Άρθρα
▼
Πάσχα στά πέλαγα
Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητῶντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια ζέρβόδεξα τῆς γέφυρας· ἕνα ἄλλο φανάρι ἄσπρο ἀκτινοβόλο ψηλὰ στὸ πλωριὸ κατάρτι καὶ ἄλλο ἓνα μικρὸ πίσω στὴν πρύμνη του. Τίποτε ἄλλο.
Οἱ ἐπιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στὶς καμπίνες των, ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὓπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ θερμαστές, ὃσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία, ἐκοιμῶντο βαριὰ στὰ κρεβάτια των. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ γέφυρα, μαῦροι ἴσκοι, σχεδὸν ἀνάεροι, ἔλεγες ὅτι ἦσαν πνεύματα καλόγνωμα, ποὺ ἐκυβερνοῦσαν στὸ χάος τὴν τύχη τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν κοιμισμένων ἀνθρώπων.
Ἒξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυκτα. Μεσάνυκτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοκτύπημα γοργό, χαρούμενο ἐπέμενε νὰ ρίχνῃ τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα, κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανὸ καὶ νὰ κράζῃ ὅλους στὸ κατάστρωμα. Καὶ μὲ μιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο ἐπλημμύρισε ἀπὸ φῶς, θόρυβο, ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ κρεβάτια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς καμπίνες των.
Εμπρὸς, στὴν πλώρη καὶ στὴν πρύμνη πίσω ἀνυπόμονα ἔφευγαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύκληρου τὰ πυροτεχνήματα, ἔφθαναν, λές, τ’ ἀστέρια καὶ ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο.Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν, σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάνδηλο, ποὺ ἔφευγε ἐπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μιὰ μεγάλη σημαία ἒμοιαζε Ἅγια Τράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἕνα μὲ λαμπροκούλουρα ἦσαν ἐπάνω. ῾Ο πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τὸ πλήρωμα καὶ οἱ ἐπιβάτες γῦρο του ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια ἐξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξι.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!...
Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... εὐχήθηκε, ἅμα ἐτελείωσε τὸν ψαλμό, γυρίζοντας πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες καὶ ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
—Χρόνια πολλά καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνα.
—Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια σας, κύριοι! Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, παιδιά, ξαναεῖπε ὁ πλοίαρχος, ἐνῷ ἕνα μαργαριτάρι ἐφάνηκε στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
—Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια μας, καπετάνιε.
Εὐχὲς καὶ χαρὲς
Ἒπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες, ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα.
—Χριστὸς Ἀνέστη!
—Ἀληθινὸς ὁ Κύριος!
—Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια μας!
Οἱ ἐπιβάτες ἐτράβηξαν στὶς θέσεις των νὰ φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ ναῦτες ζευγαρωτὰ στοὺς διαδρόμους ἐτσούγκριζαν τ’ αὐγά των, ἐγελοῦσαν, ἐσπρώχνονταν μεταξύ των, ἔτρωγαν λαίμαργα, ἐκαλοχρονίζονταν σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
῎Επαυσε τὸ καμπανοκτύπημα· ἓνα ἓνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι ἐβυθίσθηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. ῾Ο καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι ἐπάνω στὴ γέφυρα, πνεύματα θαρρεῖς ἀνάερα, ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά των σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι.
—Γραμμή!
—Γραμμή!
Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερὰ ζητῶντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.
Ἀνδρέας Καρκαβίτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου