ Ἔθνους, Καὶ δικαιούμεθα ν᾿ ἀποροῦμε μὲ τὴν σειράν µας δι᾿ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ δέχονται ὡς τὸ φυσικώτερον τῶν
πραγμάτων τὴν ἁπομόνωσιν τῶν φορέων παντὸς µεταδοτικοῦ µολύσματος ἢ νόσου, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν σωµατικὴν ὑγείαν τῶν ὁμοίων των, ἐπιμένουν ν᾿ ἀποκρούουν καὶ νὰ κατακρίνουν τὴν ἄσκησιν τῶν ἰδίων μέτρων, ὅταν πρόκειται νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὰς µολύνσεις αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁπωσδήποτε, ἂν ἡ
κατηγορία ὅτι κατηργήσαμεν τὰς ἐλευθερίας ἔχῃ ὡς
βάσιν τὴν (κατάργησιν ὅλου ἐκείνου τοῦ διαλυτικοῦ
συστήµατος τῶν κακοποιῶν ἀσυδοσιῶν, ὁμολογοῦμεν
τὴν ἐνοχήν µας ἀδιστάκτως, ἀλλά καὶ χωρὶς τὴν ἐλαχίστην διάθεσιν µετανοίας. Καὶ δὲν ἀμφιβάλλομεν
ὅτι τὸν τρόπον τῆς σκέψεώς µας τὸν συμμερίζεται τὸ
Ἓθνος ὁλόκληρον.
Αν ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ ἑπέρασαν ἔχῃ
ἀμβλυνθῇ μερικῶν ἡ μνήμη, ἂς μνημονεύσωμεν ὁλίγας ἀπὸ τὰς περιφήµους ἐλευθερίας, ποὺ κατέλυσεν
ἡ 4η Αὐγούστου:
Τὴν ἐλευθερίαν τῆς διδασκαλίας
καὶ διαδόσεως τῆς θεωρίας τοῦ µίσους, τῆς κατὰ εἴδη
ἐργασίας καὶ κατ ἐπαγγέλματα διαιρέσεως τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδίου γένους καὶ τῆς ἀπηνοῦς ἀλληλεξοντώσεως πλουσίων καὶ πτωχῶν.
Τὴν ἐλευθερίαν τοῦ
διασυρμοῦ καὶ τῆς βεδηλώσεως τῶν θείων, τῆς ἀρνήσεως τῆς ἠθικῆς παραδόσεως τοῦ Ἓθνους, μὲ τὸ
φῶς τῆς ὁποίας κατώρθωσε τοῦτο νὰ νικήσῃ τὸν θάνατον τῆς δουλείας καὶ ν’ ἀναστηθῇ εἰς νέαν αὐτοτελῆ
ζωήν, ᾿
Ακόμη τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἀρνήσεως ἐργασίας,
τῆς ἀρνήσεως δηλαδἡ τῆς στοιχειώδους ὑπηρεσίας, μὲ
τὴν ὁποίαν τὸ ἄτομον ἐξαγοράζει τὸ δικαίωµα τοῦ
κοινωνικῶς ζῆν.
Αὐτὰς τὰς ἐλευθερίας τὰς κατελύσαμε πράγματι ὅλας καὶ δὲν διεκδικοῦµε διά τὴν κατἀργησίν τῶν παρά τὴν ἀναγνώρισιν, ὅτι ἐνηργήσαμε
διὰ λογαριασμὸν τοῦ Ἔθνους, ὅπως θά ἐνήργει ὁ
ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον ἀπειλῶν στρεφοµένων κατά τῆς ζωῆς του.
Διότι ἀφωπλίσαμε τὰς ἀπειλάς καὶ ἐτιθασεύσαμε
τὰς καταστροφικἁς µανίας, ποὺ ἐστρέφοντο ἐναντίον
τῆς Ἑλλάδος. Διότι ἀνεστηλώσαμε τὴν ἀξίαν τῆς ἑργασίας, τῆς ἐργασίας ποὺ δὲν εἶναι µόνον σὔσσωρευτὴς ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ καὶ ψυχικῆς εὐφορίας.
Διότι ἐπάνω εἰς τὸ βάθρον τῆς ἐργασίας ἑστερεώσαμε
τοὺς δεσμοὺς τῆς ἀλληλεγγύης τῶν ἀνθρώπων. Διότι
ἐπαγιώσαμεν τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὀμόνοιαν, τὴν εὔτακτον ἁρμονίαν ἐντὸς τοῦ ἐθνικοῦ οἴκου. Διότι ἀνεστηλώσαμεν τὴν ἀγάπην καὶ τὴν κατανόησιν ἐκεῖ ὅπου
ἐμαίνοντο τὰ µίση, οἱ φθόνοι καὶ ἡ τυφλἠ ἀνταρσία.
Διότι ἀνεστηλώσαμεν τὴν ἱεραρχικὴν τάξιν εἰς τὸ
πλαίσιον τῆς Πολιτείας καὶ ἀνεστήσαμεν τὴν ἰδέαν
τοῦ χρέους πρὸς τὸ παρελθόν, τοῦ χρέους πρὸς τὸ
παρὸν καὶ πρὸς τὸ µέλλον, διὰ νἁ διοχετεύσώµεν εἰς
τὴν κοίτην του πειθαρχηµένην καὶ εὔτακτον ὅσον ποτὲ
καὶ ὅσον ποτὲ ἄλλοτε πλουσίαν, δηµιουργικἠν καὶ γόνιµον τὴν δύναμιν τοῦ Ἓθνους, ἀναμένομεν ἤρεμοι τὴν
κρίσιν τῆς ἱστορίας,
Ἐζήσαμε τρία χρόνια ἐντόνου ζωῆς. Τρία χρόνια
γεμᾶτα προσπάθειαν καὶ µόχθον. Τὸ πόσον ηὐλογήθη
ὁ καρπὸς τῶν ἔργων µας, τὸ βλέπομεν ὅλοι, παντοῦ.
Εις τὴν καθολικὴν εὐφορίαν, τὴν ὁποίαν ἑτονίσαμεν
εἰς τὴν ἀρχήν. Εἰς τὴν ἄνοδον ποὺ ἐσημείώσαν ὅλοι οἱ
κλάδοι καὶ ὅλοι οἱ τομεῖς τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς µίαν ἐποχὴν συντόνου ὑλικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ
τῆς Χώρας, εἰρηνικοῦ καὶ πολεμικοῦ, τὰ ἐθνικὰ ἀποθέµατα ηὐξήθησαν, ἑνῷ ἡ στάθµη τῆς ζωῆς τοῦ Λαοῦ
ἀνήρχετο συνεχως, μᾶς δίδει, αὐτὸ µόνον, συνοπτικὴν
τὴν ἀπόδειξιν ὅτι εἰργάσθημεν καλῶς καὶ ὅτι ηὐλογήθη ὁ καρπὸς τῆς ἐργασίας µας, Τὸ ἴδιον αὐτὸ γεγονὸς πιστοποιεῖ ἐπίσης ὅτι νέον πνεῦμα, γόνιµον,
ἔπνευσεν ἐπάνω ἀπὸ τὴν Χώραν καὶ εἰς τὰς ψυχὰς τῶν
ἀνθρώπων. Ὅτι νέαι ζωτικαὶ πηγαὶ πίστεως καὶ ἐνθουσιασμοῦ ἀνέβλυσαν εἰς τὸν Τόπον αὐτόν, νέαι ἀπόψεις καὶ νέαι προοπτικαὶ δυνατοτήτων διηνοίχθησαν,
ὅτι νέα ἐποχὴ ἱστορίας χαράζει ἐπάνω ἀπό τήν Ἑλλάδα. Κανεὶς δὲν πρέπει ν᾿ ἀμφιβάλλη, ὅτι δὲν θὰ μᾶς
λείψῃ οὔτε ἡ θέλησις, οὔτε ἡ δύναμις διὰ τὴν συνέχισιν τῆς ἀνόδου καὶ ὅτι τὸ βῆμα μας, πτερωµένον ἀπὸ
βεβαιότητα διά τὸ ὀρθὸν τῆς πορείας, θὰ γίνεται κάθε
µέρα σταθερώτερον καὶ γοργότερον,
Εἰς µίαν ἐποχὴν γεμάτην ἀπὸ ἀβεβαιότητα, µέσα
εἰς ἕνα Κόσμον ἀνήσυχον καὶ ταραγµένον, γεμᾶτον
κινδύνους καὶ γεμᾶτον φόβους, ἐπετύχαμε νὰ συσπειῥρώσωμε πειθαρχηµένην καὶ ὁμονοοῦσαν τὴν ἐθνικὴν
οἰκογένειαν γύρω ἀπὸ τὰ ἀκατάλυτά της ἱερά. Τοῦτο
ἤδη εἶναι µία νίκη. Εἶναι µία βεβαιότης καὶ μία ἀσφάλεια.
Ἐάν αἱ ἀντιθέσεις ποὺ χωρίζουν τὴν Εὐρώπην
καὶ τὸν Κόσμον πρὀκειται, ὅπως ἐλπίζομε καὶ εὐχόμεθα, νά ὑπερνικηθοῦν, ἂν αἱ δυνάμεις τῆς ἀγάπης
κατισχύσουν ἐπὶ τῶν δυνάµεων τοῦ μίσους, θὰ ἔχωμεν
ὅλην τὴν εὐχέρειαν, κατευθύνοντες καὶ συντονίζοντες
τὴν ἐθνικὴν ἐργασίαν, ν᾿ αὐξήσωμεν τὴν ἔντασιν καὶ
τὴν ἀπόδοσίν της τόσον, ὥστε νὰ ἐπαρκῇ αὕτη εἰς
τὸ νὰ ἐξασφαλίσῃ εἰς τὸν Λαόν µας τὸ ὅριον ἐκεῖνο
τῆς ἀνέτου ζωῆς, πού, ἑνῷ δὲν γίνεται ἀγωγὸς μαλθακότητος καὶ θηλυπρεπείας, κατασφαλίζει τὴν βεβαιότητα διὰ τὴν ἐπαύριον, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ παύῃ
νά συντηρῇ τὸ πνεῦμα ἐκεῖνο τῆς ἐγρηγόρσεως, ποὺ
εἶναι ἁπαραίτητον διά τὰ ἔθνη, ὅταν θέτουν εἰς ἑαυτὰ
σκοποὺς ἀνωτέρους τῆς ὑλικῆς εὐημερίας.
Ἄν πάλιν
εἶναι ἀναπότρεπτον ἡ Εὐρώπη νὰ τερµατίσῃ τὴν
ἠγεµονίαν της ἐπὶ τοῦ Κόσμου εἰς ἕνα νέον πόλεμον, ἕνα πόλεµον ποὺ τὸν ἐγνώρισε παλαιότερον ἡ Χώρα αὐτὴ ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ Πελοποννησιακοῦ, πρέπει νὰ λογιζώµεθα εὐτυχεῖς, διότι ἡ καταιγὶς θὰ εὕρῃ τὴν Χώραν µας μὲ ηὐξημένην τὴν ἀντοχήν της καὶ ἱκανὴν ν᾿ ἀντιδράσῃ, ἡνωμένη, ὡς εἷς ἄνθρωπος, ἐναντίον οἰασδήποτε ἀντιξοότητος,
ἠγεµονίαν της ἐπὶ τοῦ Κόσμου εἰς ἕνα νέον πόλεμον, ἕνα πόλεµον ποὺ τὸν ἐγνώρισε παλαιότερον ἡ Χώρα αὐτὴ ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ Πελοποννησιακοῦ, πρέπει νὰ λογιζώµεθα εὐτυχεῖς, διότι ἡ καταιγὶς θὰ εὕρῃ τὴν Χώραν µας μὲ ηὐξημένην τὴν ἀντοχήν της καὶ ἱκανὴν ν᾿ ἀντιδράσῃ, ἡνωμένη, ὡς εἷς ἄνθρωπος, ἐναντίον οἰασδήποτε ἀντιξοότητος,
Κδς
Ἀπό τό περιοδικό « Ἡ Νεολαία », Αὔγουστος 1939,ἐδῶ
Ἡ Πελασγική
Οτι μισούν οι αριστεροί-<>, ΔΕΞΙΑ = ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ - ΒΑΣΙΛΕΙΑ -ΜΕΤΑΞΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ , ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ Αγαπούμε ΟΙ ΕΛΛΉΝΕΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή