εἰκόνα |
Πλάτων Νόμοι (698α-699ε) : Ποῦ ὀφείλονταν τά κατορθώματα τῶν Ἀθηναίων στούς Περσικούς πολέμους: ἡ αἰδώς ἀπέναντι στόν νόμο περιόριζε τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία
ΑΘ. Όσον αφορά μεν, λοιπόν, τα περί των Περσών, ότι δεν κυβερνώνται
σωστά σήμερα, λόγω της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας
βάλωμε τέλος.
ΜΕ. Ε, βέβαια.
ΑΘ. Όσον αφορά τώρα το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη επίσης να εξετάσωμε εν συνεχεία πώς η παντελής και απηλλαγμένη από κάθε περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μιαν εξουσία μετριοπαθή, που αποτελείται από αιρετούς άρχοντας.
Πράγματι, σε μας την εποχή εκείνη, τότε που εγίνετο η επίθεσις των Περσών εναντίον των Ελλήνων ―θα μπορούσε μάλιστα να πη κανείς και εναντίον όλων αυτών που κατοικούσαν στην Ευρώπη―, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα, η δε εξουσία απετελείτο από τέσσαρες φορολογικές τάξεις, ενυπήρχε δε και η κυρίαρχος αιδώς προς τους τότε νόμους, που μας υπεχρέωνε να ζούμε υπακούοντάς τους.
Επί πλέον, ο τεράστιος όγκος του στρατεύματος που επήλθεν εναντίον μας, και από την ξηρά και από την θάλασσα, με τον ανείπωτο φόβο που γέμισε τις ψυχές μας, μας έκαμε να υπακούωμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντας και στους νόμους, και συνεπεία όλων αυτών συνέπεσε να αναπτυχθή μεταξύ μας απόλυτη σύμπνοια.
Πράγματι, δέκα σχεδόν έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας εξεστράτευσε ο Δάτις επικεφαλής περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, σταλμένος απ' τον Δαρείο με τη ρητή εντολή να τους φέρη πίσω αλυσοδεμένους, τον απείλησε δε με θάνατο αν δεν τα έκανε αυτά. Και ο Δάτις, τους μεν Ερετριείς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέβαλε τελείως με τις πολλές μυριάδες στρατού, και διέδωσε φοβερό μήνυμα στην πόλη μας, ότι κανείς από τους Ερετριείς δεν μπόρεσε να του ξεφύγη. Διότι, λέει, αφού ένωσαν τα χέρια τους, οι στρατιώται του Δάτιδος έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη χώρα. Και η φήμη αυτή, είτε ήταν αληθινή είτε απ' οπουδήποτε κι αν προήρχετο, γέμισε με τρόμο και τους άλλους Έλληνας, κυρίως όμως τους Αθηναίους. Όταν όμως αυτοί έστειλαν παντού πρεσβείες ζητώντας βοήθεια, κανείς δεν προθυμοποιήθηκε, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμονίους. Αλλά κι' αυτοί, εμποδιζόμενοι από τον πόλεμο που έκαναν τότε εναντίον της Μεσσήνης, είτε από κάποιο άλλο ίσως εμπόδιο ―δεν ξέρομε βλέπετε ακριβώς―, έφθασαν πράγματι την επομένη της μάχης που έγινε στο Μαραθώνα. Εν συνεχεία εκυκλοφόρουν φήμες περί μεγάλων προετοιμασιών και απειλών εκ μέρους του βασιλέως (των Περσών). Με την πάροδο δε του χρόνου μαθεύτηκε πως είχε πεθάνει ο Δαρείος, και ότι είχε αναλάβει την εξουσία ο γιος του, νέος την ηλικία και ορμητικός, ο οποίος δεν είχε καθόλου εγκαταλείψει την ιδέα της εισβολής.
Φυσικά, οι Αθηναίοι αντελαμβάνοντο ότι όλη αυτή η προετοιμασία εστρέφετο εναντίον τους, γι' αυτό που έγινε στον Μαραθώνα, ακούοντας δε ότι ανοίχθη πέρασμα στον Άθω και ότι εζεύχθη ο Ελλήσποντος και ακούοντας το πόσο πολλά ήσαν τα πλοία, εσκέφθηκαν πως δεν υπήρχε σωτηρία γι' αυτούς, ούτε από την ξηρά ούτε από τη θάλασσα, και ότι δεν επρόκειτο πράγματι να τους βοηθήση κανείς ― διότι ενεθυμούντο ότι, όταν ήλθαν για πρώτη φορά (οι Πέρσαι) και έκαναν τα όσα έκαναν στην Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον ούτε κανείς τους εβοήθησε, ούτε διεκινδύνευσε να πολεμήση μαζί τους, και συνεπώς το ίδιο περίμεναν πως θα συμβή και τότε, κατά ξηράν τουλάχιστον, αλλά και κατά θάλασσαν, πάλιν, ούτε κι' εκεί έβλεπαν καμμιάν ελπίδα σωτηρίας, δεδομένου ότι επήρχοντο εναντίον τους χίλια κι' ακόμη περισσότερα πλοία. Αντελαμβάνοντο, λοιπόν, πως μια ελπίδα σωτηρίας υπήρχε, αμυδρή μεν και απεγνωσμένη, αλλά και μοναδική, και τούτο διότι είχαν υπ' όψιν τους αυτό που έγινε την πρώτη φορά, δεδομένου ότι και τότε εφαίνετο αδύνατον να συμβή να νικήσουν στον πόλεμο.
Βασιζόμενοι δε επάνω σ' αυτή την ελπίδα εύρισκαν πως μόνο καταφύγιό τους ήσαν αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά, λοιπόν, τους ενέπνεαν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που τους κατείχε τότε και ο φόβος ο προερχόμενος από τους παλαιούς νόμους, που τον είχαν αποκτήσει υπακούοντας τυφλά στους προηγούμενους νόμους, αυτός ο φόβος που πολλές φορές πριν στη συζήτησή μας τον ωνομάσαμε αιδώ, στην οποίαν υποστηρίξαμε ότι πρέπει να υπακούουν τυφλά εκείνοι που θέλουν να γίνουν αγαθοί άνδρες, αυτός δε που την φοβείται είναι ελεύθερος και άφοβος. Και αν δεν τους κατείχε τότε ο φόβος αυτός δεν θα υπερασπίζοντο ποτέ τη χώρα τους ενωμένοι, ούτε θα υπερασπίζοντο τους τάφους και τα ιερά και την πατρίδα, και μαζί και τους άλλους οικείους και φίλους, όπως τους υπερασπίσθηκαν τότε, αλλ' αν καθένας μας ήθελε χωρισθή τότε σε μικρές–μικρές ομάδες, θα είχαμε σκορπισθή ο ένας στο ένα μέρος κι' ο άλλος στ' άλλο.
ΜΕ. Πάρα πολύ σωστά τα είπες, φίλτατε, και αντάξια σου και της πατρίδος σου.
ΑΘ. Έτσι έχουν τα πράγματα, Μέγιλλε· είναι δίκαιο να λέη κανείς τα όσα έγιναν κατά την περίοδο εκείνη σε σένα, που έχεις κληρονομήσει τον χαρακτήρα των προγόνων σου. Προσέξτε τώρα, και συ κι' ο Κλεινίας, αν αυτό που λέμε έχει σχέση με τη νομοθεσία. Διότι αν μιλώ, δεν το κάνω έτσι, κουβέντα να γίνεται, αλλά γι' αυτό που σας είπα. Προσέξτε να δήτε: επειδή κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πάθημα είχε συμβή και σε μας, όπως ακριβώς στους Πέρσας ―σ' εκείνους μεν, διότι επέβαλαν στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ' εμάς δε, αντιθέτως, διότι ενεθάρρυναν τα πλήθη σε απόλυτη ελευθερία―, αν μπορέσουμε να πούμε πως συνέβη αυτό και τι συμπέρασμα βγαίνει, τότε η συζήτησις που κάναμε πριν δεν στερείται κάποιας αξίας.
ΜΕ. Ε, βέβαια.
ΑΘ. Όσον αφορά τώρα το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη επίσης να εξετάσωμε εν συνεχεία πώς η παντελής και απηλλαγμένη από κάθε περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μιαν εξουσία μετριοπαθή, που αποτελείται από αιρετούς άρχοντας.
Πράγματι, σε μας την εποχή εκείνη, τότε που εγίνετο η επίθεσις των Περσών εναντίον των Ελλήνων ―θα μπορούσε μάλιστα να πη κανείς και εναντίον όλων αυτών που κατοικούσαν στην Ευρώπη―, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα, η δε εξουσία απετελείτο από τέσσαρες φορολογικές τάξεις, ενυπήρχε δε και η κυρίαρχος αιδώς προς τους τότε νόμους, που μας υπεχρέωνε να ζούμε υπακούοντάς τους.
Επί πλέον, ο τεράστιος όγκος του στρατεύματος που επήλθεν εναντίον μας, και από την ξηρά και από την θάλασσα, με τον ανείπωτο φόβο που γέμισε τις ψυχές μας, μας έκαμε να υπακούωμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντας και στους νόμους, και συνεπεία όλων αυτών συνέπεσε να αναπτυχθή μεταξύ μας απόλυτη σύμπνοια.
Πράγματι, δέκα σχεδόν έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας εξεστράτευσε ο Δάτις επικεφαλής περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, σταλμένος απ' τον Δαρείο με τη ρητή εντολή να τους φέρη πίσω αλυσοδεμένους, τον απείλησε δε με θάνατο αν δεν τα έκανε αυτά. Και ο Δάτις, τους μεν Ερετριείς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέβαλε τελείως με τις πολλές μυριάδες στρατού, και διέδωσε φοβερό μήνυμα στην πόλη μας, ότι κανείς από τους Ερετριείς δεν μπόρεσε να του ξεφύγη. Διότι, λέει, αφού ένωσαν τα χέρια τους, οι στρατιώται του Δάτιδος έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη χώρα. Και η φήμη αυτή, είτε ήταν αληθινή είτε απ' οπουδήποτε κι αν προήρχετο, γέμισε με τρόμο και τους άλλους Έλληνας, κυρίως όμως τους Αθηναίους. Όταν όμως αυτοί έστειλαν παντού πρεσβείες ζητώντας βοήθεια, κανείς δεν προθυμοποιήθηκε, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμονίους. Αλλά κι' αυτοί, εμποδιζόμενοι από τον πόλεμο που έκαναν τότε εναντίον της Μεσσήνης, είτε από κάποιο άλλο ίσως εμπόδιο ―δεν ξέρομε βλέπετε ακριβώς―, έφθασαν πράγματι την επομένη της μάχης που έγινε στο Μαραθώνα. Εν συνεχεία εκυκλοφόρουν φήμες περί μεγάλων προετοιμασιών και απειλών εκ μέρους του βασιλέως (των Περσών). Με την πάροδο δε του χρόνου μαθεύτηκε πως είχε πεθάνει ο Δαρείος, και ότι είχε αναλάβει την εξουσία ο γιος του, νέος την ηλικία και ορμητικός, ο οποίος δεν είχε καθόλου εγκαταλείψει την ιδέα της εισβολής.
Φυσικά, οι Αθηναίοι αντελαμβάνοντο ότι όλη αυτή η προετοιμασία εστρέφετο εναντίον τους, γι' αυτό που έγινε στον Μαραθώνα, ακούοντας δε ότι ανοίχθη πέρασμα στον Άθω και ότι εζεύχθη ο Ελλήσποντος και ακούοντας το πόσο πολλά ήσαν τα πλοία, εσκέφθηκαν πως δεν υπήρχε σωτηρία γι' αυτούς, ούτε από την ξηρά ούτε από τη θάλασσα, και ότι δεν επρόκειτο πράγματι να τους βοηθήση κανείς ― διότι ενεθυμούντο ότι, όταν ήλθαν για πρώτη φορά (οι Πέρσαι) και έκαναν τα όσα έκαναν στην Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον ούτε κανείς τους εβοήθησε, ούτε διεκινδύνευσε να πολεμήση μαζί τους, και συνεπώς το ίδιο περίμεναν πως θα συμβή και τότε, κατά ξηράν τουλάχιστον, αλλά και κατά θάλασσαν, πάλιν, ούτε κι' εκεί έβλεπαν καμμιάν ελπίδα σωτηρίας, δεδομένου ότι επήρχοντο εναντίον τους χίλια κι' ακόμη περισσότερα πλοία. Αντελαμβάνοντο, λοιπόν, πως μια ελπίδα σωτηρίας υπήρχε, αμυδρή μεν και απεγνωσμένη, αλλά και μοναδική, και τούτο διότι είχαν υπ' όψιν τους αυτό που έγινε την πρώτη φορά, δεδομένου ότι και τότε εφαίνετο αδύνατον να συμβή να νικήσουν στον πόλεμο.
Βασιζόμενοι δε επάνω σ' αυτή την ελπίδα εύρισκαν πως μόνο καταφύγιό τους ήσαν αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά, λοιπόν, τους ενέπνεαν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που τους κατείχε τότε και ο φόβος ο προερχόμενος από τους παλαιούς νόμους, που τον είχαν αποκτήσει υπακούοντας τυφλά στους προηγούμενους νόμους, αυτός ο φόβος που πολλές φορές πριν στη συζήτησή μας τον ωνομάσαμε αιδώ, στην οποίαν υποστηρίξαμε ότι πρέπει να υπακούουν τυφλά εκείνοι που θέλουν να γίνουν αγαθοί άνδρες, αυτός δε που την φοβείται είναι ελεύθερος και άφοβος. Και αν δεν τους κατείχε τότε ο φόβος αυτός δεν θα υπερασπίζοντο ποτέ τη χώρα τους ενωμένοι, ούτε θα υπερασπίζοντο τους τάφους και τα ιερά και την πατρίδα, και μαζί και τους άλλους οικείους και φίλους, όπως τους υπερασπίσθηκαν τότε, αλλ' αν καθένας μας ήθελε χωρισθή τότε σε μικρές–μικρές ομάδες, θα είχαμε σκορπισθή ο ένας στο ένα μέρος κι' ο άλλος στ' άλλο.
ΜΕ. Πάρα πολύ σωστά τα είπες, φίλτατε, και αντάξια σου και της πατρίδος σου.
ΑΘ. Έτσι έχουν τα πράγματα, Μέγιλλε· είναι δίκαιο να λέη κανείς τα όσα έγιναν κατά την περίοδο εκείνη σε σένα, που έχεις κληρονομήσει τον χαρακτήρα των προγόνων σου. Προσέξτε τώρα, και συ κι' ο Κλεινίας, αν αυτό που λέμε έχει σχέση με τη νομοθεσία. Διότι αν μιλώ, δεν το κάνω έτσι, κουβέντα να γίνεται, αλλά γι' αυτό που σας είπα. Προσέξτε να δήτε: επειδή κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πάθημα είχε συμβή και σε μας, όπως ακριβώς στους Πέρσας ―σ' εκείνους μεν, διότι επέβαλαν στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ' εμάς δε, αντιθέτως, διότι ενεθάρρυναν τα πλήθη σε απόλυτη ελευθερία―, αν μπορέσουμε να πούμε πως συνέβη αυτό και τι συμπέρασμα βγαίνει, τότε η συζήτησις που κάναμε πριν δεν στερείται κάποιας αξίας.
Ἀρχαῖον κείμενον
ΑΘ. Τὰ μὲν δὴ περί γε Περσῶν, ὡς οὐκ ὀρθῶς τὰ νῦν
διοικεῖται διὰ τὴν σφόδρα δουλείαν τε καὶ δεσποτείαν, τέλος
ἐχέτω.
ΜΕ. Πάνυ μὲν οὖν.
ΑΘ. Τὰ δὲ περὶ τὴν τῆς Ἀττικῆς αὖ πολιτείας τὸ μετὰ
τοῦτο ὡσαύτως ἡμᾶς διεξελθεῖν χρεών, ὡς ἡ παντελὴς καὶ
[698b] ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν ἐλευθερία τῆς μέτρον ἐχούσης ἀρχῆς ὑφ’
ἑτέρων οὐ σμικρῷ χείρων· ἡμῖν γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον,
ὅτε ἡ Περσῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν, ἴσως δὲ σχεδὸν ἅπασιν
τοῖς τὴν Εὐρώπην οἰκοῦσιν, ἐγίγνετο, πολιτεία τε ἦν παλαιὰ
καὶ ἐκ τιμημάτων ἀρχαί τινες τεττάρων, καὶ δεσπότις ἐνῆν
τις αἰδώς, δι’ ἣν δουλεύοντες τοῖς τότε νόμοις ζῆν ἠθέλομεν.
καὶ πρὸς τούτοις δὴ τὸ μέγεθος τοῦ στόλου κατά τε γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν γενόμενον, φόβον ἄπορον ἐμβαλόν, δουλείαν
[698c] ἔτι μείζονα ἐποίησεν ἡμᾶς τοῖς τε ἄρχουσιν καὶ τοῖς νόμοις
δουλεῦσαι, καὶ διὰ πάντα ταῦθ’ ἡμῖν συνέπεσε πρὸς ἡμᾶς
αὐτοὺς σφόδρα φιλία. σχεδὸν γὰρ δέκα ἔτεσιν πρὸ τῆς ἐν
Σαλαμῖνι ναυμαχίας ἀφίκετο Δᾶτις Περσικὸν στόλον ἄγων,
πέμψαντος Δαρείου διαρρήδην ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρε-
τριᾶς, ἐξανδραποδισάμενον ἀγαγεῖν, θάνατον αὐτῷ προειπὼν
μὴ πράξαντι ταῦτα. καὶ ὁ Δᾶτις τοὺς μὲν Ἐρετριᾶς ἔν τινι
[698d] βραχεῖ χρόνῳ παντάπασιν κατὰ κράτος τε εἷλεν μυριάσι
συχναῖς, καί τινα λόγον εἰς τὴν ἡμετέραν πόλιν ἀφῆκεν
φοβερόν, ὡς οὐδεὶς Ἐρετριῶν αὐτὸν ἀποπεφευγὼς εἴη·
συνάψαντες γὰρ ἄρα τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν
Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος. ὁ δὴ λόγος, εἴτ’
ἀληθὴς εἴτε καὶ ὅπῃ ἀφίκετο, τούς τε ἄλλους Ἕλληνας καὶ
δὴ καὶ Ἀθηναίους ἐξέπληττεν, καὶ πρεσβευομένοις αὐτοῖς
[698e] πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελεν πλήν γε Λακεδαιμονίων·
οὗτοι δὲ ὑπό τε τοῦ πρὸς Μεσσήνην ὄντος τότε πολέμου καὶ
εἰ δή τι διεκώλυεν ἄλλο αὐτούς ―οὐ γὰρ ἴσμεν λεγόμενον―
ὕστεροι δ’ οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης
μιᾷ ἡμέρᾳ. μετὰ δὲ τοῦτο παρασκευαί τε μεγάλαι λεγό-
μεναι καὶ ἀπειλαὶ ἐφοίτων μυρίαι παρὰ βασιλέως. προϊόντος
δὲ τοῦ χρόνου, Δαρεῖος μὲν τεθνάναι ἐλέχθη, νέος δὲ καὶ
σφοδρὸς ὁ ὑὸς αὐτοῦ παρειληφέναι τὴν ἀρχὴν καὶ οὐδαμῶς
[699a] ἀφίστασθαι τῆς ὁρμῆς. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι πᾶν τοῦτο ᾤοντο ἐπὶ
σφᾶς αὐτοὺς παρασκευάζεσθαι διὰ τὸ Μαραθῶνι γενόμενον,
καὶ ἀκούοντες Ἄθων τε διορυττόμενον καὶ Ἑλλήσποντον
ζευγνύμενον καὶ τὸ τῶν νεῶν πλῆθος, ἡγήσαντο οὔτε κατὰ
γῆν σφίσιν εἶναι σωτηρίαν οὔτε κατὰ θάλατταν· οὔτε γὰρ
βοηθήσειν αὑτοῖς οὐδένα ―μεμνημένοι ὡς οὐδ’ ὅτε τὸ πρό-
τερον ἦλθον καὶ τὰ περὶ Ἐρέτριαν διεπράξαντο, σφίσι γε
οὐδεὶς τότε ἐβοήθησεν οὐδ’ ἐκινδύνευσεν συμμαχόμενος· ταὐ-
[699b] τὸν δὴ προσεδόκων καὶ τότε γενήσεσθαι τό γε κατὰ γῆν― καὶ
κατὰ θάλατταν δ’ αὖ πᾶσαν ἀπορίαν ἑώρων σωτηρίας, νεῶν
χιλίων καὶ ἔτι πλεόνων ἐπιφερομένων. μίαν δὴ σωτηρίαν
συνενόουν, λεπτὴν μὲν καὶ ἄπορον, μόνην δ’ οὖν, βλέψαντες
πρὸς τὸ πρότερον γενόμενον, ὡς ἐξ ἀπόρων καὶ τότε ἐφαίνετο
γενέσθαι τὸ νικῆσαι μαχομένους· ἐπὶ δὲ τῆς ἐλπίδος ὀχού-
μενοι ταύτης ηὕρισκον καταφυγὴν αὑτοῖς εἰς αὑτοὺς μόνους
[699c] εἶναι καὶ τοὺς θεούς. ταῦτ’ οὖν αὐτοῖς πάντα φιλίαν ἀλλήλων
ἐνεποίει, ὁ φόβος ὁ τότε παρὼν ὅ τε ἐκ τῶν νόμων τῶν
ἔμπροσθεν γεγονώς, ὃν δουλεύοντες τοῖς πρόσθεν νόμοις
ἐκέκτηντο, ἣν αἰδῶ πολλάκις ἐν τοῖς ἄνω λόγοις εἴπομεν,
ᾗ καὶ δουλεύειν ἔφαμεν δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀγαθοὺς ἔσεσθαι,
ἧς ὁ δειλὸς ἐλεύθερος καὶ ἄφοβος· ὃν εἰ τότε μὴ δέος ἔλαβεν,
οὐκ ἄν ποτε συνελθὼν ἠμύνατο, οὐδ’ ἤμυνεν ἱεροῖς τε καὶ
τάφοις καὶ πατρίδι καὶ τοῖς ἄλλοις οἰκείοις τε ἅμα καὶ φίλοις,
[699d] ὥσπερ τότ’ ἐβοήθησεν, ἀλλὰ κατὰ σμικρὰ ἂν ἐν τῷ τότε
ἡμῶν ἕκαστος σκεδασθεὶς ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη.
ΜΕ. Καὶ μάλα, ὦ ξένε, ὀρθῶς τε εἴρηκας καὶ σαυτῷ τε
καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως.
ΑΘ. Ἔστι ταῦτα, ὦ Μέγιλλε· πρὸς γὰρ σὲ τὰ ἐν τῷ
τότε χρόνῳ γενόμενα, κοινωνὸν τῇ τῶν πατέρων γεγονότα
φύσει, δίκαιον λέγειν. ἐπισκόπει μὴν καὶ σὺ καὶ Κλεινίας
εἴ τι πρὸς τὴν νομοθεσίαν προσήκοντα λέγομεν· οὐ γὰρ μύθων
[699e] ἕνεκα διεξέρχομαι, οὗ λέγω δ’ ἕνεκα. ὁρᾶτε γάρ· ἐπειδή
τινα τρόπον ταὐτὸν ἡμῖν συμβεβήκει πάθος ὅπερ Πέρσαις,
ἐκείνοις μὲν ἐπὶ πᾶσαν δουλείαν ἄγουσιν τὸν δῆμον, ἡμῖν δ’
αὖ τοὐναντίον ἐπὶ πᾶσαν ἐλευθερίαν προτρέπουσι τὰ πλήθη,
πῶς δὴ καὶ τί λέγωμεν τοὐντεῦθεν, οἱ προγεγονότες ἡμῖν
ἔμπροσθεν λόγοι τρόπον τινὰ καλῶς εἰσιν εἰρημένοι.
Ἀπό ἐδῶ . Ἡ μετάφρασις εἶναι :Κ. Φίλιππας. [1964] 1975. Πλάτωνος Νόμοι (ή περί νομοθεσίας πολιτικός). Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Πρόλογος Κ.Δ. Γεωργούλης. Αθήνα: Πάπυρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου