Η Αρμενία έχει ιστορία 3.500 χρόνων με επιτυχίες, δόξα και τραγικές περιπέτειες, για τις οποίες αιτία στάθηκε η σπουδαία γεωγραφική της θέση.
Ο καθεδρικός ναός Etchmiadzin ο παλαιότερος καθεδρικός ναός στον κόσμο
H ιστορική Aρμενία απλωνόταν σε ένα ευρύτατο υψίπεδο, που περικλειόταν μεταξύ των οροσειρών του Kαυκάσου στο βορρά και του Tαύρου στο νότο. Aπό την έκταση αυτή,που κάλυπτε γύρω στις 400 χιλ. τετρ. χλμ.απέμεινε–έπειτα από τις αλλεπάλληλες περιπέτειες μέσα στους αιώνες– ένα τμήμα μόνο (29.800 τετρ.χλμ.), που ανήκει σήμερα στην επικράτεια της Aρμενικής Δημοκρατίας. ..
Η αρμενική μυθολογία είναι ένα ακόμη κομμάτι του πολιτισμικού πλούτου του λαού αυτού. Αγνοούμε σχεδόν τα πάντα για τη γέννησή της, παρόλα αυτά διατηρεί ακόμη ως τις μέρες μας, μιαν απαράμιλλη επικαιρότητα που την κρατά πάντα ενσωματωμένη στη σκέψη των Αρμενίων και την καθημερινή γλώσσα τους...Η αρμενική μυθολογία είναι πολύ πλούσια σε ηρωικά πρόσωπα, ιστορίες, γεγονότα, που πλέκονται σε ένα πυκνό υφάδι και αποτελούν στέρεα αρχή και αφετηρία της τρισχιλιόχρονης ιστορίας του λαού.
Μοβσές Χορενατσί (φωτό) |
Ο πρώτος θεός των Αρμενίων, που ονομαζόταν «Αρ» ήταν συγχρόνως και ένας από τους πρώτους ήχους της αρμενικής γλώσσας και σήμαινε «ήλιος» και «φως». Ο ήλιος τότε θεωρούνταν αστείρευτη πηγή δύναμης και ταυτιζόταν με τον ανώτερο θεό.
Αναφορές στο Αραράτ υπάρχουν ήδη από το 6.000 π.Χ. Ένα επικό ποίημα των Σουμερίων, το «Γιλγαμές», το αναφέρει ως το βουνό όπου ζουν οι θεοί.
Η λέξη «Αραράτ» μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις λέξεις «Αρ-αρ-Ατ».Το «Αρ-αρ», δηλαδή η επανάληψη της πρώτης λέξης, δηλώνει το σύνολο των θεών ενώ η λέξη «ατ» είναι μια αρχαϊκή εκδοχή της λέξης «χατ» που σημαίνει «τμήμα» η «κομμάτι». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, Αραράτ, κατά μια εκδοχή, σημαίνει «κομμάτι των θεών» ή «κομμάτι δημιουργίας».
Τό ὅρος Ἀραράτ (φωτό) |
Τα πρώιμα σύμβολα για τους θεούς συνδέονται με τα αστρικά σύμβολα. Η πρώτη χρήση της τότε ιερής «σβάστικας» και του σταυρού βρίσκονται σε επιγραφές στην οροσειρά Γκεγαμά της Αρμενίας και χρονολογούνται από το 20.000 π.Χ. έως το 15.000 π.Χ. Σπηλαιογραφίες που τοποθετούνται χρονικά στο 8.500 π.Χ. απεικονίζουν σύμβολα που σχετίζονται καθαρά με την αστρονομία. Ο ήλιος, η σελήνη και οι γαλαξίες θεωρούνται θεότητες και λατρεύονται από τους Αρμενίους, ενώ τα αστρικά φαινόμενα όπως η έκλειψη και οι κομήτες εκλαμβάνονται ως επικοινωνία με τους θεούς.
Την 5η χιλιετία π.Χ. οι αρχαίοι Αρμένιοι συντελούν στη διαμόρφωση των σχεδίων και των ονομάτων του ζωδιακού κύκλου και επινοούν μια από τις πρώτες μορφές ηλιακού ημερολογίου με 365 μέρες το χρόνο.
Επίσης, γύρω στην 5η χιλιετία π.Χ. μια σειρά πέτρινοι δράκοντες τοποθετήθηκαν στις βουνοπλαγιές της Αρμενίας κοντά σε νεροπηγές (επειδή οι δράκοι κατά τους Αρμενίους έμοιαζαν με γιγάντια ψαριά που συνδύαζαν τη μορφή της φάλαινας και του καλαμαριού). Λίγο αργότερα πάνω στους μονόλιθους αυτούς άρχισαν να χαράσσονται μορφές φιδιών, θηρίων, μαίανδροι και σταυροί.Οι θεοί των Αρμενίων είχαν ως το 3.000 π.Χ. επίκεντρο τη λατρεία του ηλίου ενώ την εποχή των Ουραρτού οι θεότητές τους άρχισαν να αντικαθιστώνται με τις μορφές των θεοτήτων της Μεσοποταμίας κα της Αιγύπτου οι οποίες ήταν συνδυασμοί μορφικών στοιχείων ζώων και ανθρώπων.
Οι καθαρά ανθρωπόμορφες θεότητες εμφανίστηκαν κατά την αρμενική ελληνιστική περίοδο και είναι σαφώς επηρεασμένες από το ελληνικό πάνθεο και την ελληνική μυθολογία γενικότερα.
...Πανάρχαιες ελληνικές παραδόσεις συνέδεαν στενά τον ελληνικό και τον αρμενικό λαό. Aπό αυτές αρκεί να αναφερθεί εκείνη που διέσωσε ο Στράβων, που ανάγει την καταγωγή των Aρμενίων στο σύντροφο του Iάσονα, Άρμενο (Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν Αργοναύτης με καταγωγή από τη Θεσσαλία· αφού συνόδευσε τον Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία, πήγε στις χώρες Ακιλησηνή, Συσπιρίτιδα, Καλαχάνη και Αδιαβηνή και τις μετονόμασε σε Αρμενία. Ο Στράβων αναφέρει πως οι Αρμένιοι φορούσαν ακόμη την παλιά θεσσαλική ενδυμασία. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για ετυμολογικό συνδυασμό,Ορμένιος-Αρμένιος, ανάλογο προς άλλους παρόμοιους, όπως Περσεύς-Περσία, Μήδεια-Μηδία.), τον «εξ Aρμενίου πόλεως των περί την Bοιηίδα λίμνην μεταξύ Φερών και Λαρίσης».
Nεώτερες θεωρίες τείνουν να αποδεχθούν έμμεσα τις παραδόσεις αυτές, αναζητώντας την αρχική κοιτίδα των Πρωτο-Aρμενίων στην ελληνική χερσόνησο.
Ο Hρόδοτος ανάγει την καταγωγή τους στα θρακο-φρυγικά φύλα που πέρασαν, γύρω στα 1200 π.X. ή και αργότερα, στη Mικρά Aσία και, γύρω στα 600 π.X., στη χώρα που ονομάστηκε Oυραρτού (σημαίνει Αραράτ) . Στη χώρα τελικά των Oυραρτού, για τον πολιτισμό των οποίων διαθέτουμε μερικές μαρτυρίες σε σφηνοειδή γραφή, συμβίωσαν επί αιώνες, συχνά υπό καθεστώς ανταγωνισμού ή αναμετρήσεων, οι Aρμένιοι, οι Mήδοι, οι Πέρσες, οι Aσσυριο-Xαλδαίοι,αλλά και άλλοι, νομαδικοί κυρίως,λαοί της περιοχής. Mέσα σ’ αυτό λοιπόν το γεωγραφικό πλαίσιο, σε ένα ευρύτατο υψίπεδο που περιλάμανε τις λίμνες Σεάν, στη σημερινή Aρμενία, Bαν, στη σημερινή Tουρκία και Oύρμια, στο σημερινό Iράν πραγματοποιήθηκαν, μέσα στο χρόνο και οι εθνογενετικές εκείνες διαδικασίες, από τις οποίες θα αναδυθεί αργότερα ο αρμενικός λαός.
...Οι Αρμένιοι, φυλή ινδοευρωπαϊκή, εγκαθίστανται στους πρόποδες του Αραράτ, γύρω στο 600 π.Χ.. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας, στην περιοχή γύρω από το όρος Αραράτ, από τη λίθινη εποχή.
Γύρω στο 1.000 π.Χ., η Αρμενία ήταν ένα βασίλειο, γνωστό ως Ουραρτού. Οι προ-Αρμένιοι Ουραρτινοί άφησαν μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Από εκείνα τα χρόνια είχαν ασχοληθεί με το εμπόριο και τις πολιτιστικές ανταλλαγές με τους γειτονικούς λαούς. Τα ερειπωμένα παλάτια και τα φρούρια τους σώζονται ακόμη και σήμερα. Γύρω στο 600 π.Χ., το βασίλειο των Ουραρτού παρακμάζει τελείως και η Αρμενία είναι πλέον πραγματικότητα, με την πολιτική και εθνική πρόσμιξη διαφόρων φυλετικών ομάδων, Αρμενίων, Σκυθών, Μήδων, Χετταίων και άλλων. Μολονότι διατήρησαν μεγάλο μέρος της παλιάς τους εθνικής ταυτότητας, οι Ουραρτινοί υιοθέτησαν μια νέα γλώσσα που ήταν ένας ξεχωριστός κλάδος της ινδο-ευρωπαϊκής οικογένειας.
Ἄγαλμα τοῦ Ἡρακλῆ στό Μπεχιστούν (φωτό) |
Περσικές και ελληνικές πηγές άρχισαν να αναφέρονται στην ''Αρμενία'' και στους ''Αρμενίους'' το 600 π.Χ. περίπου. Ήταν γνωστοί με αυτά τα ονόματα στους μεγάλους Βασιλείς της Περσίας, το Δαρείο και τον Ξέρξη, όπως επίσης στον πατέρα της Ιστορίας τον Ηρόδοτο.
Έτσι το αρμενικό έθνος καταλάμβανε την περιοχή γνωστή ως «Μείζων Αρμενία» και τις γειτονικές περιοχές, πολύ νωρίτερα από το 500 π.Χ. ως τον 20ό αιώνα. Η Γενοκτονία του 1915-1923 διέκοψε μια συνεχή εθνική ιστορία 2.500 και πλέον ετών.
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα οι Έλληνες μισθοφόροι διέσχισαν τον Κεντρίτη ποταμό2 το σημερινό Μπχοτάν-Σου, έφθασαν στον ποταμό Τηλεβόα το σημερινό Καρά-Σου, πέρασαν μέσα από την πεδιάδα του Μους κι από εκεί διέσχισαν τον Ευφράτη και έφθασαν στο Μαναζκέρτ3. Στη συνέχεια προχώρησαν προς το Taochci, το σημερινό Ολτί, μια πόλη της επαρχίας Ερζερούμ, η οποία ιστορικά αποτελούσε μέρος της αρμενικής επαρχίας Taiq4 , οδηγήθηκαν στο νότιο τμήμα του Καρς και έφθασαν στην πλούσια, πυκνοκατοικημένη χώρα των Σκυθών, πέρασαν στο σημερινό Γκιουμρί, προχώρησαν μέσω της περιοχής Ζαρισάτ5 νότια του Αρταχάν και διασχίζοντας τα βουνά της περιοχής των Macroni6 και την περιοχή της φυλής των Κολχών7 έφθασαν την Τραπεζούντα, στο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας.
Η Αρμενία περιγράφεται από τον Ξενοφώντα ως μια απέραντη και πλούσια χώρα, την οποία κυβερνούσε ο Ορόντης (Γιετβάρτ), με ύπαρχο (υποδιοικητή) τον Τιρίβαζο. Την εποχή του Ξενοφώντος οι Αρμένιοι δεν είχαν καταλάβει ακόμα την πεδιάδα του Αραράτ, εκεί κατοικούσαν διάφορες φυλές όπως οι Saspeir8 , οι Αλαρόδιοι (Ουραρτινοί) και άλλες αρχαίες εγγενείς φυλές. Οι Καρδούχοι9 ήταν μια πολεμοχαρής φυλή η οποία δεν είχε υποταχθεί στους Πέρσες, είχε καταλάβει το νότιο τμήμα του Κεντρίτη ποταμού και βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τη φυλή των Αρμέν10 . Ο Ξενοφών αναφέρει «…για το λόγο αυτό δεν συνάντησα κανέναν οργανωμένο οικισμό ή χωριό στη δεξιά όχθη του ποταμού Κεντρίτη…».
...Εκτός από την αφθονία του σίτου, του κρι-θαριού και των δημητριακών, στα χωριά των Αρμέν υπήρχε οργανωμένο εμπόριο και αγορά με καταστήματα. Εμπορεύονταν σταφίδες, αρωματικό κρασί, σουσάμι, αιθέρια έλαια από αμυγδαλανθό και τερεβινθίνη.
Οι κάτοικοι ασχολούντο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, εξέτρεφαν βοοειδή και εξήγαγαν άλογα. Ο Ηρόδοτος τους αποκαλεί «πολυπρόβατοι Αρμέν» για τον πλούτο της κτηνοτροφίας τους.
Το πολιτιστικό τους επίπεδο παρουσίαζε εντυπωσιακές αντιθέσεις στα διάφορα μέρη της χώρας. Στις όχθες του ποταμού Κεντρίτη υπήρχαν εντυπωσιακά σπίτια με πύργους και κήπους, ενώ διαμετρικά αντίθετη ήταν η εικόνα στις περιοχές κοντά στις πηγές του Ευφράτη όπου οι κατοικίες ήταν υπόγειες.
Η αγροτική ζωή των Αρμέν ήταν πατριαρχική και οικογενειακού χαρακτήρα. Τα χωριά ήταν οργανωμένα σε ομάδες και περιφραγμένα. Όλοι αναγνώριζαν έναν αρχηγό τον ονομαζόμενο Komarch, ο οποίος ήταν ο ανώτατος άρχων της περιοχής.
Η απουσία πόλεων ήταν αξιοπρόσεκτη. Στα χωριά είχαν εγκατασταθεί οικογένειες οι οποίες ανήκαν σε διάφορα γένη και είχαν τον τοπικό τους αρχηγό. Οι φόροι οι οποίοι πληρώνονταν συλλογικά στον πέρση βασιλιά, ήταν ένας προσυμφωνημένος αριθμός στρατιωτών για τη συντήρηση του στρατού του πέρση βασιλιά της περιοχής. Ο Δαρείος ήταν ένας από αυτούς.
Μεγάλος αριθμός του αρμενικού στρατού υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Μεγάλου Πέρση μονάρχη, ο οποίος στρατοπέδευε σε ένα τμήμα του αρμενικού οροπεδίου. Έτσι εξηγείται το γεγονός, ότι στην ύπαιθρο υπήρχαν χωριά με συγκριτικά μικρό αριθμό κατοίκων οι οποίοι είχαν ως κύρια ενασχόλησή τους το στρατό.
Αυτή η οργάνωση του στρατού ήταν ίδια και στην ευρύτερη περιοχή, όπως στη Γεωργία και στις άλλες περιοχές του Καύκασου. Όπως επισημαίνεται από τον γεωργιανό ιστορικό, J. Tchavakhishvili, η λέξη «eri» στην αρχαία ιβηρική γλώσσα εκτός από την έννοια άνθρωπος, σήμαινε και στρατιώτης.
Οι Μήδες, όταν κατέλαβαν το βασίλειο των Ουραρτού, χρησιμοποίησαν τους Αρμέν για να υποτάξουν τις σκληροτράχηλες φυλές της περιοχής. Ο Μαρκάρ επισημαίνει, ότι οι περιοχές των Αρμέν διατήρησαν τις στρατηγικές τους θέσεις στις αρμενικές ορεινές περιοχές, λόγω της στρατιωτικής ικανότητάς τους.
Οι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν κατά τον 8-9ο π.Χ αιώνα στην κοιλάδα του Αράξου ποταμού, από την Κεντρική Ασία κι ανάμεσα από τον Ελλήσποντο και το Βόσπορο.Στην αρχή υποτάχθηκαν στους ηγεμόνες της Νινευί και όταν το 606 π,Χ. η Νινευί καταστράφηκε, έμειναν για λίγο καιρό ανεξάρτητοι. Στη συνέχεια τους υποδούλωσαν οι Ασσύριοι, οι Μήδοι, οι Πέρσες, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Σελευκίδες της Συρίας, οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Μογγόλοι, οι Τούρκοι και οι Ρώσοι. Ο ηγεμόνας Τιγκράν ή Τιγράνης ο Μέγας ίδρυσε ισχυρό βασίλειο, το οποίο καταλύθηκε από τους Πέρσες.
Λέων ὁ Ἀρμένιος |
Από τον 7ο αιώνα μ.Χ., με την εξάπλωση του μωαμεθανισμού, οι Αρμένιοι αντιμετώπισαν τις επιθέσεις των Αράβων και των Τούρκων. Μετά την παρακμή του Βυζαντίου η Αρμενία, που εκτεινόταν σε 150 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, ανάμεσα στην Κασπία θάλασσα, στον Εύξεινο Πόντο, στην Περσία και την Μικρά Ασία, έγινε ανεξάρτητο βασίλειο.Από εκεί περνούσαν οι δρόμοι, που οδηγούσαν στα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, από την Κεντρική Ασία, την Περσία και τις Ινδίες.Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών ιδρύθηκε στην Κιλικία το βασίλειο της Μικράς Αρμενίας, το οποίο καταστράφηκε από τους Μογγόλους το 1235 μ.Χ.
Εν τω μεταξύ, η Μείζων Αρμενία, η οποία αποτελούνταν από το μεγαλύτερο πέραν του Ευφράτη τμήμα της χώρας, κατελήφθηκε αρχικά από τους Σελτζούκους-Τούρκους και κατόπιν από τους Μογγόλους, τους Τατάρους, τους Πέρσες και τους Οθωμανούς-Τούρκους. Την ίδια τύχη είχε και η Μικρά Αρμενία. Οι Τούρκοι άρχισαν να σταθεροποιούνται στην Αρμενία από τον 15ο μ.Χ. αιώνα. Τον 19ο μ.Χ. αιώνα η Ρωσία κατέλαβε τα εδάφη της Αρμενίας, τα οποία ήταν κοντά στον Καύκασο, δηλαδή το ανατολικό τμήμα της Μείζονος Αρμενίας.
Το 1878, οι Τούρκοι, με την Συνθήκη του Βερολίνου,υποχέθηκαν να δώσουν στην Αρμενία την αανεξαρτησία της. Αυτό ενθάρρυνε τους Αρμενίους και , παρακινούμενοι από την Αγγλία και την Ρωσία, άρχισαν να οργανώνουν επανάσταση.Οι Τούρκοι όμως πρόλαβαν την εξέγερση και άρχισαν τις σφαγές και τους άγριους διωγμούς, που κράτησαν από το 1894 ως το 1920
Διαβᾶστε ὁλόκληρο τό σπουδαῖο ἱστορικό θέμα,περί Ἀρμενίας,τό ὁποῖο ἔχει 4 ἑνότητες,ἐδῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου