Ξέρω πώς τό μεγαλύτερο ποσοστό τοῦ κόσμου βαριέται τήν Ἱστορία. Ἀποφεύγει νά διαβάζῃ μακροσκελῆ κείμενα κυρίως ὅταν ἀναφέρονται σέ γεγονότα ἱστορικά μέ μάχες καί συναφή θέματα. Ὅμως,θά τό ἔχετε ἤδη καταλάβει,πώς προτιμῶ νά ἀνφέρομαι κατά τό πλεῖστον στήν Ἱστορία,καί ὄχι μόνον τῆς Ἑλλάδος πού αμεσα μᾶς ἀφορᾷ ἀλλά καί σέ ἱστορικά θέματα παγκοσμίας Ἱστορίας, παρά ν᾿ἀσχοληθῶ μέ τό τί ἀνοησία ξεστόμισε ὁ πᾶς εἷς πολιτικάντης ἤ πᾶσα μία πολιτικάντισσα ποιός ἤ ποιά μᾶς ἐπιδεικνύεται ...σωματικῶς καί κάθε μία ἄλλη ἀνοησία πού κατά κόρον βλέπει κανεις κυρίως στά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως, ἀλλά κι᾿ὄχι μόνον...
Ἡ Ἱστορία λοιπόν δέν χρησιμεύει ἁπλῶς γιά νά τήν μαθαίνει κανείς ἀλλά πρωτίστως γιά νά μαθαίνει ΜΕΣΩ αὐτῆς. Νά λειτουργεῖ δῆλα δή,παιδαγωγικά στόν κάθε ἕναν ἀναγνώστη καί νά μπορεῖ νά χρησιμεύει ὡς παράδειγμα στήν καλλιτέρευσιν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἀπό τά παθήματα τῶν προγόνων καί νά γεμίζῃ ὑπερηφάνεια ἀπό τά κατορθώματα καί τίς ἡρωϊκές σελίδες τῆς ἱστορικῆς μας κληρονομιᾶς. Ὅμως τό πλέον βασικό γιά ἕναν λαό πού ἀγαπᾶ καί ἐπιδιώκει τήν γνώσιν τῶν ἱστορικῶν του σελίδων εἶναι ἡ διατήρησις τῆς Ἱστορικῆς Μνήμης γιά τά μεγάλα γεγονότα πού στιγμάτισαν τήν Ἱστορία του καί τήν πορεία του μέσα στόν χρόνο. Κατορθώματα,Ἔπη, χρυσές σελίδες Πολιτισμοῦ, Ἐπίστήμης καί μεγάλων Προσωπικοτήτων κάτι πού ἐμεῖς ὡς Ἕλληνες διαθέτουμε καί μέ τό παραπάνω...
Πᾶμε νά ᾿δοῦμε μια ἀκόμη τέτοια χρυσῆ σελίδα στήν Ἱστορία μας πού ἀναφέρεται στήν Ἱστορική Μάχη Κιλκίς -Λαχανᾶ 19-21 Ἰουνίου τοῦ 1913, κατά τού Βαλκανικούς Πολέμους. Μία μάχη πού καθόρισε τό μέλλον τῆς Μακεδονίας μας. Σ᾿ἀντίθεσιν μέ τούς σημερινούς πολιτικάντηδες,προδότες, πού ὅλα αὐτά τά πέταξαν στόν κάλαθο ὡς ἄχρηστες μνήμες καί θυσίες ἄνευ ἀντικρίσματος. Ἡ Ἑλληνική Μνήμη δέν σβήνεται ὅμως καί ἀργά ἤ γρήγορα ὁ καθείς λαμβάνει ὅ,τι τοῦ ἀναλογεῖ.
Ἐμεῖς σήμερα θά θυμηθοῦμε ἐκεῖνες τίς ἱστορικές στιγμές, ὅταν ἡ τύχη τῆς Μακεδονίας ἦταν σέ χέρια Ἡρώων. Εὐτυχῶς !!!
19/21 Ἰουνίου 1913 – Μάχη Λαχανά, 1ο Σύνταγμα Εὐζώνων
(Διήγηση τοῦ Εὔζωνος Δεκανέα Γιώργου Κοκκίνη, 9ο Τάγμα Εὐζώνων, 1ο Σύνταγμα Εὐζώνων, 6η Μεραρχία [1])
Παρουσιάστηκα στό Τάγμα στίς 17 Σεπτεμβρίου, πρώτη μέρα τῆς ἐπιστράτευσης. Καί δέν θά σᾶς κρύψω ὅτι λαχταροῦσα τή στιγμή πού θά μέ καλοῦσε ἡ Πατρίδα ξανά στά ὅπλα. Γιατί εἶχα πολεμήσει καί τό 1897 καί εἶχα μέσα μου βαριά τή ντροπή τῆς ἥττας ἐκείνης. Καί τώρα στά 37 μου, αἰσθανόμουν ἀκόμα γερός καί χρήσιμος. Εἶχα πάρει καί «σαρδέλα», καί εἶχα γίνει Δεκανέας.
Ὁ 1ος Βαλκανικός Πόλεμος ἦταν σάν περίπατος, σέ σχέση μέ τό 2ο. Ἀλλά πολύ μακρύς περίπατος!
Ξεκινήσαμε ἀπό τά Τρίκαλα, καί στίς 6.30 τό πρωί τῆς 6ης Ὀκτωβρίου περάσαμε τά σύνορα τῆς Μελούνας καί στίς 17.00 φτάσαμε στήν Τσαρίτσανη, ὅλο κέφι, σάν νά πηγαίναμε ἐκδρομή. Ὁ Ἀντισυνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόπουλος, Διοικητής τοῦ 1ου Συντάγματος Εὐζώνων, τοῦ Συντάγματός μας, εἶχε σημειώσει τότε στό ἡμερολόγιό του:
«Ὁ καιρός καλός, ἡ ὑγεία τῶν ἀνδρῶν ἐξαίρετη παρά τήν μεγάλην ἔλλειψιν ὕδατος καί τροφῆς.
Πειθαρχία καλή, οὐδείς παρετηρήθη ἤ ἐγόγγυσεν διά τήν στέρησιν ἤ τήν κόπωσιν.»
Καί ὁ «περίπατος» συνεχίστηκε. Μέχρι νά φτάσουμε στά Γιαννιτσά [2], ἄς εἶναι καλά οἱ συνεχεῖς πορεῖες καί ἡ πεῖνα, δέν εἶχε μείνει ἐπάνω μου οὔτε ἴχνος λίπους, ὅλοι οἱ μῦς μοῦ διαγράφονταν καθαρά, καί ἔνοιωθα σάν εἰκοσάρης.
Στά Γιαννιτσά εἴχαμε τίς πρῶτες ἀπώλειες καί ἦταν βαριές. Ἐκεῖ ἔπεσε ἡρωικά καί ὁ Διοικητής μας, ὁ Τχής Νικόλαος Γεωργούλης, καθώς καί ὁ Ὑπασπιστής του, ἐνῶ τραυματίστηκαν τρεῖς Ἀξιωματικοί καί ἕνας Ἀνθυπασπιστής. Ἀλλά κυριεύσαμε 8 πυροβόλα καί 4 πολυβόλα. Χάσαμε ὅμως 4 Ἀξιωματικούς καί 21 Ὁπλῖτες, ἐνῶ τραυματίστηκαν 4 ἀκόμη Ἀξιωματικοί καί 122 Ὁπλῖτες.
Στή μάχη αὐτή ξοδέψαμε πάνω ἀπό 36.000 σφαῖρες, τόσο σκληρή ἦταν! Ἀλλά μᾶς ἔγινε ἡ μεγάλη τιμή, τό πρωί τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, νά παρελάσουμε πρῶτοι στήν Θεσσαλονίκη, συνοδεύοντας τόν ἔφιππο Ἀρχιστράτηγο καί τό Ἐπιτελεῖο του, ἔχοντας ἐπί κεφαλῆς μας τό ἄλογο τοῦ ἥρωα Ταγματάρχη μας, μέ κρεμασμένο τό σπαθί, χωρίς τόν καβαλάρη.
Καί στά Γιάννινα, κερδίσαμε αἰώνια δόξα, ὅταν μέ τό νέο μας Διοικητή, τόν ἥρωα Βελισσαρίου, σπείραμε τή νύχτα τῆς 20ης Φεβρουαρίου τόν πανικό στούς Τούρκους μέ τήν τολμηρή μας διείσδυση, καί τούς ἀναγκάσαμε νά παραδοθοῦν [3].
Καί πήραμε τά Γιάννινα καί παρελάσαμε καί πάλι πρῶτοι, μέ τίμημα μόνο 9 νεκρούς καί 1 Ἀξιωματικό καί 62 ὁπλῖτες τραυματίες [4], ἔχοντας ρίξει μόνο 20.750 σφαῖρες! Οἱ συνολικές ἀπώλειες τοῦ Συντάγματός μας στόν 1ο Βαλκανικό, ἦταν 4 νεκροί καί 37 τραυματίες Ἀξιωματικοί, 65 νεκροί καί 427 τραυματίες Ὁπλῖτες.
Ἦταν σοβαρές οἱ ἀπώλειες αὐτές, ἀλλά, σᾶς τό λέω ἀπό τώρα, δέν ἦταν τίποτα μπροστά στήν ἑκατόμβη τοῦ 2ου Βαλκανικοῦ. Πού μόνο «περίπατος» δέν ἦταν. Ἀλλά καιρός νά σᾶς πῶ μέ λεπτομέρειες τί ἔγινε στόν πόλεμο αὐτό, ἀρχίζοντας μέ τή μεγάλη μάχη πού δώσαμε στό Λαχανά.
Τή μέρα πού ξέσπασε ὁ 2ος Βαλκανικός Πόλεμος, Δευτέρα 17 Ἰουνίου τοῦ '13, ἤμασταν στό Ἀσβεστοχώρι. Ἔκανα τήν ἀπογευματινή μου βόλτα, μαζί μέ τόν γιατρό τοῦ Συντάγματος τόν κ. Χριστόπουλο [5], πού εἶχε ἔρθει μέ φύλλο πορείας πρίν λίγες μέρες, ὅταν πήραμε τή Διαταγή ὅτι σέ μισή ὥρα πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ἀναχώρηση. Ἴσα πού πρόλαβα νά μαζέψω τούς ἄνδρες μου καί τά πράγματά μου, καί στίς 7 μμ τό Σύνταγμα ἦταν ἕτοιμο γιά ἀναχώρηση. Οἱ χωρικοί μᾶς ἀποχαιρέτησαν μέ δάκρυα στά μάτια. Συγκινητικός ἦταν καί ὁ ἀποχαιρετισμός τοῦ Ταγματάρχη μας τοῦ Βελισσαρίου μέ τή γυναῖκα του.
«Τί τά θέλεις τά φιλιά; Μοῦ τά δίνεις σάν γυρίσω» τῆς εἶπε, δίχως νά κατέβει ἀπό τό ἄλογό του. Καί ἐκείνη ψύχραιμη, τόν χαιρέτησε κουνῶντας το χέρι.
Δέν θά τόν ξανάβλεπε ποτέ [6].
Τό Σύνταγμα ἀναχώρησε γιά τά ὑψώματα τῶν χωριῶν Στάνοβο καί Λαϊνά, ὅπου εἴχαμε ἐντολή νά ἐγκαταστήσουμε προφυλακές καί νά ἐπαγρυπνοῦμε γιά τό φόβο νυχτερινῆς ἐπίθεσης.
Ἕνας Λόχος τοῦ δικοῦ μας Τάγματος ἔμεινε νά φυλάει τήν ὁδό Θεσσαλονίκης – Ἀσβεστοχωρίου.
Ὅλη τή νύχτα ἀκούγαμε πυροβολισμούς ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί τό πρωί μάθαμε ὅτι οἱ Βούλγαροι πού ἦταν ἐκεῖ παραδόθηκαν.
Ἦρθε καί ἡ Διαταγή ὅτι ἄρχιζε ἡ ἀντεπίθεση. Πρίν ξεκινήσουμε, παρατάχθηκε ὅλο τό Τάγμα κατά Διμοιρίες καί μᾶς μίλησε ὁ Βελισσαρίου. Μέ φωνή καί μέ βλέμμα πού δέν ἔκρυβαν τήν ἀγανάκτησή του γιά τήν ἄτιμη Βουλγαρική ἐπίθεση, μᾶς εἶπε τά ἑξῆς:
«Τιμημένα παλληκάρια μου. Αὐτή τή στιγμή λάβαμε διαταγή νά ἐπιτεθοῦμε κατά τοῦ ἄλλου μεγάλου ἐχθροῦ τῆς Πατρίδας μας, τοῦ πλέον μυαροῦ καί τοῦ πλέον ἀγρίου. Ἐσεῖς, πού ἡρωικά κάνατε ὡς τώρα τό καθῆκον σας, τιμῶντας τα ὅπλα σας καί τήν Πατρίδα, καλεῖσθε νά τιμωρήσετε τόν ἄγριο αὐτό ἐχθρό, πού σφάζει τούς ἀδελφούς μας, πυρπολεῖ τίς πόλεις μας καί τά χωριά μας καί ἀτιμάζει τίς γυναῖκες μας. Ἔγραψε στίς σημαῖες του "Ἐμπρός στήν Ἀθήνα". Καί ἐμεῖς λοιπόν παιδιά, ἐμπρός στή Σόφια! Ἐμπρός! Τό ἔχω κάνει ὅρκο στό Χριστό καί στήν Παναγιά. Τό θέλει κι ὁ κουμπάρος. Στή Σόφια! Οὔτε ρουθούνι νά μή μείνει ἀπό δαύτους στή Μακεδονία μας!»
«Ζήτου ἰ Ταγμτάρχ΄ς»
«Ζήτου του Ἠυζωνικό!»
«Στή Σόφια!»
«Ζήτου ἰ Κουμπάρ'ς!»
Προωθηθήκαμε ἀνάμεσα στήν 1η ΜΠ καί τό 18ο ΣΠ τῆς δικῆς μας 6ης ΜΠ. Μιά τρίωρη βροχή ἦταν καλοδεχούμενη, γιατί βοήθησε νά πέσει λίγο ἡ ζέστη καί νά δροσιστοῦμε. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, Τετάρτη 19 Ἰουνίου, ἤμασταν ἕτοιμοι γιά ἀναχώρηση ἀπό τίς 4 πμ. Γεμᾶτοι κέφι, σάν νά ἐπρόκειτο νά πᾶμε ἐκδρομή.
Ἡ Διαταγή μας ἦταν νά προελάσουμε κατά μῆκος τῆς ὁδοῦ τῶν Σερρῶν, μέ «ἀντικειμενικό σκοπό» τήν κατάληψη τοῦ ὑψώματος 605.
Ξεκινήσαμε κατά τίς 6 πμ, μέ ἐμπροσθοφυλακή τό Τάγμα μας τό 9ο, πίσω τό ὑπόλοιπο Σύνταγμα, καί μετά τά ἄλλα δύο Συντάγματα τῆς Μεραρχίας, τό 17ο καί τό 18ο καί μία Μοῖρα Πεδινοῦ Πυροβολικοῦ. Στό δρόμο συναντούσαμε Τούρκους χωρικούς, πού μᾶς ξεπροβόδιζαν. Μακριά μπροστά μας βλέπαμε τόν καπνό ἀπό τήν Πέροβα, τήν Ἑλληνικότατη Πέροβα, πού τῆς εἶχαν βάλει φωτιά οἱ Βούλγαροι. Πολλοί ἀπό μᾶς εἶχαν περάσει ὄμορφα στήν Πέροβα, καί τώρα καταριόμασταν τούς Βούλγαρους.
Ἡ ζέστη γινόταν πιό δυνατή ὅσο ἀνέβαινε ὁ ἥλιος, καί πρίν τό μεσημέρι σταματήσαμε στή Γιουβέσνα [7] γιά ἀνάπαυση.
Ἐκεῖ βρῆκε τήν εὐκαιρία νά μᾶς συγκεντρώσει ὁ Διοικητής μας, ὁ Ἀν/χης Παπαδόπουλος, γιά νά μᾶς μιλήσει:
«Ἀξιωματικοί καί Ὁπλῖτες [8]
Δέν θά προσπαθήσω, οὔτε κἄν θά ἀποπειραθῶ νά διεγείρω τόν ἐνθουσιασμό σας ἤ νά ὑπενθυμίσω τό ἱερώτατο καθῆκον πρός τήν Πατρίδα. Μετά ἀπό 14 νικηφόρες μάχες κατά τῶν Τούρκων ... θεωρῶ ἄκαιρο νά ἀπευθύνω πρός ἐσᾶς πομπώδεις ἐκφράσεις καί λόγια πού ἐνθουσιάζουν ... ἡ ἐπιθυμία μου, ἐμένα του Συνταγματάρχη καί συμπολεμιστή σας, εἶναι τά κατορθώματά σας νά εἶναι τέτοια πού νά δικαιώσουν τίς προσδοκίες τοῦ Βασιλιᾶ καί συμπολεμιστῆ μας, νά ἐκπλήξουν τόν κόσμο ὅλο καί νά γίνουν δίδαγμα γιά τίς ἑπόμενες γενεές Ἑλλήνων.
Οἱ πρώην σύμμαχοί μας οἱ Βούλγαροι, λένε ὅτι δέν μᾶς λογαριάζουν καί ὅτι σέ μιά μέρα θά μποῦν στή Θεσσαλονίκη.
Ἀλλά ἐμεῖς τούς ξέρουμε καλά.
Θά τούς ξεφτιλίσουμε ἀπό τήν πρώτη μάχη καί σ' ἕνα μῆνα θά μποῦμε στή Σόφια, μέ τά ἐμβατήρια νά τιμοῦν τό ἀήττητο Σύνταγμά μας, ὅπως τότε στά Γιάννινα.
Καί σεῖς Στρατιῶτες τοῦ Τάγματος Κρητῶν [9], πού πρώτη φορά θά πολεμήσετε μαζί μας, ξέρω ὅτι δέν θά ὑστερήσετε ἀπό τούς Εὐζώνους συναδέλφους σας.
Εἶμαι βέβαιος, ἀφοῦ εἶστε Κρητικοί κι ὁ Ταγματάρχης σας εἶναι ἕνας Κολοκοτρώνης!
Νά ἐπιτίθεστε πάντα μέ ἀκατάσχετη ὁρμή καί οὔτε νά σκεφτεῖτε ποτέ νά κάνετε ἕνα βῆμα πρός τά πίσω. Ἕνα βῆμα διαφέρει μόνο ἡ νίκη ἀπό τήν ἧττα. "Ἡ τύχη βοηθάει τούς τολμηρούς" λέει ἕνα ρητό. Ἀλλά ἐγώ σας λέω ὅτι "οἱ τολμηροί δημιουργοῦν τήν τύχη τους". Εἶμαι βέβαιος ὅτι, πρίν δύσει σήμερα ὁ ἥλιος, θά νικήσουμε νίκη περήφανη καί θά ἐμπνεύσουμε τόσο φόβο στόν ἐχθρό πού ὅποτε μᾶς βλέπει θά φεύγει τρέχοντας νά σωθεῖ.»
2.750 Ὁπλῖτες καί Ἀξιωματικοί, ὅλη ἡ δύναμη τοῦ Συντάγματος, ξεσπάσαμε σέ ζητωκραυγές.
«Ζήτου ἰ Συνταγμτάρχ΄ς»
«Ζήτου ἰ Βασιλιᾶς μας!»
«Στή Σόφια πηδιά!»
«Ζήτου κι οἱ λεβέντις τῆς Κρήτ'ς !!!»
«Ζήτω οἱ τσολιάδες!»
Καί ὅλο τό Σύνταγμα ἔπιασε τό τραγούδι μᾶς «αὔριον πάω στόν πόλεμον».
Κάναμε τό σταυρό μας καί ξεκινήσαμε.
Καί πρίν τίς 1.30 μμ, συναντήσαμε τά πρῶτα ἐχθρικά τμήματα, στά ὑψώματα πρίν τό χωριό Κλέπε [10]. Ὁλόκληρο τό Σύνταγμα μπῆκε στή μάχη, πήραμε τό Κλέπε, ἀλλά καί τά Στεφάνια καί τό Καρατζάκιοϊ [11].
Τά ἐχθρικά πυροβόλα, μή βρίσκοντας ἀντίπαλο, ἀφοῦ τά δικά μας δέν μποροῦσαν νά ταχθοῦν στίς χαράδρες, ἔριχναν μέχρι τήν ὕστατη ὥρα. Οἱ Βούλγαροι, κατάπληκτοι ἀπό τήν ὁρμή μας, ὑποχωροῦσαν γιά νά σωθοῦν πρός τό 605. Μερικοί γενναῖοι καί ὅσοι δέν προλάβαιναν, μείνανε γιά πάντα στά χαρακώματά τους, λογχισμένοι ἀπό τούς ἀγριεμένους Εὐζώνους καί τούς Κρῆτες. Ἡ λόγχη ἀνέτρεψε τή λογική τοῦ πολέμου, πού ἔλεγε ὅτι ἀκάλυπτο Πεζικό δέν μπορεῖ νά ἐπιτεθεῖ σέ περιχαρακωμένο πεζικό καί πυροβόλα.
Στή μάχη αὐτή μιά σφαῖρα χτύπησε τό τακούνι τοῦ Ταγματάρχη μας καί στή συνέχεια τραυμάτισε τό ἄλογό του, τόν ἀγαπημένο του «Μαῦρο».
Πύρρος ἦταν τό ὄνομά του, ἀλλά ὅλοι τόν φωνάζαμε «Μαῦρο», μέχρι πού τό κόλλησε κι ὁ Βελισσαρίου.
Μέ αὐτόν εἶχε γυρίσει ὅλη τήν Ἤπειρο καί τή Μακεδονία. Καί τώρα εἶχε διαμπερές τραῦμα στήν κοιλιά καί αἱμορραγοῦσε. Πρός στιγμή, ὁ Μαῦρος γονάτισε ἀλλά μετά σηκώθηκε ξανά.
«Βάστα ρέ Μαῦρο» εἶπε δακρυσμένος ὁ καβαλάρης του. Ἀνέβηκε καβάλα σ' ἕνα ὕψωμα. Ὁ Μαῦρος ἄρχισε νά τρέμει καί δέ βάστηξε ἄλλο.
«Ἔπεσε ὁ Βελισσαρίου»
Ἔτρεχα μπροστά μέ τήν Ἐνωμοτία μου καί στό ἄκουσμα παγώσαμε ὅλοι.
«Δέν εἴνι τίπουτις, οὐ Μαύρους λαβώθηκι ... Εἴνι καλά οὐ ἀρχηγός!»
«Ἐμπρός παιδιά! Μαζί μέ τόν Ταγματάρχη μας!»
Οὐφ, δέν ἦταν τίποτα, ἦταν καλά ὁ ἴδιος. Δακρυσμένος, κοίταζε τό ἄλογό του πού ὑπέφερε, καθώς το αἷμα ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τήν κοιλιά του.
Χάϊδεψε τό κεφάλι του, τόν φίλησε, καί μετά ἔκοψε μερικές τρίχες ἀπό τό κάτω μέρος τῆς οὐρᾶς του, αὐτῆς τῆς μακριᾶς μαύρης οὐρᾶς πού εἶχε καί παρατσούκλι «ἡ κοτσίδα της τσούπας» καί τίς ἔβαλε σ' ἕνα παλιό πορτοφόλι πού εἶχε ...
«Κύριε Ταγματάρχα, γιατί κόψατε τρίχες ἀπό τό κάτω μέρος τῆς οὐρᾶς καί ὄχι ἀπό τήν χαίτη;» τόν ρώτησε ὁ Ὑπασπιστής του.
«Γιατί αὐτές οἱ τρίχες ἐσκούπισαν ὅλην τήν Ἤπειρον καί τήν Μακεδονίαν, καί θά τίς φυλάξω μαζί μέ τά μαλλιά τοῦ παιδιοῦ μου [12] ...
Καημένε Μαῦρε...
Πόσες φορές ἀγκαλιαστήκαμε στό θάνατο ...
Καί τώρα φεύγεις πρῶτος. Ποιός ξέρει;»
Σκούπισε τά δάκρυά του, σηκώθηκε, ἄλλαξε ἄλογο καί συνέχισε νά μάχεται ἔφιππος μέ τό σπαθί στό χέρι [13].
«Ἐμπρός παιδιά μου! Δέν εἶναι τίποτα!»
«Ἠμπρός τσουλιάδις! Νά τούς δείξουμι τούς γουρναραῖοι, πού βαρᾶν τά ἕρμα τά ζωντανά ...»
«Ἐμπρός μωρέ σύντεκνοι! Νά τσί δείξουμε τούς γουρουνάδες!» φώναζαν ἀπό δίπλα κι οἱ Κρητικοί.
Σφίγγαμε τό μάνλιχερ, σφίγγαμε τά δόντια καί προχωρούσαμε. Ἡ καρδιά μας χτυποῦσε πιό δυνατά ἀπό τά κανόνια τους. Οἱ Βούλγαροι πυροβολοῦσαν καί κορόϊδευαν. Βρίσκονταν σέ ψηλότερες θέσεις καί πλεονεκτοῦσαν. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἤξερε Ἑλληνικά καί φώναζε:
«Ἐλᾶτε κορόϊδα ... Ἐλᾶτε πιό κοντά νά σᾶς σκοτώσουμε πιό εὔκολα!»
Τό στόμα εἶναι μιά πύλη. Ἄν νοιώθεις ὅτι πάει νά μπεῖ μέσα σου ὁ φόβος, τό κλείνεις σφιχτά, ὅσο ν' ἀκοῦς τά δόντια σου νά τρίζουν. Ἄν νοιώθεις ὅτι δέν ἔχεις τί ἄλλο νά φοβηθεῖς, τ' ἀνοίγεις καί βγαίνουνε βρισιές καί κοροϊδίες.
«Μωρέ θάρθου κοντά καί θά σί κάν' νά φτύσ' του γάλα τῆς μάνας σ'»
«Κάνε τό σταυρό σ', γιατ' ἐσένα θά λουγχίσω πρώτονε!»
Οἱ Κρῆτες τοῦ 3ου καθηλώθηκαν στό Καρατζάκιοϊ ἀλλά τά 2 Εὐζωνικά Τάγματα συνέχισαν πρός τό 605, καταδιώκοντας τόν ἐχθρό. Ὁ Παπαδόπουλος πίεσε τό 3ο Τάγμα νά προχωρήσει κι αὐτό:
«Ἐμπρός παιδιά μου! Ἐμπρός διά τῆς λόγχης! Ἀπόψε θέ νά κοιμηθοῦμε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ!»
«Ἐπάνω τους παιδιά! Χτυπᾶτε τούς ἀρκουδιαραίους! Φᾶτε τους μέ τά δόντια» φώναζαν οἱ Λοχίες.
Ὁ λόφος τοῦ 605 φάνταζε ψηλός καί ἀπότομος μέσα στό πεδινό τοπίο, σάν νά εἶχε χυθεῖ πρός τά κάτω. Δυό μεγάλες βαθιές χαράδρες τόν σχίζουν κάθετα καί τό πράσινο στά χείλη τῶν χαραδρῶν θυμίζει ὅπως ξεχύνεται πρός τά κάτω τόν Ὁμηρικό ἰχῶρα, τό αἰθέριο ὑγρό πού εἶναι τό αἷμα τῶν θεῶν καί τῶν ἀθανάτων. Οἱ Βούλγαροι δέν φαντάζονταν ὅτι τό ὕψωμα αὐτό μποροῦσε νά παρθεῖ μέ τή λόγχη. Ἀλλά δέν ὑπάρχει ὕψος πού νά μήν τό φτάνει ἡ ψυχή τοῦ Εὐζώνου. Ἐπιτεθήκαμε καί μέ τά 3 Τάγματα καί πρίν τίς 5 ἡ ὥρα πήραμε τό 605.
Καί στήσαμε χορό σάν φτάσαμε στήν κορυφή. Κι ἕνας Εὔζωνος πού εἶχε τραυματιστεῖ στό πόδι, δέν μέ ἄφηνε νά δέσω τό τραῦμα του, παρά μου ἔβαλε τίς φωνές γιατί τοῦ ἔκρυβα τη ... θέα:
«Οὐρέ κάμ' ἀποῦ κεῖ! Μή μ' πιάνεις τούν τόπ' σ λιέου, καί δέν γλέπω του χορό!»
Μᾶς ἔβαλε σέ τάξη ὁ Βελισσαρίου:
«Κύριοι Λοχαγοί, νά παραταχθεῖ ἀμέσως το Τάγμα!»
Σάν παραταχθήκαμε, ἐκεῖ πού περιμέναμε ν' ἀκούσουμε συγχαρητήρια, αὐτός μας μάλωσε!
«Δέν σᾶς ἀγαπῶ. Δέν ἀξίζετε τίποτα! Κανένας σας δέν ἔκανε τίποτα. Μοναχά αὐτός ἐδῶ εἶναι γιά φίλημα καί γιά παράσημο!» εἶπε, δείχνοντάς μας ἕναν Δεκανέα τῶν πολυβόλων.
«Τί ἔκανεν αὐτούνους Κάπ'τάνιε;» ρώτησε ἕνας Εὔζωνος.
«Μόλις σᾶς εἶπα "γιουρούσ' μωρέ παλιόκορμα", αὐτός ἐδῶ ἐπῆγε σέρνοντας μέ τήν κοιλιά ἀπό τά πίσω στόν Βούλγαρο τόν πολυβολητή, καί τούμπηξε τή λόγχη. Καί μᾶς ἐγλύτωσε ὅλους ἀπό τό παλιομηχάνημα πού σπέρνει βόλια καί γεμίζει τόν τόπο κορμιά. Αὐτό ἔκαμε!»
«Ταχιά τά λέμε στοῦ Λαχανά» ἀπάντησε ὁ Εὔζωνος, μέ ὕφος πού ἤθελε νά δείξει ὅτι δέν θεώρησε καί σπουδαῖο τό κατόρθωμα τοῦ Δεκανέα.
Ὁ Βούλγαρος πολυβολητής, πού βρέθηκε πεσμένος πάνω στό πολυβόλο του, κρατῶντας ἀκόμη τήν ταινία στό χέρι, αἰφνιδιάστηκε ἐντελῶς. Ἡ ἐπίθεση μέ τή λόγχη σέ πολυβόλο, δέν περιγράφεται σέ κανένα στρατιωτικό ἐγχειρίδιο. Τήν τακτική αὐτή τή γέννησε ἡ πολεμική εὐφυΐα τοῦ Ἕλληνα Στρατιώτη.
Ἡ ἔφοδος στό 605 θά μείνει στήν Ἱστορία.
Μπροστά 24 τρουμπέτες, πίσω ἡ Σημαία, μετά ἡ πρώτη γραμμή μέ «ἐφ' ὅπλου λόγχη» καί πίσω οἱ ὑπόλοιποι, μέ τά ὅπλα «ἐπ' ὤμου», βαδίζοντας μέ βῆμα σάν σέ παρέλαση.
«Μή χαλάσει τό βῆμα, τό νοῦ σας τό βῆμα!» φώναζε ὁ Βελισσαρίου.
Τό ἄψογο βῆμα ἦταν ἡ ἰδιοτροπία του.
Σάν ἄρχισαν οἱ ἐχθρικές ὀβίδες, δόθηκε τό παράγγελμα γιά «ἀραίωση» καί «ἀκροβολισμό». Μετά, συνεχίσαμε μέ ἅλματα καί ἄρχισε ἡ ἀνταλλαγή πυρῶν.
Ἡ μάχη ἦταν σκληρή, καί τό 8ο ΤΕ ἔχασε τόν Διοικητή του, τόν Τ/χη Γεώργιο Ἰατρίδη, πού σκοτώθηκε ἀκαριαῖα ἀπό ἐχθρική ὀβίδα, πού σχεδόν τόν ἀποκεφάλισε, ἐνῶ τραυματίστηκε ἐλαφρά ἀπό θραῦσμα καί ὁ Παπαδόπουλος, πού πολεμοῦσε μαζί μας στήν πρώτη γραμμή. Ἀπό τό Τάγμα μας τραυματίστηκε ἕνας Διοικητής Λόχου. 40 νεκρούς καί 180 τραυματίες εἶχε τό Σύνταγμά μας τή μέρα ἐκείνη [14].
Μόνο ἄν σταθεῖ στήν κορυφή τοῦ 605 ἤ ἴσως κι ἀπό τό ὕψος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μπορεῖ κανείς νά συλλάβει τήν ἔκταση, τή σημασία καί τήν τρέλα αὐτῆς τῆς γιγαντομαχίας. Ὑπῆρξαν στιγμές πού τό τουφέκι καί ἡ λόγχη δώσανε τή θέση τους στά χέρια, τά νύχια καί τά δόντια. Γιατί οἱ Βούλγαροι, καί πρέπει νά τό ποῦμε αὐτό, πολέμησαν πολύ σκληρά.
Καί ἄν σᾶς φαίνεται σκληρό τό θέαμα ἑνός Ἕλληνα κι ἑνός Βούλγαρου Στρατιώτη πού πέθαναν ἀλληλολογχισμένοι, προσπαθεῖστε νά φανταστεῖτε τό θέαμα δύο Στρατιωτῶν πού σκοτώθηκαν ἀγκαλιασμένοι, γκρεμισμένοι στά βράχια, καθώς πιάστηκαν στά χέρια καί κατρακύλησαν μαζί. Καί ἔτσι ἀγκαλιασμένοι στό θάνατο, νά ἔχουν ἀκόμη μπηγμένα τά νύχια τους, ὁ ἕνας στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου ...
Τό Τάγμα Κρητῶν ἀνέφερε ὅτι εἶχε ἐξαντλήσει τά πυρομαχικά του. Καί ἐμεῖς εἴχαμε ὁλόκληρο Σύνταγμα ἀπέναντί μας καί χρειαζόμασταν ἐνισχύσεις. Ἦρθε εὐτυχῶς ἡ νύχτα καί σταμάτησε ἡ μάχη. Θάψαμε τούς νεκρούς μας καί ἔγινε ἀνεφοδιασμός σέ πυρομαχικά. Συσσίτιο οὔτε ἦρθε οὔτε μᾶς ἔλειψε. Μέ μιά γαλέτα καί νερό ξεγελούσαμε τήν πεῖνα μας. Ἦρθε καί σύνδεσμος ἀπό τήν 1η Μεραρχία ὁ Λοχαγός Πάγκαλος [15], καί ὁ Βελισσαρίου τοῦ ἐξήγησε πῶς εἶχε ἡ κατάσταση. Ἐνημερώθηκε καί ἡ Μεραρχία μας καί συμφωνήθηκε νά γίνει κοινή ἐπίθεση νωρίς τό ἑπόμενο πρωί.
Καί μιά λεπτομέρεια πού ἀξίζει νά σᾶς ἀναφέρω: Γιά τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἀναγκαστήκαμε νά ... ἐπιτάξουμε μερικούς Τούρκους χωριάτες. Ἀλλά οἱ «ἐπιταγμένοι», μέ τό Μουφτῆ τους πού μιλοῦσε Ἑλληνικά, μᾶς ἔθεσαν ὅρους:
«Θά σᾶς βοηθήσουμε ἤ θά τό κάνουμε καί μόνοι μας, ἀλλά μέ ἕναν ὅρο: Μόνο τους Ἕλληνες θά θάψουμε. Βουλγάρους δέν θάβουμε. Θά τούς ἀφήσουμε νά τούς φᾶνε τά κοράκια. Ἀρκοῦδες καί ψωρόσκυλα δέν θάβουμε ἐμεῖς!»
Ἀναγκαστήκαμε νά ἀγγαρέψουμε μερικούς αἰχμαλώτους να κάνουν τήν ταφή τῶν δικῶν τους, ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι δέν τό συζητοῦσαν ...
Τή νύχτα ἐκείνη γνωρίστηκα μέ ἕναν Εὔζωνο τοῦ 8ου, ὀνόματι Φούντα, ἀπό τήν Ἄμπλιανη. Μοῦ διηγήθηκε τήν ἐπίθεση τοῦ Τάγματος τούς στό 605.
«Εἴχαμε Ταγματάρχ' τούν Ἰατρίδ'. Μέ τήν ξιφουλόγχ' ἀπό 100 βήματα, πέσαμ' ἀπάνω τους σά λυσασμέν'. Τούς πέσαμε στό κοντό, τούς φέραμε γυροβολιά, ἄει καί τούς πετσοκόψαμε. Τούς πήρ' οὐ διάολος τοῦ μπατέρα!
Οὐ Ἰατρίδ' μᾶς φώναζε νά φυλαγόμαστε, τό νοῦ σας μᾶς ἔλεγε.
Ἀλλά ποιός τόν ἄκουγ' ἐκείνη τήν ὥρα ...»
«Εἶν' ἀλήθεια ὅτι φοβόντουσαν περισσότερο τούς Εὐζώνους οἱ Βούλγαροι;» τόν εἶχα ρωτήσει, λές καί δέν ἤξερα τήν ἀπάντηση.
«Ἄν μᾶς φοβούντουσαν λέει; Μᾶς τρέμαν'. Σάν μᾶς εἶδαν νά ζυγώνουμ' κόψαν δεξιά νά πέσουν στά χέρια τῶν φαντάρων τοῦ δικάτου οὐγδόου πού ἦταν πιό κεῖ. Εἶχαν γλέπ'ς καταλάβ', τί φίδι κολοβό θά τούς ἔτρουγ' ἄν τούς παίρναμ' ἐμεῖς στό κοντό, καί προτίμησαν τούς φαντάρους ...»
Θυμᾶμαι πόσα εἶχα γελάσει μέ τή διήγησή του. Ἀλλά εἶχε καί συνέχεια.
«Στήν ἐπίθεσ' ἀπάνου, ἔπιασα ἰέναν αἰχμάλωτου, τόν ἴδιο πού μ' εἶχε λαβώσει λίγου πρίν. Μετά, τόν λυπήθηκα, καί τόν ἄφησα κεῖ κοντά μου ἐλεύθερο. Κι ὁ κερατᾶς, μοῦ ἔριξι μιά πέτρα ἐδῶ δεξιά στό στήθους, ἄν μ' ἔπαιρνε στό ζερβί, ἀπάνου στήν καρδιά, ἀντίο Θανάση Φούντα, θά μί σχωρνούσατε τώρα ... Πάει νά φύγει, τόν προλαβαίνου, καί τούριξα δυό κλωτσές μέ τό τσαρούχ', ἔπεσε κάτου ἀπ' τό φόβο τ' καί δέν ματακίνησε τοῦ ζαγάρ ...»
Μέ τοῦτο καί μέ τ' ἄλλο, πέρασε ἡ νύχτα καί στίς 5.45 τό πρωί τῆς 20ης Ἰουνίου ξεκίνησε ἡ ἐπίθεση. Οἱ πρωινές περίπολοι εἶχαν ἀναφέρει ὅτι στίς ἐχθρικές θέσεις δέν παρατηρεῖται καμία κίνηση.
Οἱ Βούλγαροι δέν μποροῦσαν νά ἀντισταθοῦν ἄλλο καί ὑποχωροῦσαν πρός τή Λιγκοβάνη [16].
Ἀσφαλίσαμε τούς λόφους δίπλα στό 605 καί συνεχίσαμε. Ὁ ἐχθρός κατεῖχε ἰσχυρές θέσεις στήν κορυφογραμμή ἀπό Λιγκοβάνη μέχρι τό ὕψωμα 625. Ἐπιτέθηκε κατά μέτωπο τό 8ο Τάγμα, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Λοχαγό Χριστοφόρου πού πῆρε τή θέση του Ἰατρίδη, καί ἀπό ἀριστερά ἐπιτέθηκε τό δικό μας Τάγμα. Σάν πλησιάσαμε, μέ τό πού σήμαναν ἔφοδο οἱ σαλπιγκτές, οἱ Βούλγαροι ἄφησαν τίς θέσεις τους καί συνέχισαν νά ὑποχωροῦν πρός τό Λαχανά, χωρίς νά δώσουν ἄλλη μάχη.
Ὁ Ἀνθυπασπιστής Ἠλιόπουλος μέ τή Διμοιρία του, αἰφνιδίασε ἕναν ὁλόκληρο Βουλγάρικο Λόχο καί συνέλαβε 4 Ἀξιωματικούς, 4 Ὑπαξιωματικούς καί 206 Στρατιῶτες. Ἀνάμεσά τους ὁ Τχής Γεωργώφ κι ὁ Ὑπασπιστής τοῦ Συντάγματος Ι. Σαρίνσκη, πού μόλις τόν παρουσίασαν στόν Διοικητή τοῦ Λόχου, τόν Λοχαγό Παλαιοδημόπουλο, ἔσκυψε κι ἄρχισε νά τοῦ φυλάει τά πόδια, ζητῶντας νά τοῦ χαρίσει τή ζωή του!
«Κύριε Ὑπολοχαγέ, ἐντρέπομαι νά βλέπω Ἀξιωματικόν νά σέρνεται κάτω κατά τοιοῦτον τρόπο. Οἱ Ἀξιωματικοί πρέπει νά εἶναι γενναῖοι καί ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ. Μόνον αἱ γυναῖκες συμπεριφέρονται ὅπως συμπεριφέρεσθε ἐσεῖς» ἀπάντησε ὁ Παλαιοδημόπουλος [17].
Ὁ Γεωργώφ τοῦ ζήτησε νά τοῦ δώσει τά χρήματά του πρός φύλαξη. Ὁ Ἕλληνας Λοχαγός δέν κατάλαβε γιατί, ἀλλά δέχτηκε καί ὁ Βούλγαρος τοῦ ἔδωσε 4 χαρτονομίσματα τῶν 25 δραχμῶν. Τήν ἑπομένη πού ἦταν νά μεταφερθοῦν οἱ αἰχμάλωτοι στή Θεσσαλονίκη του τά ἐπέστρεψε, καί τότε κατάλαβε:
«Ἐπεθύμουν νά δώσω κάτι εἰς τόν Λοχαγόν διά τάς περιποιήσεις πού μοῦ ἔκανεν» εἶπε ὁ Γεωργώφ στόν διερμηνέα.
«Πεῖτε εἰς τόν Ταγματάρχην ὅτι μόνον Βούλγαρος Ἀξιωματικός ἠμποροῦσε νά κάμη τοιαύτην πρότασιν καί μόνον τοιοῦτος θά ἠμποροῦσε νά δεχθῆ νά λάβη χρήματα. Οἱ Ἕλληνες, πού γνωρίζουν νά θυσιάζουν τήν ζωήν των εἰς τήν ἰδέαν, εἶναι ἀνώτεροι χρημάτων!» ἀπάντησε ὁ Παλαιοδημόπουλος.
«Τότε ἄς μοῦ ἐπιτρέψη ὁ κ. Λοχαγός νά τοῦ χαρίσω τόν χάρτην μου» εἶπε ὁ Γεωργώφ.
«Περιέχει τήν Σόφιαν;»
«Μάλιστα»
«Ε, τότε δέχομαι εὐχαρίστως, διότι θά μοῦ χρειασθή!»
Χωρικοί ἀπό τή Λιγκοβάνη ἔρχονταν κοντά μας, φωνάζοντας γεμᾶτοι χαρά:
«Ζήτω ἡ ἐλευθερία! Ζήτω οἱ Τσολιάδες!»
Κι ἀπό παντοῦ βλέπαμε νά πηγαινοέρχονται Βούλγαροι πού τά εἶχαν χαμένα καί δέν ἤξεραν ποῦ νά πᾶνε, καθώς ἀπό τή μία τούς κυνηγούσαμε ἐμεῖς, ἀπό τήν ἄλλη ἡ 1η Μεραρχία. Γιά νά τούς πιάσουμε αἰχμαλώτους, κάναμε ἕνα κόλπο. Βάλαμε ἕναν Βούλγαρο αἰχμάλωτο πάνω σ' ἕνα ὕψωμα νά φωνάζει «ἐλᾶτε ἀπό δῶ, ἐδῶ εἴμαστε κι ἄλλοι ...» καί τούς πιάναμε σάν τά ψάρια πού, μέσα στή νύχτα, τρέχουν πρός τό φῶς ἀπό τό πυροφάνι ...
Ὁδηγήσαμε τούς αἰχμαλώτους στόν Βελισσαρίου. Σάν ψάρια εἶχαν πιαστεῖ, σάν ψάρια τρέμανε μπροστά του. Ἀλλά αὐτός τους μίλησε μέ μεγαλοψυχία:
«Μή φοβᾶστε, ἐμεῖς εἴμαστε Ἕλληνες. Δέν εἴμαστε ἄγριοι οὔτε βάρβαροι. Δέν εἴμαστε Βούλγαροι ἐμεῖς, νά σκοτώνουμε αἰχμαλώτους. Ὅσο κρατούσατε ὅπλα ἤμασταν ἐχθροί. Τώρα εἴμαστε φίλοι.»
Οἱ αἰχμάλωτοι ἐνθουσιάστηκαν τόσο, πού ἄρχισαν νά φωνάζουν «Οὔρρα, οὔρρα» καί νά βρίζουν τόν Φερδινάνδο καί τόν Ντάνεφ, δίνοντάς μας εὐχές νά μποῦμε στή Σόφια καί νά τούς κρεμάσουμε καί τούς δύο ἀνάποδα!
Ἀφοῦ ξεκουραστήκαμε λίγο, κινηθήκαμε κατά τίς 2 μμ πρός Λαχανά, ἔχοντας δεξιά μας τό 17ο Σύνταγμα Πεζικοῦ. Δεχθήκαμε πυρά Πυροβολικοῦ καί ἡ προώθηση διακόπηκε. Μέ μικροεπιθέσεις, γιά νά προκαλοῦμε τά πυρά τους, προσπαθήσαμε νά ἐντοπίσουμε τίς θέσεις τῶν ἐχθρικῶν πυροβόλων. Τά ἐντοπίσαμε καί ζητήσαμε ἐνισχύσεις ἀπό τό Σύνταγμα γιά νά ἐπιτεθοῦμε. Ἀλλά στή Μεραρχία ἀγνοοῦσαν τίς ἐξελίξεις, καί μᾶς διέταξαν νά σταματήσουμε, ἐπιτιμῶντας το Συνταγματάρχη, ὅτι μέ τήν προώθησή του μποροῦσε νά προκαλέσει «ὀλέθρια ἀποτελέσματα».
Ὅμως αὐτός ἐνεργοῦσε σύμφωνα μέ τίς πρωινές διαταγές, ἀγνοῶντας ὅτι στό μεταξύ ὁ Μέραρχος εἶχε διατάξει νά ἐγκαταστήσουμε προφυλακές καί νά συνδεθοῦμε μέ τήν 1η ΜΠ. Μείναμε στίς θέσεις μας, ἀνταλλάσσοντας πυρά πεζικοῦ μέ τούς Βουλγάρους ὡς τίς 9 τή νύχτα πού δέν βλέπαμε ἄλλο καί σταματήσαμε. Συμμορφωθήκαμε, ἀλλά αὐτό ἦταν λάθος, ἀφοῦ ἐπέτρεψε στόν ἐχθρό νά σταθεροποιηθεῖ καί νά ὀργανώσει καλύτερα τήν ἄμυνά του στόν Λαχανά. Καί τά πυροβὅλα τους μας χτυποῦσαν ἀνενόχλητα.
Ὅλοι οἱ Ἀξιωματικοί ἦταν ἔξαλλοι γιά τήν ἀπουσία τοῦ Πυροβολικοῦ. Γνώριζαν ὅτι πίσω ἀπό τή λοφοσειρά ἦταν συγκεντρωμένες 3 Πεδινές Μοῖρες μας μέ 23 πυροβόλα. Ἀλλά οἱ πυροβολητές δέν τολμοῦσαν νά περάσουν ἀκάλυπτοι τόν ἀμαξιτό δρόμο, πού βαλλόταν μέ δραστικά πυρά. Οἱ Ἀξιωματικοί τοῦ Πεζικοῦ ἦταν ἀπόλυτοι:
«Ὀφείλουν νά περάσουν καί ἄς μείνουν στό δρόμο τά μισά κανόνια.»
Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Πεζικοῦ ἦταν λογική. Ὁ Μέραρχος κάλεσε τούς Διοικητές τῶν Μοιρῶν [18]. Τούς πρόσταξε νά περάσουν μέ κάθε θυσία τό βαλλόμενο κομμάτι τοῦ δρόμου, πού ἦταν ἴσα μέ 1.500 μέτρα, γιά νά βοηθήσουν τό Πεζικό. Ἄδικα προσπαθοῦσε νά τοῦ ἐξηγήσει ὁ Διοικητής τοῦ Πυροβολικοῦ Ἀν/χης Πετμεζάς ὅτι δέν ἦταν δειλία ἀλλά ἡ σιγουριά ὅτι θά ἔχαναν τά περισσότερα πυροβόλα, ἄν προσπαθοῦσαν νά περάσουν ἀκάλυπτοι. Δήλωσε στόν Μέραρχο ὅτι δέν ἀναλάμβανε τήν εὐθύνη νά διατάξει «νά διέλθουν ἐζευγμένες Πυροβολαρχίες ἐπί ὁδοῦ ἐπισημασμένης καί βαλλομένης δραστικῶς».
«Ρουθούνι δέν θά μείνει, οὔτε ἄνδρες, οὔτε ἄλογα, οὔτε κανόνια» λέγανε στό Μέραρχο οἱ Διοικητές τοῦ Πυροβολικοῦ [19]. Τέσσερεις Συνταγματάρχες εἶχαν φτάσει σέ ἀδιέξοδο, καί κανένας δέν ἔπαιρνε τήν ἀπόφαση.
Ἡ κατάσταση χειροτέρεψε περισσότερο σάν βράδιασε. Τό 5ο Σύνταγμα τῆς 1ης Μεραρχίας ἀναγκάστηκε νά ὑποχωρήσει μετά ἀπό ἰσχυρή ἐχθρική ἐπίθεση, καί ἡ κατάσταση συγκρατήθηκε χάρη στήν ἀποφασιστική στάση τοῦ Λοχαγοῦ Ὀθωναίου πού ἦταν Ὑπασπιστής τοῦ Συντάγματος. Σάν νύχτωσε κι ἡ δεύτερη μέρα τῆς μάχης, διαπιστώσαμε ὅτι εἴχαμε 80 ἄνδρες ἐκτός μάχης στό Τάγμα καί 2 Διοικητές Λόχων τραυματίες. Οἱ δύστυχοι τραυματίες διανυκτέρευσαν στήν ὕπαιθρο. Ἐκεῖνα τά γαϊδούρια οἱ τραυματιοφορείς οὔτε φάνηκαν. Θά λουφάριζαν πιό πίσω στήν ἀσφάλεια, μαζί μέ τά μεταγωγικά πού μᾶς ἄφησαν νηστικούς. Οὔτε ψωμί ... Ἀπό τά ὑπολείμματα πού κουβαλούσαμε στούς γυλιούς μας, ἴσα πού ἀναλογοῦσε μιά κουραμάνα σέ κάθε 10 ἄτομα. Ἀλλά ἄς μᾶς ἄφηναν νά πάρουμε τά πυροβόλα πού μᾶς σφυροκοποῦσαν κι ἄς μήν εἴχαμε οὔτε ψίχουλο. Καί ἔκανε κρύο δυνατό, ἐξ ἴσου δυνατό μέ τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας.
( Ο Ιωάννης Βελισσαρίου ή «Βελισσάρης» όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι αλλά και οι συνάδελφοι του, Έλληνας ανώτερος αξιωματικός, [αριθμός μητρώου 3651], με το βαθμό του Ταγματάρχη, μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Στρατιωτικής Ιστορίας της Νεότερης Ελλάδας, γνωστός και με το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλλάρης» επειδή ίππευε ένα επιβλητικό μαύρο άλογο, γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας ή στην Αθήνα ή σύμφωνα με νεότερη πηγή στην Κύμη της Εύβοιας, και σκοτώθηκε στις 13 Ιουλίου 1913, στην Κρέσνα ...ΕΔΩ)Ἕνας Λόχος τοῦ Τάματος Κρητῶν, προσπάθησε νά κινηθεῖ στό σκοτάδι, καί οἱ Βούλγαροι πού τούς ἀντιλήφθηκαν ἄρχισαν νά βάλλουν ὁμοβροντίες στήν τύχη, «πυρά ἀπαγορεύσεως» ὅπως τά λένε στό Πυροβολικό, φοβούμενοι νυχτερινή ἐπίθεση. Οἱ ὀβίδες τους πήγαιναν στό βρόντο, ὅπου νάναι. Κι ἐμεῖς ἀπαντούσαμε φωνάζοντας «Ἀέρας!». Ἦρθε Διαταγή νά στείλουμε ἀνιχνευτές, νά καταγράψουν τίς ἐχθρικές θέσεις. Πῶς νά γίνει αὐτό; Ἄν πηγαίναμε κοντά, θά μᾶς παίρνανε σίγουρα χαμπάρι καί θά μᾶς διέλυαν. Τή λύση τήν ἔδωσε ὡς συνήθως ὁ Βελισσαρίου:
«Ἀφοῦ δέν μπορεῖτε νά πᾶτε σάν ἄνθρωποι, θά πᾶτε σάν πρόβατα!»
«Βελισσαρική τακτική.»
Πήραμε μερικά κουδούνια ἀπό τά μεταγωγικά, τά κρεμάσαμε στό λαιμό μας, καί μπουσουλῶντας φτάσαμε στίς ἐχθρικές θέσεις. Οἱ σκοποί τους, νομίζοντας ὅτι ἀκοῦνε πρόβατα πού ξεστράτισαν, δέν ἔδωσαν σημασία. Εὐτυχῶς πού δέν ἦταν πεινασμένοι σάν ἐμᾶς ... Μέ τόν τρόπο αὐτό καταγράψαμε ὅλες τίς θέσεις πού εἴχαμε ἀπέναντί μας. Γυρίσαμε πεθαμένοι ἀπό τήν κούραση, δέν ἀντεχόταν τόσο μπουσούλημα. Ἔδωσα ἀναφορά καί προσπάθησα νά βρῶ μιά γωνιά νά κοιμηθῶ. Ἔφτιαξα ἕνα πρόχειρο στρῶμα μέ χόρτα καί στάχυα, ἔβαλα καί τό γυλιό γιά προσκεφάλι καί εἶχα τό καλύτερο κρεβάτι.
Ἕνας Εὔζωνος πού μέ εἶδε, ἔβαλε τά γέλια:
«Ὁ ἀφιλότιμους ὁ μάστορας, δέν τίς ἔκανε καλές τίς σοῦστες τοῦ κρεβατιοῦ σ' κυρ Δεκανέα ...»
Παρ' ὅλη τήν ἐξάντληση κοιμήθηκα «μέ τό ἕνα μάτι», ἀγκαλιά μέ τό μάνλιχερ, γιά τό φόβο νυχτερινῆς ἀντεπίθεσης.
Σάν ξημέρωσε ἡ τρίτη μέρα, ἤμασταν ὅλοι στό πόδι ἀπό νωρίς. Ἀλλά μέναμε ἀδρανεῖς, χωρίς διαταγές. Ὁ ἐχθρός ξεθάρρεψε καί ἄρχισε πάλι νά βάλλει μέ τά πυροβόλα. Ἔστησε καί τά πολυβόλα του καί ἐπιχείρησε κυκλωτική κίνηση στόν τομέα τοῦ 3ου Τάγματος τῶν Κρητῶν, χτυπῶντας το καί μέ δραστικά πυρά Πυροβολικοῦ. Οἱ Κρητικοί εἶχαν βαριές ἀπώλειες. Ὁ Ἀλμέϊδας, ἕνας ἐθελοντής Στρατιώτης και πραγματικός τύπος ἀριστοκράτη, θέλοντας νά ἐμψυχώσει τούς συμπολεμιστές του, σηκώθηκε ὄρθιος τήν ὥρα πού θέριζαν τά πολυβόλα, λέγοντας:
«Βλέπετε; Τίποτα δέν παθαίνω, στήν τύχη ρίχνουνε ...»
Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τή φράση καί ἔπεσε χτυπημένος ἀπό 3 σφαῖρες. Ξεψυχῶντας, συνέχισε νά ἐνθαρρύνει:
«Παιδιά, μή φοβᾶστε τόν θάνατο. Ἐμπρός!»
Μέ προτροπή τοῦ Βελισσαρίου, ἕνας Λόχος τοῦ 8ου ΤΕ στάλθηκε σέ ἐνίσχυση τῶν Κρητῶν, καλύπτοντας τό πλευρό τους. Καί τά ὀρειβατικά πυροβόλα τοῦ γενναίου Ἀνσχη Παρνασσίδη, πού ἦταν ἀπό τούς πρωτεργάτες τοῦ κινήματος στό Γουδή, προσπάθησαν νά τραβήξουν ἐπάνω τους τά πυρά τοῦ ἐχθρικοῦ Πυροβολικοῦ καί τό κατάφεραν. Ὅμως οἱ Βούλγαροι συνέχισαν νά χτυπᾶνε τους Κρῆτες μέ πυκνά καί διασταυρούμενα πυρά πολυβόλων. Κλονίστηκαν καί πάλι, ἀλλά μέ τίς φωνές του Κολοκοτρώνη καί τή βοήθεια καί τοῦ Λόχου μας, ἀνασυντάχθηκαν ξανά.
Οἱ γενναῖοι Κρητικοί του 3ου ἄρχισαν νά ἀνεβαίνουν ξανά στά ὑψώματα, ψέλνοντας τόν ὕμνο τῆς Κρήτης «ἀπό φλόγες ἡ Κρήτη ζωσμένη»!
Μπροστά τούς πήγαινε ὁ Κολοκοτρώνης ψέλνοντας πιό δυνατά ἀπ' ὅλους!
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ Βούλγαροι ἀντεπιτέθηκαν κι αὐτοί. Εἶχαν δεῖ νωρίτερα μονάδες μας πού ἀποσύρονταν ἀπό τήν πρώτη γραμμή, γιά νά κινηθοῦν πρός ἐνίσχυση τοῦ μετώπου τοῦ Κιλκίς, καί νόμισαν ὅτι ὑποχωρούσαμε. Ἀλλά τήν πάτησαν καί ἔπαθαν μεγάλη ζημιά, χτυπημένοι ἀπό ὅλες τίς πλευρές [20].
Παρ' ὅλα αὐτά, ἡ κατάσταση ἦταν ἀκόμη ἐπικίνδυνη καί ἡ προέλαση τῆς 6ης Μεραρχίας εἶχε σταματήσει.
Ἄρχισε νά μᾶς πιάνει ἀνυπομονησία καί ἐκνευρισμός ἀπό τήν ἀδράνεια. Ἕνα Βουλγαρικό ἀεροπλάνο πού πέταξε ἀπό πάνω μας, τράβηξε τά θυμωμένα πυρά μας, ἀλλά γλύτωσε καί ἡ ἀστοχία μας ἔφερε περισσότερο ἐκνευρισμό. Ἄν καί μερικοί τσολιάδες, ἀντί νά τό πυροβολοῦν, προτιμοῦσαν νά δείχνουν στόν πιλότο τά ἀχαμνά τους, σηκώνοντας τίς φουστανέλες.
Ὁ Μέραρχος τῆς 1ης Μανουσογιαννάκης, ὑπό τίς διαταγές τοῦ ὁποίου τέθηκε τή μέρα ἐκείνη καί ἡ δικιά μας Μεραρχία, ἤθελε νά ἐπιτεθοῦν μαζί οἱ δύο Μεραρχίες στίς 3 μετά τό μεσημέρι, μετά ἀπό σύντομη προπαρασκευή Πυροβολικοῦ.
Ἡ εἴδηση προκάλεσε ἐνθουσιασμό καί κάθε τόσο κοιτούσαμε τά ρολόϊ μας. Κάτω ἀπό τόν ἴσκιο ἑνός δένδρου, ἀδιαφορῶντας γιά τίς ὀβίδες καί τίς σφαῖρες, ὁ Βελισσαρίου μέ τόν Κολοκοτρώνη συζητοῦσαν τίς λεπτομέρειες τῆς ἐπίθεσης. Λίγο πιό πέρα, ὁ Ὑπασπιστής τοῦ Συντάγματος ἔφεδρος Ἀνθγός Χρυσάφης, τραυματίστηκε ἀπό ἔκρηξη ὀβίδας, καθώς ἔγραφε τή Διαταγή πού τοῦ ὑπαγόρευε ὁ Συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Τή θέση του πῆρε ἀμέσως ὁ Ὑπολοχαγός Τυρογιάννης.
Σέ λίγο ἔφτασε ἡ εἴδηση τῆς πτώσης τοῦ Κιλκίς, πού σκόρπισε ἐνθουσιασμό στίς γραμμές μας. Οἱ Εὔζωνοι τοῦ 8ου, μέ δάκρυα στά μάτια, ὁρκίζονταν νά ἐκδικηθοῦν τό θάνατο τοῦ Ταγματάρχη τους του Ἰατρίδη. Καί ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα, γινόμασταν πιό ἀνυπόμονοι.
Ὁ Μέραρχός μας Σ/χης Δελαγραμμάτικας, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἐπιτελάρχου Τ/χη Χατζηανέστη, βλέποντας ὅτι θά χρειαστεῖ καί ἄλλο Πυροβολικό γιά τήν ἐπίθεση, ἔδωσε γραπτή Διαταγή στούς Διοικητές τῶν Μοιρῶν νά προωθήσουν 4 Πεδινές Πυροβολαρχίες ἀπό τήν ἀμαξιτή ὁδό. Οἱ Διοικητές Πυροβολικοῦ δυστρόπησαν, λέγοντας ὅτι οἱ Πυροβολαρχίες θά συντριβοῦν ἀπό τά ἐχθρικά πυρά.
«Νά πεῖτε στόν κύριο Μέραρχο ὅτι τό ζήτημα εἶναι τεχνικό καί ὅτι παίρνει πάνω του μεγάλη εὐθύνη, ἄν καταστραφοῦν οἱ Πυροβολαρχίες» εἶπαν στόν σύνδεσμο πού τούς μετέφερε τή διαταγή.
Ὁ Μέραρχος ἔγινε θηρίο.
«Πήγαινε πές τους νά προελάσουν ἀμέσως καί, ἄν ἀρνηθοῦν, νά παραδώσουν σ' ἐσᾶς τούς Ἐπιτελεῖς τή Διοίκηση τῶν Πυροβολαρχιῶν» εἶπε στούς Λοχαγούς Ἐπιτελεῖς του πού ἔστειλε σάν συνδέσμους.
«Καί νά μοῦ ἑτοιμάσουν τό ἄλογο, γιατί θά παρακολουθήσω αὐτοπροσώπως την κίνηση!»
Οἱ σύνδεσμοι βρῆκαν τούς Συνταγματάρχες τοῦ Πυροβολικοῦ, μαζί μέ ὅλους τους Ἀξιωματικούς, κοντά στό δρόμο, ὅπου εἶχαν παραταχθεῖ μία πίσω ἀπό τήν ἄλλη οἱ Πυροβολαρχίες, ἕτοιμες γιά κίνηση. Ἀνακοίνωσαν ξερά τήν ἐντολή τοῦ Μεράρχου καί πρόσθεσαν:
«Ἄν διστάζετε, ἀφῆστε τά κανόνια σ' ἐμᾶς. Ἔχουμε ἐντολή νά τά περάσουμε.»
«Κανείς δέν ἀρνεῖται» βροντοφώναξε περήφανα ὁ Διοικητής της ἐπί κεφαλῆς Πυροβολαρχίας Λοχαγός Ἀμβράσογλου.
Πράγματι κανείς Πυροβολάρχης δέν ἀρνιόταν. Ἴσως αὐτό νά περίμεναν. Μία Πυροβολαρχία χτυπήθηκε τυχαῖα ἀπό ἐχθρικά βλήματα καί ἐξουδετερώθηκε. Ἀλλά σχεδόν ἀμέσως, ὅλες οἱ ἄλλες μπῆκαν σέ κίνηση σύμφωνα μέ τό σχέδιο. Κάθε ὄχημα ἔφτανε «βάδην» ὡς τήν κορυφογραμμή καί ἀπό ἐκεῖ ἐξορμοῦσε καλπάζοντας στό δεξιό του δρόμου πρός τήν καλυπτόμενη ζώνη, στή ρεματιά τῆς Λιγκοβάνης, κρατῶντας ἀπόσταση 60 μέτρων ἀπό τό προηγούμενο. Κάθε πυροβόλο ἤ βλητοφόρο πού θά χτυπιόταν, θά σταματοῦσε καί θά σερνόταν στό δεξιό του δρόμου, ἐνῶ οἱ ἄνδρες καί τά γερά ἄλογα θά καλύπτονταν στίς γειτονικές ρεματιές.
Τό ἐχθρικό Πυροβολικό χτυποῦσε μανιασμένα μέ σφοδρά πυρά, κάθε ὄχημα πού ἐμφανιζόταν, καί πυκνή σκόνη καί καπνός κάλυπταν τή βαλλομένη ζώνη. Τό θέαμα ἦταν φοβερό ἀλλά καί μεγαλειῶδες. Ὁ δρόμος εἶχε πάρει φωτιά. Ὅλοι οἱ Ἀξιωματικοί τοῦ Στρατηγείου καί οἱ Διοικητές τοῦ Πυροβολικοῦ παρακολουθοῦσαν μέ ἀγωνία, χωρίς νά μποροῦν νά διακρίνουν τί γίνεται. Ἀλλά τό ἴδιο ἴσχυε καί γιά τούς Βούλγαρους πυροβολητές, πού εἶχαν τά πυροβολεία τους στά ἀνατολικά τοῦ λόφου. Πυκνός καπνός ἀπό τίς ἐκρήξεις καί σκόνη ἀπό τούς καλπασμούς τόσων ἀλόγων κάλυπταν τά πάντα.
Θεωρητικά, οἱ ἀπώλειες ἔπρεπε νά εἶναι μεγάλες. Θά ἦταν μεγάλη τύχη ἄν τά μισά πυροβόλα κατάφερναν νά περάσουν. Καί ὅμως, ἀπό τά τριάντα καί πάνω ὀχήματα πού πέρασαν, μόνο τρία χτυπήθηκαν ἀπό τίς ἐχθρικές ὀβίδες καί ἀπό αὐτά μόνο ἕνα βλητοφόρο χτυπήθηκε καίρια ὥστε νά μήν καταφέρει νά περάσει. Ἔγινε μάλιστα καί κάτι, πού μόνο σέ θαῦμα μποροῦσε νά ἀποδοθεῖ. Μία ὀβίδα εἶχε πλήξει τό ἐφόλκαιο ἑνός βλητοφόρου, διέτρησε τούς κάλυκες μερικῶν ὀβίδων, ἀλλά δέν ἔσκασε. Ἄν παίρνανε φωτιά οἱ ὀβίδες, δέν θά ἔμενε τίποτα, οὔτε βλητοφόρο οὔτε ἄνδρες οὔτε ἄλογα. Μέσα σέ μία ὥρα, 16 πυροβόλα εἶχαν ταχθεῖ σέ ἐξαίρετες θέσεις καί καλές ἀποστάσεις, ὡς 2.500 μέτρα ἀπό τά ἐχθρικά χαρακώματα καί τά πυροβολεία του Λαχανά.
Τήν ἐπιτυχῆ τάξη τοῦ Πυροβολικοῦ δεν την εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ Βελισσαρίου καί ἀνησυχοῦσε μήπως ἀναβληθεῖ ἡ ἐπίθεση! Ἔστειλε λοιπόν γραπτή ἀναφορά στόν Συνταγματάρχη μας:
«9ον Τάγμα Εὐζώνων, δυτικῶς Λαχανά,
21 Ἰουνίου 1913, ὥρα 2.32 ἑσπέρας
Κύριον Διοικητήν 1ου Εὐζωνικοῦ Συντάγματος
Καίτοι ἡ ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ἔχει πλησιάσει, ἐν τούτοις δέν ἀκούω εἰσέτι τήν διαταχθεῖσαν δι' αὐτήν ἔναρξιν τοῦ ἰσχυροῦ πυρός Πυροβολικοῦ. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τί γεννήσεται ἐπίθεσις; Ἐγώ, ἐννοεῖται, θά συμμορφωθῶ εἰς δοθεῖσαν Διαταγήν καί ἄνευ τῆς παρασκευῆς ταύτης, τά ἀποτελέσματα ὅμως τῆς ὁποίας δέν δύναμαι νά προΐδω.
Ὁ Διοικητής τοῦ Τάγματος
ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΥ Ταγματάρχης»
Ἀλλά ὁ Συνταγματάρχης δέν ἀνησυχοῦσε καί ἀπάντησε κι αὐτός γραπτά:
«Διοικητής Συντάγματος, νοτίως Λαχανά,
21 Ἰουνίου 1913, ὥρα 2.45 ἑσπέρας
Ταγματάρχην Βελισσαρίου
Τό Σύνταγμά μου, καί ἰδίᾳ ὁ Ταγματάρχης αὐτοῦ Βελισσαρίου καί τά παλληκάρια του, οὐδέποτε ἐθεώρησαν ἀπαραίτητον κατά τίς μέχρι τοῦδε νικηφόρους ἐπιθέσεις των, τήν σύμπραξιν τοῦ Πυροβολικοῦ. Ἐπιτεθεῖτε ὡς διέταξα καί διά τῆς ἀκατασχέτου ὁρμῆς σας, ὡς πάντοτε, καί Θεία συνάρσει, οὐ μόνον θά ἐκτοπίσωμεν τόν ἐχθρόν ἀλλά καί θά ἐξευτελίσωμεν αὐτόν.
Καλήν ἀντάμωσιν, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι θά ἀφιχθῶμεν συγχρόνως καί θά δώσωμεν τάς χεῖρας ἐπί τῶν ὀχυρωμάτων του δασώδους λόφου.
Συστήσατε εἰς τους πτερόποδας ἄνδρας σας τό ἀδιάλειπτον κυνήγημα τοῦ ἐχθροῦ μετά τήν ἐκτόπισίν του ἀπό τῶν κατεχομένων ὑπ' αὐτοῦ θέσεων.
Δ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ἀντισυνταγματάρχης»
Πάντως δέν χρειάστηκε νά ἐπιτεθοῦμε χωρίς Πυροβολικό. Στίς 2.50 ἀκριβῶς, τά πυροβὅλα μας ἄρχισαν νά βάλουν, χτυπῶντας εὔστοχα τίς ἐχθρικές θέσεις καί σκορπίζοντας ἐνθουσιασμό. Ἐπί τέλους, εἴχαμε καί κανόνια. Τά ἐχθρικά πυροβόλα ἀπάντησαν ἀλλά στόν βρόντο, καθώς δέν εἶχαν ἐντοπίσει τίς θέσεις τῶν δικῶν μας.
«Ζήτου του Πυρουβουλικό!»
«Λιανίστι τους πηδιά!»
Ὁ Βελισαρίου μοίρασε τίς τελευταῖες ἐντολές του:
«Παιδιά, δέν θά χασομερήσουμε πολύ σ' αὐτή τή δουλειά! Μ' ἕνα ἅλμα μέ βῆμα προσβολῆς, θά βρεθοῦμε σέ ἀπόσταση ἐφόδου ... θά ρίξουμε μιά μονή μπαταριά [21]... κι ἀπό κεῖ λόγχη, πολεμική κραυγή ... κι ἅγιος ὁ Θεός!»
Ξεκάθαρες καί ἁπλές ἐντολές, πού μποροῦσε νά καταλάβει κάθε Εὔζωνος. Σάν σάλπισαν οἱ σάλπιγγες τό «Ἐμπρός!», πεταχτήκαμε ἀπό τίς θέσεις μας πρῶτοι καί καλύτεροι.
«ΕΦΟΔΟΟΟΟΟΣ !!! Ἀπάνου τους πηδιά !!!»
«Ἀπάνου τους Μαῦροι Δαίμονες [22]!!!»
Μέ γοργό βῆμα κάναμε τό ἅλμα, ἐκμεταλλευόμενοι τό ὅτι οἱ Βούλγαροι θά ἦταν ἀκόμη καλυμμένοι στά χαρακώματα, γιά νά γλυτώσουν ἀπό τίς ὀβίδες μας. Μέχρι νά σηκώσουν κεφάλι καί ν' ἀρχίσουν νά ρίχνουν, ἡ κίνησή μας ὁλοκληρώθηκε. Φτάσαμε σέ ἀπόσταση ἐφόδου, 300 μέτρα ἀπό τήν πρώτη γραμμή τους. Τό ἐχθρικό πῦρ εἶχε ἐξασθενίσει σημαντικά, καθώς συνεχιζόταν ὁ βομβαρδισμός τῶν θέσεών τους. Σάν εἶδε τόν σαλπιγκτή μας, τόν Δεκανέα Βλάχο, νά φυλάγεται, ὁ Βελισσαρίου ἔσκυψε ἀπό τό ἄλογό του, τόν ἅρπαξε ἀπό τόν γιακᾶ καί τόν κράτησε ὀρθό μπροστά στούς Βουλγάρους νά σαλπίζει ἐπί 5 λεπτά τό σάλπισμα «Ἐμπρός διά τῆς λόγχης».
«Βάρα Βλάχο, βάρα καί μή σταματᾶς!»
Σύμφωνα μέ τίς ἐντολές μας, ρίξαμε τή «μπαταριά» μέ τά μάνλιχερ, βάλαμε τίς λόγχες, καί χυμήξαμε μέ ἀλαλαγμούς στά πρῶτα χαρακώματα πού ἦταν στήν πλαγιά, ἐνῶ ὁ Βελισσαρίου φώναζε γιά νά μᾶς ἐμψυχώνει:
«Βλέπετε μωρέ; Οἱ σφαῖρες δέν μᾶς χτυπᾶνε, μόνο ἡ καρδιά χτυπάει!»
Ὁρμήσαμε μέ «ἐφ' ὅπλου λόγχη», βάζοντας στά πόδια μας φτερά. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε ἀλλά δέν μᾶς ἔνοιαζε. Μόνο νά φτάσουμε στά ἐχθρικά χαρακώματα μιά ὥρα ἀρχύτερα. Καί σέ κεῖνα τά διαολεμένα τά πυροβόλα πού μᾶς εἶχαν κάνει τόση ζημιά. Τό πρωί, εἴχαμε ξανά προσπαθήσει νά τά πάρουμε ἀλλά δέν τά καταφέραμε. Ὁ Βελισσαρίου εἶχε στείλει σημείωμα στόν Παπαδόπουλο, ὅτι ἰσχυρές δυνάμεις πεζῶν ἐμπόδιζαν τήν προέλαση. Καί ὁ Παπαδόπουλος εἶχε ἀπαντήσει μέ σημείωμα πού περιεῖχε δύο μόνο λέξεις:
«Πήδησέ τους!»
Ἡ ὥρα λοιπόν εἶχε φτάσει γιά τό «πήδημα».
«Εἰς τά πυροβόλα!» φώναξε ὁ Ταγματάρχης μας!
Πίσω μας τρέχανε οἱ Κρητικοί του Κολοκοτρώνη καί δίπλα τους οἱ Εὔζωνοι τοῦ 8ου. Καί δίπλα στό Σύνταγμά μας, τρέχανε οἱ Στρατιῶτες τοῦ 18ου ΣΠ, καί τό 3ο Τάγμα τοῦ 17ου, λές καί βάζαμε ἀγῶνα ποιός θά φτάσει πρῶτος! Ἀπό δεξιά, συμμετεῖχε στόν «ἀγῶνα» καί τό 4ο ΣΠ τῆς 1ης Μεραρχίας, πού εἶχε Διοικητή τόν Σχή Παπακυριαζή [23], πού ἦταν μπατζανάκης τοῦ Βελισσαρίου, ἀλλά εἶχαν λογοφέρει καί ἀνταλλάξει λόγια σκληρά στό Σαραντάπορο [24].
Μή ρωτήσετε ποιοί νίκησαν γιατί θά πεῖ ὅτι δέν καταλάβατε ἀκόμη τίποτα.
Φτάσαμε στά 50 μέτρα ἀπό τά χαρακώματα καί οἱ περισσότεροι Βούλγαροι τό βάζανε στά πόδια. Ἦταν τοῦ 16ου Συντάγματός τους, τοῦ περίφημου «Lovchanski» πού ἀνῆκε στήν 1η Ταξιαρχία τῆς 10ης Μεραρχίας του, παλιοί γνώριμοί μας ἀπό τό 605, πού εἶχαν γνωρίσει τήν τρέλα καί τίς λόγχες μας.
Μόνο ἕνας Λόχος τους ἔμεινε στίς θέσεις του, μέ ἕναν γενναῖο Βούλγαρο Ὑπολοχαγό πού τράβηξε τό ξίφος του καί παρότρυνε τούς ἄνδρες του νά ἀντεπιτεθοῦν.
Ὁ Βελισσαρίου, βλέποντάς τον, σημάδεψε μέ τό πιστόλι καί τόν σκότωσε, λέγοντας:
«Ἔτσι σκοτώνονται τά παλληκάρια ... Μπράβο του!»
Βλέποντας τόν Διοικητή τους νά πέφτει, οἱ Βούλγαροι λιγοψύχησαν.
«Τούς φάγαμε! Τούς φάγαμε, τσάκισαν!» φώναξε ὁ Βελισσαρίου καί ρίχτηκε μόνος σ' ἕνα ἐχθρικό μπουλούκι πυροβολῶντας καί ἀποδεκατίζοντάς τους.
Οἱ σφαῖρες περνοῦσαν δίπλα του, ἀλλά δέν τόν ἄγγιζαν. Τόν σέβονταν κι αὐτές! Ὁρμήσαμε ὅλοι στά χαρακώματα νά ξετρυπώσουμε καί τούς τελευταίους. Οἱ λόγχες μας βάφτηκαν στό αἷμα.
Ὁ Βελισσαρίου ἀνέβηκε σέ μία μεγάλη πέτρα καί φώναζε:
«Μπράβο σας παλληκάρια Εὔζωνοι. Ὁ Σταυρός μας βοηθάει. Σταθεῖτε ἕνα λεπτό καί κοιτᾶτε δεξιά καί ἀριστερά καί ἰδῆτε τί γίνεται. Ξεπεράσαμε τήν Ἱστορία του Εἰκοσιένα.»
Ἡ μάχη γινόταν σῶμα μέ σῶμα καί οἱ λόγχες βάφονταν στό αἷμα. Βογγητά καί φωνές ἀλλοφροσύνης γέμιζαν τ' αὐτιά μου. Δέν ἔλεγχα πιά τόν ἑαυτό μου.
«Ὄχι! Ὄχι ἔτσι!»
Δέν ξέρω πῶς μου ἦρθε καί τό φώναξα αὐτό.
Ἀπό ποιά βάθη σκοτεινά της ψυχῆς μου βγῆκε αὐτή ἡ φωνή καί τόσο μῖσος;
«Εἶναι τιμή τους ἡ λόγχη ... Ἔτσι γιά, μέ τόν ὑποκόπανο!» συνέχισα.
Τό μάνλιχερ, πιασμένο ἀπό τήν κάννη, στριφογύρισε στόν ἀέρα, καί κατέβηκε μέ ὁρμή στό κεφάλι ἑνός Βούλγαρου Λοχία, θρυμματίζοντάς το. Ἕνα φριχτό ΚΡΑΚ ἀκούστηκε καί ὁ ἐχθρός σωριάστηκε ἄψυχος.
«Γειά σοῦ κυρ Δεκανέα!» φώναξε ὁ Τσολιάς μου ὁ Ρούπας [25], καθώς χτυποῦσε μέ δύναμη ἕναν ἄλλο Βούλγαρο στό πρόσωπο μέ τόν ὑποκόπανο.
«Γειά σου κι ἐσένα λεβέντη Ρούπα! Δέν πρέπει νά βρωμίζουμε μέ ἄτιμο αἷμα τίς λόγχες πού θά κρατήσουμε γιά ἐνθύμιο τοῦ πολέμου!»
Μέσα καί δίπλα στά ἐχθρικά ὀρύγματα, γέμισε ὁ τόπος ἀπό κορμιά πού σφάδαζαν, μέσα σέ λίμνες αἵματος καί λάσπης. Οἱ ἐχθροί δέν ἄντεξαν τόση ἀλλοφροσύνη, πέταγαν τα τουφέκια τους καί τόβαζαν στά πόδια. Ἀλλά οὔτε κι ἐγώ ἄντεχα νά συνεχίσω τό φριχτό παιχνίδι τοῦ θανάτου. Σάν εἶδα τό κοντάκι τοῦ μάνλιχερ λερωμένο μέ αἵματα καί μυαλά, μέ ἔπιασε κρύος ἱδρῶτας καί τρέμουλο. Στό μυαλό μου ἦρθε τό πρόσωπο τοῦ Λοχία, λίγο πρίν τό χτύπημα.
Ἦταν ὄμορφος ἤ ἔπαιζε τό μυαλό μου παιχνίδια;
Εἶχε μάνα; Γυναῖκα πού τόν περίμενε;
Τί τά σκέφτεσαι τώρα αὐτά; Γεμᾶτος ταραχή, σκούπισα τό κοντάκι στά ροῦχα ἑνός νεκροῦ καί συνέχισα ἀμίλητος, ἀκολουθῶντας τους τσολιάδες μου, χωρίς νά μιλήσω ξανά.
Στή μάχη, τό αἴσθημα τοῦ θριάμβου ἀπέχει ἐλάχιστα ἀπό τή φρίκη. Τό ὅτι σκότωσες αὐτόν πού θά σέ σκότωνε, δέν ἀρκεῖ γιά νά ξεχάσεις τό πρόσωπό του ...
Λίγο παραπέρα σ' ἕνα πολυβολεῖο, εἶδα δυό Βούλγαρους μέσα στά αἵματα. Θά εἶχαν λογχιστεῖ πάνω ἀπό 10 φορές ὁ καθένας. Ἦταν πολυβολητές καί εἶχε ξεσπάσει ἐπάνω τους ἡ ὀργή τῶν Κρητικῶν, γιά τό θανατικό πού εἶχαν σπείρει νωρίτερα. Ἕνας ἀπό αὐτούς, ἴσως καί νά θέλησε νά παραδοθεῖ, ἀλλά ἦταν πιά ἀργά. Οἱ «σύντεκνοι» ἀστειευόντουσαν ...
«Γιατί σήκωνε ψηλά τά σέρια τοῦ αὐτός, μωρέ σύντεκνε;»
«Θά προσευχόταν στό Θεό νά τόνε συγχωρέσει ζζά τά κρίματά του»
«Μωρέ μέ τή μασσέρα ἤθελε αὐτός ὁ κερατᾶς. Νά τοῦ τά κόψουν σύριζα τά ρημάδια τά παλιόσσερα ...»
Καί ἕνας Λοχίας Εὔζωνος, σχολίαζε:
«Πρίν τή μάχη, εἶχα τήν ἰδέα πώς δύο πουλυβόλα μποροῦν νά κἄν' καλά ἴσα μέ δέκα χιλιάδις ἄντρες. Μά σάν εἶδα νά τά παίρνουμ' μέ τή λόγχ', πάει, ἔχασα οὔλη τήν ἐχτίμηση πού τούς εἰχ'»
Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς μάχης, ὁ Βελισσαρίου ἦταν ἀκάλυπτος γιά νά μᾶς ἐμψυχώνει. Ὁ ἀγῶνας ἦταν σύντομος ἀλλά φοβερός, ἰδιαίτερα στήν τελική φάση του, τή «μάχη ἐκ τοῦ συστάδην». Δυό πυροβὅλα τους βάλανε μέχρι τήν τελευταία στιγμή, σχεδόν «ἐξ ἐπαφῆς», ρίχνοντας βολιδοφόρες μέ «ρυθμιστή μηδέν». Πρίν ρίξουν τίς τελευταῖες ὀβίδες, φτάσαμε στίς θέσεις τους καί τά πήραμε μέ τή λόγχη, αὐτά καί ἄλλα δύο πού εἶχαν παρατήσει οἱ πυροβολητές τους!
Καί δέ σταματήσαμε ἐκεῖ.
Στίς 16.00, μιά ὥρα μετά τό σάλπισμα τῆς ἐφόδου, τό Τάγμα μας, μαζί μέ δύο Λόχους τοῦ 8ου ΤΕ πού εἶχαν διατεθεῖ σέ ἐμᾶς, μπῆκε πρῶτο στό Λαχανά, ὅπου πήραμε 2 ἀκόμη κανόνια πού δέν πρόλαβαν νά τά ζέψουν καί νά τά σώσουν οἱ γουρουνομύτες. Τά παράτησαν γιά νά γλυτώσουν.
Συνεχίσαμε τήν καταδίωξη καί πέρα ἀπό τό χωριό, μαζί μέ τόν 1ο Λόχο τοῦ 4ου ΣΠ [26], χωρίς νά τούς δώσουμε χρόνο νά ἀνασυνταχθοῦν. Πάθανε μεγάλο πανικό καί κρυβόντουσαν στά δάση. Οἱ Εὔζωνοι εἶχαν πάρει φόρα:
«Ποῦ εἶσαι κύριε Ταγματάρχα, ἔλα νά μᾶς πηνέψεις του Δικανέα πούσφαξε τούν πουλυβολητή ...»
Ἀλλά σάν προχώρησαν λίγο ἀκόμη, εἶδαν μπροστά τους σ' ἕνα δασάκι τόν Βελισσαρίου, καβάλα στό ἄλογο, νά τούς περιμένει ...
«Μώρ' ἠυτοῦνος εἴνι σατανᾶς, δέν εἴνι ἄνθρωπους ... Τρέχει πιό μπροστά κι ἀπό τίς σφαῖρες μας ...»
Στίς 16.15 ὁ Βελισσαρίου ἔστειλε σῆμα στό Σύνταγμα:
«Ἐκτοπίσας τόν ἐχθρόν ἐκ τοῦ δυτικοῦ της ὁδοῦ δασώδους λόφου, καταδιώκω αὐτόν κατά πόδας.
Πυροβολικόν ἐχθροῦ φεύγει προτροπάδην.
Εὐζῶνοί μου τρέχουν ὡς ζαρκάδια ἀκαταπόνητοι.»
Ὁ Λοχίας Παπαζαχαρίου, πού τραυματίστηκε μπροστά στά ἐχθρικά πυροβόλα, ἔδεσε μόνος το τραῦμα του καί ἔτρεξε νά βρεῖ τή Διμοιρία του πού καταδίωκε Βουλγάρους. Ὁ Ἀνθυπολοχαγός Μπάφας της Διμοιρίας πολυβόλων, μετέφερε τά 4 πολυβόλα του καί τά ἔταξε σέ θέσεις πού νά σαρώνουν καλύτερα τήν ἀμαξιτή ὁδό Λαχανά Σερρῶν, πού σύντομα γέμισε μέ νεκρούς καί τραυματίες Βουλγάρους, καί μέ κάθε λογῆς ὑλικά, ὅπλα καί ἅμαξες μέ ἐφόδια.
Ὁ Ὑποστράτηγος Μανουσογιαννάκης, πού διοικοῦσε τό «Τμῆμα Στρατιᾶς» στό ὁποῖο ἀνῆκαν ἡ 1η καί ἡ 6η ΜΠ, πρόσταξε νά ἀνασυνταχθοῦν οἱ Μεραρχίες καί νά καταυλιστούν συγκεντρωμένες στόν Λαχανά, σέ ἀναμονή νέων Διαταγῶν τοῦ Κωνσταντίνου. Καί ἔστειλε τόν Ἐπιτελάρχη του, τόν Λοχαγό Πάγκαλο, νά κοινοποιήσει τή Διαταγή στόν Συνταγματάρχη μας. Ὁ Πάγκαλος νόμιζε ὅτι θά βρεῖ τό Σύνταγμά μας λίγο παραπάνω καί μέ ἔκπληξη διαπίστωσε ὅτι εἴχαμε διανύσει πολλά χιλιόμετρα. Πάνω στόν δρόμο τῶν Σερρῶν, συνάντησε πρῶτα τήν ἐφεδρεία μας, τό Τάγμα τῶν Κρητῶν. Ὁ Διοικητής τοῦ Τάγματος αὐτοῦ, ὁ ἥρωας Κολοκοτρώνης, σάν ἄκουσε τή Διαταγή, τοῦ ἀπάντησε περήφανα:
«Δέν ἀφήνεις γι' ἀργότερα τήν κοινοποίηση τῆς Διαταγῆς, νά προλάβουμε νά ξεκαθαρίσουμε λίγους Βούλγαρους ἀκόμη;»
Μοιρασμένα σέ μικρά τμήματα, τά Εὐζωνικά Τάγματα κυνηγοῦσαν τόν ἐχθρό φρενιασμένα καί τόν ἀποδεκάτιζαν τήν ὥρα ἐκείνη.
Ἀλλά καί ὁ Συνταγματάρχης μας ὁ Παπαδόπουλος, παρόμοια ἀπάντηση ἔδωσε στόν Πάγκαλο:
«Τί ἔκανε λέει; Ν' ἀφήσουμε τό γάμο καί νά πᾶμε γιά πουρνάρια; Δέν εἴμαστε καλά! Γιά νά φωνάξουμε τόν Βελισσαρίου, νά ἰδοῦμε τί λέει κι αὐτός!»
Ὁ Βελισσαρίου ἔφτασε ἱδρωμένος, σκονισμένος καί μπαρουτοκαπνισμένος. Καί ὅλοι μαζί, Παπαδόπουλος, Κολοκοτρώνης καί Πάγκαλος, κάνανε μαζί του συμβούλιο.
«Ἡ δίωξη πρέπει νά ἐξακολουθήσει καί τή νύχτα ...» φώναξε ὁ Βελισσαρίου.
Πρέπει νά πᾶμε τούς Βουλγάρους κυνηγῶντας ὡς τόν Στρυμόνα καί νά πάρουμε τά γεφύρια τῆς Κουμάριανης καί τοῦ Ὄρλιακου.
Ὅλα τά' ἄλλα εἶναι χαζομάρες!»
Ἡ ἐξέλιξη τῆς μάχης ἀπέδειξε πόσο δίκιο εἶχε ὁ Βελισσαρίου.
Ἄν εἴχαμε πάρει τά γεφύρια, δέν θά τά κατέστρεφαν οἱ Βούλγαροι, ὅπως ἔγινε ἀργότερα, ὅταν ξαναβρῆκαν τό θάρρος τους καί, βλέποντας ὅτι σταματήσαμε τήν καταδίωξη, κατάφεραν νά ἀνασυνταχθοῦν ἀνενόχλητοι. Καί γιά νά περάσουμε ἀργότερα τόν Στρυμόνα, μέ τούς Βούλγαρους ὀχυρωμένους, χρειάστηκε νά χύσουμε πολύ αἷμα.
Ἀλλά ἡ Διαταγή ἦταν Διαταγή καί καθώς ἄρχισε νά σκοτεινιάζει, κατά τίς 7 μμ σταματήσαμε στό τελευταῖο ὕψωμα τῆς πεδιάδας τῶν Σερρῶν, στό χωριό Μπάσκιοϊ [27], 2 ὧρες δρόμο ἀπό τό Ὄρλιακο.
Ἡ παραφροσύνη σταμάτησε. Τό αἷμα ἔπαψε νά κοχλάζει καί ἦρθε ἡ ὥρα νά μετρηθοῦμε. Καί ἀπό τή δύναμη τοῦ Συντάγματος, ἔλειπε ὁ ἕνας στούς πέντε.
Εἴχαμε 3 Ἀξιωματικούς καί 249 Ὁπλῖτες νεκρούς, 13 Ἀξιωματικούς καί 430 Ὁπλῖτες τραυματίες. Ἀνάμεσά τους, ὁ Διοικητής τοῦ 8ου Τάγματος Ἰατρίδης καί ὅλοι πλήν ἑνός οἱ Διοικητές Λόχων τοῦ Τάγματος τῶν Κρητῶν. Τά μάνλιχερ καί τά πολυβὅλα μας ρίξανε 186.886 σφαῖρες στό τριήμερο τῆς μάχης.
Ἀλλά νικήσαμε. Καί πιάσαμε καί 438 αἰχμαλώτους, ἀνάμεσά τους 4 Ἀξιωματικούς. Καί κυριεύσαμε καί 6 πυροβόλα μέ τά κλείστρα ἀνέπαφα. Δύο ἀπό αὐτά ἦταν ἀκόμη γεμᾶτα, μέ τούς πυροβολητές τους, πού προσπάθησαν νά ἀμυνθοῦν, λογχισμένους.
Καί πήραμε καί ἄφθονο πολεμικό ὑλικό.
Καί στό Λαχανά ἔγινε τρικούβερτο γλέντι μέ τά πρόβατα πού βρήκαμε. Γιά πότε βάλαμε τίς σοῦβλες οὔτε πού πρόλαβε κανείς νά καταλάβει. Εἴχαμε νά φᾶμε καί νά πιοῦμε τρεῖς μέρες. Οὔτε νερό ἀπό τά πηγάδια καί τά ρυάκια δέν παίρναμε, φοβόμασταν μήν εἶναι χολερισμένο ἤ δηλητηριασμένο.
Στήν ἔκθεση πού ἔστειλε στό Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ὁ Κωνσταντῖνος, εἶναι ὁλοφάνερη ἡ περηφάνεια πού ἔνοιωσε κι αὐτός γιά τά ἀνδραγαθήματά μας:
«Αἱ δύο κατά Λαχανά ἐπιχειρήσασαι Μεραρχίαι εἶχον τήν ἡμέραν αὐτήν βαρυτάτην ἀποστολήν καί σκληρότατον ἀγῶνα.
Μετά μεγίστης προσπαθείας κατώρθωσαν νά τάξωσι τό Πυροβολικόν αὐτῶν καί μετ' ἀλεπαλλήλους ἐφόδους κατώρθωσαν νά κυριεύσωσι διά τῆς λόγχης τά ὑψώματα τοῦ Λαχανά ἅτινα ὁ ἐχθρός ὑπερήσπισε μετά λύσσης.
Ἀληθεῖς κατακόμβας ἐστοίχισαν αἱ ἔφοδοι αὐταί εἰς τά ἡρωικά μας Συντάγματα, ἀλλ' ἡ καταστροφή τοῦ ἐχθροῦ ὑπῆρξεν τελεία καίτοι ἦτο οὗτος ἀριθμητικῶς σχεδόν ἰσοδύναμος, ἤτοι 16 τμημάτων Πεζικοῦ μετά 24 πυροβόλων.
Ὁ ἐχθρός ἐκτιναχθείς ἐκ τῶν θέσεών του ἐτράπη εἰς φυγήν πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς γέφυρας Ὄρλιακο, ἀφήσας εἰς χεῖρας ἡμῶν δώδεκα πυροβόλα, πολυβόλα καί ἄλλα εἴδη ὁπλισμοῦ.
Τά στρατεύματα ἡμῶν κατεδίωξαν αὐτόν μέχρι Μπάσκιοϊ, ἔνθα ἔταξαν προφυλακάς.»
Ὁ ψυχολογικός ἀντίκτυπος τῆς νίκης μας ἦταν τεράστιος.
Ἤμασταν ὅλο κέφι καί αὐτοπεποίθηση.
Καί γιά τούς Βούλγαρους, πού σάν μᾶς βλέπανε κοντά τους μέ τίς λόγχες, δέν ἄντεχαν καί τόβαζαν στά πόδια, δέν λέγαμε «φεύγουν πανικόβλητοι», ἀλλά ὅτι «φεύγουν ... τσαρουχόβλητοι».
Ἡ τρομάρα τους ἦταν τόση, πού 2 μέρες μετά, ἕνας Τσολιάς τῶν μεταγωγικῶν μάχης, ὁ Τσούκας, ἐκεῖ πού πήγαινε νά παραλάβει τρόφιμα, συνάντησε τυχαῖα 10 Βουλγάρους φυγάδες, πού βάδιζαν πρός τό μέρος του. Χωρίς νά χάσει τήν ψυχραιμία του, ἅρπαξε τό ὅπλο καί τούς φώναξε:
«Ἄλτ! Στόν τόπο! Μήν κουνηθεῖτε γιατί θά διατάξω πῦρ!»
Καί τούς ἔδειξε κατά τά χαμόκλαδα, ὅπου τάχα ἦταν κρυμμένοι κι ἄλλοι Εὔζωνοι. Οὔτε πέρδικα δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ ...
Οἱ Βούλγαροι προσπάθησαν νά τρέξουν. Σημάδεψε ὁ Τσούκας καί ἄφησε στόν τόπο ἕναν ἀπό αὐτούς. Οἱ ἄλλοι τρομοκρατήθηκαν καί πέταξαν τά ὅπλα. Πῆρε σχοινιά ὁ Τσούκας ἀπό τά μεταγωγικά, καί τούς ἔδεσε ὅλους, τόν ἕνα πίσω ἀπό τόν ἄλλο. Φόρτωσε καί τά ὅπλα τούς σ' ἕνα μουλάρι, καί τούς ἔφερε στό Τάγμα συνοδεία. Σάν τό ἔμαθε ὁ Μέραρχος, τόν προβίβασε σέ Δεκανέα καί τοῦ ἄξιζε! Κι ἄν τόν ρωτοῦσες τί συνέβη στούς Βουλγάρους καί γιατί τρόμαξαν τόσο σάν τόν εἶδαν, αὐτός ἀπαντοῦσε μέ ὕφος γιατροῦ:
«Εἶχαν προσβληθεῖ ἀπό ὀξεῖα τσαρουχίτιδα ...»
Ἀπό : armynow.gr, ὅπου μπορεῖτε νά διαβάσετε τίς σημειώσεις, σχόλια καί παραπομπές
Φώτης Σαραντόπουλος, ἐδῶ κι᾿ἐδῶ.
Ἔτσι γράφετε ἡ Ἱστορία. Μέ τέτοιους ἄνδρες, μέ τέτοια Πίστιν !
Ἡ Πελασγική
'' Με τετοιους ανδρες, με τετοια πιστιν '' ετσι γραφεται η ιστορια. Ναι και παλι ναι εις τους αιωνας των αιωνων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜανιακι, Βεργα, Κιλκις, ασβεστον φως αγαπης για την πατριδα και πιστεως!!
Καί δυστυχῶς, ζοῦμε σέ καιρούς ἄλλου εἴδους ...« περηφάνειας» !!!
ΔιαγραφήΚαλησπέρα ἀγαπητέ μου Ahoy !