Διαβάζουμε σήμερα στον τύπο ότι καλλιεργούνται σκέψεις εντός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για «μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων με τύπωμα νέου χρήματος», ως απάντηση στην συνεχώς κλιμακούμενη και επεκτεινόμενη ένταση της κρίσεως εντός της Ευρωζώνης. Το θέμα, όπως μεταδίδει το Reuters, έχει φτάσει μέχρι το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζες, απολαμβάνοντας ήδη της ευαρέσκειας της πλειοψηφίας των συμβούλων, παρά το γεγονός ότι υπάρχει μία αρκετά ισχυρή μειοψηφία που αντιτίθεται.
Το τύπωμα νέου χρήματος, έστω και με σκοπό την αγορά ομολόγων, θα έχει βεβαίως ως αποτέλεσμα την υποτίμηση του νομίσματος. Αυτό σημαίνει, βεβαίως, ένα έμμεσο «κούρεμα» των καταθέσεων και των αποταμιεύσεων όλων των κατοίκων της Ευρωζώνης, αφού το χρήμα θα έχει πλέον μικρότερη αγοραστική αξία. Η συγκεκριμένη τακτική έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν από το Ελληνικό Κράτος, ώστε να ανακουφιστεί η οικονομία από το χρέος. Θεωρητικώς, η συγκεκριμένη τακτική λειτουργεί ως εξαγορά χρόνου, προκειμένου να υπάρξει μία προσωρινή ανακούφιση, που θα επιτρέψει οικονομικούς τακτικισμούς για επίλυση του προβλήματος που δημιούργησε εξαρχής την παθογένεια.
Τι έγινε, όμως, με τις πολλές υποτιμήσεις της δραχμής που είχαμε στο παρελθόν; Απολύτως τίποτα, είναι η απάντηση, αφού οι κυβερνήσεις συνέχιζαν την καταστροφική πολιτική τους της αποψίλωσης της Ελληνικής Παραγωγής και της εξάρτησης της Ελληνικής Οικονομίας στα «αειφόρα δανεικά». Εν τέλει, οι συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής απλώς οδήγησαν στην διόγκωση του χρέους και στην σταδιακή μείωση του ελληνικού εισοδήματος, έως ότου μπήκαμε στο ευρώ.
Ένα άλλο παρελκόμενο της υποτίμησης είναι να γίνουν οι εξαγωγές λιγότερο ακριβές για τους ξένους καταναλωτές και οι εισαγωγές πιο ακριβές για τους εγχώριους, γεγονός που θα ήταν εξαιρετικά θετικό στην περίπτωση που η Ελλάδα είχε Εθνική Παραγωγή. Στην παρούσα κατάσταση που βρισκόμαστε η Ελλάδα είναι κυρίως εισαγωγέας προϊόντων, μη έχοντας καν επιλογή επί του ζητήματος, αφού η Ελληνική Παραγωγή έχει ουσιαστικά πεθάνει. Η επί δεκαετίες αποδόμηση της Ελληνικής Αγροτικής και Βιομηχανικής παραγωγής δεν μας επιτρέπει να απολαύσουμε τις όποιες θετικές επιδράσεις της υποτίμησης του νομίσματος, αφού από απλώς εισαγωγείς προϊόντων έχουμε γίνει πλήρως εξαρτώμενοι.
Αν π.χ. παράγαμε ένα προϊόν και το εισάγαμε κιόλας, λόγω χαμηλότερης τιμής, θα μπορούσαμε με την υποτίμηση του νομίσματος να στραφούμε στο εγχώριο προϊόν, που θα γινόταν φτηνότερο. Τώρα, όμως, έχουμε σταματήσει να παράγουμε μία ευρεία γκάμα προϊόντων, θεωρώντας ότι μπορούμε να τα προμηθευτούμε φτηνότερα από το εξωτερικό, οπότε το αποτέλεσμα είναι να δεσμευόμαστε, ουσιαστικά, στην αγορά ολοένα και ακριβότερων ξένων προϊόντων, ενώ παραλλήλως έχουμε κλειστές τις ξένες αγορές, αφού οι κυβερνώντες συντάχθηκαν με την αδιέξοδη εξωτερική πολιτική της Ε.Ε., που οδήγησε στο εμπάργκο από την Ρωσία.
Κοντολογίς και επειδή συντόμως η συγκεκριμένη είδηση θα «παίζει» στα κανάλια ως «κίνηση αλληλεγγύης» των ευρωπαίων προς την Ελλάδα: Η υποτίμηση του ευρώ, άνευ μεταστροφής της ευρωπαϊκής πολιτικής, μακριά από τις επιταγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για «ελεύθερο εμπόριο» και τις αντίστοιχες επιταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για λιτότητα μέχρι το τέλος, θα έχει ως μόνο αποτέλεσμα την καθυστέρηση του αναπόφευκτου θανάτου του ευρώ, οδηγώντας σε ακόμα σκοτεινότερες ατραπούς τους ευρωπαίους και μαζί με αυτούς τους Έλληνες πολίτες. Μονάχα η πανευρωπαϊκή εθνικιστική επικράτηση μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για οικονομική άνθιση, εθνική και ευρωπαϊκή, μέσω του εθνικού προστατευτισμού και των ελεγχόμενων εμπορικών συναλλαγών. Η εποχή της οικονομικής και κοινωνικής ασυδοσίας έχει φτάσει στο τέλος της και οι όποιοι τακτικισμοί μονάχα ως καθυστερήσεις μπορούν να λογιστούν.
Κώστας Αλεξανδράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου