Γράφει ο Βαρόνος Μυνχάουζεν:
"H δημοκρατία είναι ένα ψεύτικο είδωλο,
τίποτε άλλο παρά μια πιασάρικη λέξη
και αυταπάτη των κατώτερων τάξεων,
των οραματιστών και των πολιτισμών
που πεθαίνουν"
H.P.Lovecraft
Όπως υποδεικνύει ο τίτλος, το άρθρο αυτό ασχολείται με την υποκρισία της Δημοκρατίας. Οι αναγνώστες του Θεόδοτου πρέπει πλέον να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να μπορούν να παρατηρούν τα σημάδια υποκρισίας των δημοκρατικών πολιτικών ή γενικά παθιασμένων δημοκρατικών πολιτών. Αυτή η υποκρισία θα αναλυθεί παρακάτω, βρίσκοντας βασικούς μύθους περί των 'αγαθών΄ της δημοκρατίας και μέσω κοινής λογικής θα γίνει προσέγγιση τέτοια ώστε να φανερωθούν τα λάθη στη λογική τούτη.
Η Δημοκρατία ενώνει:
Αυτός
είναι ο πιο πολυχρησιμοποιημένους από τους μύθους του πολιτεύματος.
Βασικό πιστεύω του δημοκρατικού ιδεώδους ήταν και παραμένει η πεποίθηση
ότι το πολίτευμα αυτό ενώνει το λαό. Άμα όμως κάποιος παρατηρήσει τη
σύγχρονη πολιτική κατάσταση, δεν θα είναι δύσκολο να προσέξει το χάος
που επικρατεί γύρω του. Υπάρχουν μόνο ομάδες, όλες οι ιδέες περί
ουσιαστικής εθνικής ενότητας (δηλαδή ο κάθε Έλληνας να είναι πρώτα από
όλα Έλληνας, και μετά ότι άλλο θέλει) κοροϊδεύονται για χάρη της
ελευθερίας της σκέψης, ή αλλιώς τις ιδεολογίες. Ένα από τα μεγάλα
προβλήματα των δημοκρατικών λαών είναι πως έχουν απωλέσει τη γενική τους
ταυτότητα, ώστε να μην νοιώθουν κοντά με τον γείτονα τους, παρά μόνο με
τον ομοϊδεολόγο τους. Αυτές οι ομάδες, έχουν επίσης και αντί-ομάδες
οι οποίες δρούνε εναντίον των ομάδων, είτε φανερά είτε κρυφά. Οπότε
χωριζόμενοι οι κάτοικοι σε παρατάξεις μάχονται «ενωμένοι» μεταξύ των
συμπολιτών τους για ιδεολογικές διαφορές.
Ακόμα
χειρότερα, η οποιαδήποτε ιδέα περί ενότητας, θεωρείται μπανάλ. Γενικά,
το ρητό ‘διαίρει και βασίλευε’ είναι το πλέον χαρακτηριστικό της
δημοκρατίας. Θα ήταν συνετό να τονιστεί ότι ο
Εθνικός Διχασμός έγινε επειδή ο Βενιζέλος διαφωνούσε με τον βασιλιά ως
προς την έκβαση του πολέμου. Μετέπειτα, απέχοντας από τις εκλογές
πρόδωσε τη χώρα στους Άγγλους επιδεικτικά αγνοώντας τη λαϊκή θέληση, η
οποία ήταν υπέρ του βασιλιά και του λαϊκού κόμματος και διχοτόμησε τη
χώρα. Είναι σημαντικό να πούμε επίσης πως το φιλελεύθερο κόμμα ήταν πιο
δημοφιλές στην ανώτερη μεσαία τάξη (γιατροί, δικηγόροι, τραπεζίτες,
δάσκαλοι, κλπ.), ενώ το λαϊκό και ο βασιλιάς με τα λαϊκά στρώματα.
Αυτή
η σοφιστεία, είναι από τις πιο, αν όχι η πιο, απαραίτητη για το
δημοκρατικό καθεστώς μιας και δικαιολογεί την όλη του ύπαρξη. Η βάση της
μπορεί να βρεθεί με λίγη έρευνα στον κύριο μύθο περί ανελευθερίας στη
προ-επαναστατική Ευρώπη. Κατά τα κοινώς αποδεκτά, η Γαλλική Επανάσταση
έδωσε ελευθερία στο λαό, αγνοώντας, βεβαίως, πλήρως την κυριαρχία του
τρόμου που επακολούθησε. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η μυθολογία
που έχει φτιαχτεί γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση έχει φτιαχτεί και για
τη Ρώσικη: η επανάσταση κλάπηκε από έναν τύραννο, που την κατήργησε και
επανέφερε την απολυταρχία. Στην πρώτη περίπτωση νοείται ο Ναπολέοντας,
στη δεύτερη ο Στάλιν.
Αγνοείται
ασφαλώς
το γεγονός όμως ότι η Τσαρική Ρωσία είχε μίας μορφής δημοκρατία, για
αυτό και η
χώρα είχε τότε αλλάξει σημαία. Αυτή η δημοκρατία φτιάχθηκε το 1905 όπου
πέραν
των αιρετών τοπικών κυβερνήσεων και της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, η χώρα
απέκτησε σύνταγμα και βουλή. Η δύναμη της βουλής δεν ξεπερνούσε αυτής
του τσάρου, λόγω
ότι κινήσεις εναντίον του μπορούσε να τις αντιμετωπίσει με βέτο, ενώ
όριζε
κάποια μέλη του ανώτερου συμβουλίου, τα περισσότερα όμως μέλη οριζόνταν
από τη βουλή. Επίσης ο τσάρος
μπορούσε να την καταργήσει όπως έγινε με τις πρώτες δύο, οι άλλες δύο
τελείωσαν
αισίως τις πενταετείς θητείες τους, η πέμπτη δεν ολοκλήρωσε τη θητεία
της λόγω της επανάστασης.
Καλό είναι να υπογραμμιστεί ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα (τότε Ρώσσικο
Κοινωνικό
Δημοκρατικό Κόμμα) ήταν νόμιμο. Όταν ο
Λένιν μίλησε υπέρ της κατάληψης της εξουσίας από το κόμμα του, αυτό δεν
καταργήθηκε
και συνέχισε να δρα κανονικά. Ας σημειωθεί επίσης πως το κόμμα αυτό ούτε
την πλειοψηφία των εργατών
δεν είχε, σε μία χώρα που μόλις είχε αρχίσει να βιομηχανοποιείται,
δηλαδή οι
εργάτες ήταν λίγοι από μόνοι τους. Επίσης η αντίδραση των αρχών ήταν να
εξορίσουν τα πιο ατίθασα μέλη του κόμματος, και όχι να καταργήσει το
κόμμα. Το
μόνο κόμμα που φοβόντουσαν τότε για επανάσταση ήταν το Συνταγματικό
Δημοκρατικό Κόμμα (πιο γνωστό ως Καντέ), που απηχούσε στην μεσαία τάξη,
παρόλα αυτά δεν
καταργήθηκε ποτέ από τον τσάρο, τα μέλη του σφαγιάστηκαν μετά το τέλος
της
επανάσταση από τους Μπολσεβίκους κατά τη διάρκεια του εμφύλιου.
Στη Γαλλία πριν
την επανάσταση η χώρα είχε τρείς βουλές: λαϊκών, κληρικών και ευγενών. Είχαν
300 μέλη η κάθε μία και η αξία τους λογαριαζόταν ως ίση. Ο Λουδοβίκος ο 15ος,
μάλιστα, αύξησε τα μέλη των λαϊκών στα 600 με αποτέλεσμα αυτή η βουλή να είναι
μακράν η πιο δυνατή, μιας και αριθμητικώς είχε τα ίδια μέλη που είχαν οι άλλες
δύο μαζί, χωρίς να μειώνεται η αξία τους. Για αυτό το λόγο ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ
προωθεί πιστεύω άμεσης δημοκρατίας, όχι κοινοβουλευτικής γιατί αυτή ήδη υπήρχε.
Αξίζει να αναφερθεί πως τότε κόμματα δεν υπήρχαν ακόμα. Η ζωή των δύστυχων
τούτων ρεπούμπλικων ήταν σύντομη, γιατί σε αυτές οι επαναστατικές ιδέες
σφυρηλατήθηκαν και προωθήθηκαν από εκφυλισμένους ευγενείς και αστούς και επειδή
δεν είχαν απήχηση επιβλήθηκαν δια της βίας.
Δεν είναι τυχαίο
πως οι απόψεις των Γάλλων όσο και των Ρώσων επαναστατών δεν ήταν αποδεκτές από
τη κύρια μάζα του λαού. Καλό είναι να αναφερθεί ότι το ίδιο έγινε και γίνεται
με τη νέα αριστερά και τα διάφορα κινήματα κοινωνικών μειονοτήτων που προωθεί.
Από παρακμιακές αυτές οι αντιλήψεις έφθασαν να προωθούνται μέσω των θεσμών και
πλέον αρχίζουν να επιβάλλονται μέσω αυτών, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στη
γενική αδιαφορία των πολλών. Ας μην ξεχνάμε επίσης το πρόβλημα του πολέμου
ενάντια στην τρομοκρατία και τη μισαλλοδοξία: οι άνθρωποι δέχονται κάμερες, και
παρακολουθήσεις, εισβολή στη προσωπική τους ζωή και περιορισμό της ελευθερίας
τους για χάρη μειονοτήτων μονοψήφιου ποσοστού και με την ελπίδα ότι κάποτε θα
είναι ασφαλείς.
Η Δημοκρατία προασπίζει το λαϊκό συμφέρον και προσφέρει ασφάλεια:
Το
συμφέρον του λαού είναι να είναι ασφαλής, κυρίαρχος της χώρας του και,
προπάντων, να ζει με αξιοπρέπεια. Σε ένα πολίτευμα που για
χρησιμοθηρικούς καθαρά λόγους προτιμά την προσωρινή ευτυχία και την
παροδική ευημερία χάριν του νομίσματος της πολιτικής: την ψήφο, δεν
μπορεί κανείς να περιμένει πολλά. Ου μη γένοιτο, η λεγόμενη λαϊκή
κυριαρχία φέρνει πάνω στο έδρανο ανθρώπους συχνά ανίκανους, άξεστους και
πιο συχνά απλούς ψηφοθήρες. Τα ηθικά και ποινικά αυτών αδικήματα, τα
αγνοεί ο λαός επιδεκτικά για μία μόνιμη θέση εργασίας ή χάριν της
«εθνικής ενότητας» (που η ίδια η δημοκρατία καταβαραρθρώνει).
Οπότε
ο λαός κάνει λάθη και τα πληρώνει. Ξεκίνησε με σχεδόν ανίκανους ηγέτες
βρέθηκε με προδότες να έχουν το τιμόνι στη χώρα του. Το αποτέλεσμα όμως
εν τέλει είναι η δημιουργία ενός κράτους το οποίο αφαιρεί τη λαϊκή
κυριαρχία και δίνει πιο πολύ δύναμη στο δικηγόρο και το γραφειοκράτη,
ώστε να αποφευχθούν ειδεχθείς αποφάσεις από το λαό. Οπότε όταν δεν μπορεί η δημοκρατία να προασπίσει το λαϊκό συμφέρον, αφαιρεί τη δύναμη προάσπισής του από το λαό,
τότε μιλάει για ισονομία και δικαιοσύνη, σε λίγο καιρό μετά από αυτό
μιλάει για μισαλλοδοξία και ρατσισμό. Σε αυτό το σημείο μόνο ομάδες
συμφερόντων, και μειοψηφίες ανθρώπων κυριαρχούν στη χώρα, προωθούν και
υπερασπίζουν το δικό τους συμφέρον, το λαϊκό συμφέρον όμως έχει προ
πολλού αφεθεί στην αφάνεια και εν συνεχεία μπορεί και να
ποινικοποιηθεί.
Για
αυτό το λόγο το πολίτευμα δεν μπορεί να προσφέρει ασφάλεια. Δεν ξέρει
γιατί και ποιον να προστατέψει από ποιον και τι. Εξαιτίας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και της ισότητας αναλώνεται να προστατεύει ακόμη και
εγκληματίες, να αγνοεί καταστάσεις και να αδιαφορεί για τη ποιότητα ζωής
των πολιτών, επειδή δεν ξέρει καλά-καλά ποιοι είναι αυτοί. Πέραν τούτου
για να προστατέψει την χώρα από τη μισαλλοδοξία και τη τρομοκρατία,
κάνει τους πολίτες να δεχθούν παρακολουθήσεις και μείωση των δικαιωμάτων
τους. Το όλο θέμα όμως είναι άμα αυτές οι θυσίες έχουν ανταπόδοση. Αυτό
φαίνεται από τη ποιότητα των δρόμων, την καθαριότητα της πόλης, την
αύξηση των επικίνδυνων γειτονιών και στην άνοδο της εγκληματικότητας,
επειδή το καθεστώς αγνοεί εγκλήματα «διαφορετικών» ανθρώπων.
Η Δημοκρατία είναι πολυφωνική:
Το κύριο σόφισμα του καθεστώτος είναι το ρητό του Βολταίρου: «διαφωνώ με όσα λες αλλά θα έδινα και τι ζωή μου για να
μπορείς να τα εκφράσεις». Ισχύει όμως; Βάση του Πόππερ, «το πολίτευμα πρέπει να
δίνει ελευθερίες στους πολίτες του». Τι σημαίνουν όμως αυτά; Αφού οι ελευθερίες
των πολιτών δεν πρέπει να περιορίζονται! Ο λόγος αυτός βγήκε ακριβώς λόγω της
αποτυχίας των πρώτων δημοκρατιών και των αποτυχημένων ολοκληρωτικών τους
καθεστώτων. Πέραν τούτου όμως υπάρχει και ένας άλλος λόγος πολύ πιο σκοτεινός που αφορά την προστασία
του ίδιου του καθεστώτος. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, γιατί μπορούν να
υπάρξουν λαϊκές αποφάσεις υπέρ της κατάργησης του πολιτεύματος ώστε να
εγκαθιδρυθεί ένα άλλο. Βάση των λεγομένων του Πόππερ (μέντορας του Σόρος), του Ρουσσώ
και του Πέην (σοφιστές υπέρ τη δημοκρατίας όλοι τους): δεν πρέπει να μπορεί ο λαός
ούτε με τη ψήφο ούτε ή με δημοψήφισμα να καταργήσει το διαφωτισμένο τούτο
καθεστώς. Για αυτό το λόγο σε δημόσιες συζητήσεις με καίριο θέμα
σπάνια
εμφανίζεται η αντίθετη άποψη. Λόγου χάρη όταν μιλάνε περί συμφώνου
συμβίωσης
δεν υπάρχει κανείς να μιλήσει ενάντια. Όταν υπάρχει απλά διαπομπεύεται, ή
τα
επιχειρήματά του αγνοούνται χάριν απλών συναισθηματισμών. Όσον αφορά τις
πολιτικές συζητήσεις, αυτές προϋποθέτουν ότι η δημοκρατία είναι το
καλύτερο
πολίτευμα, ή το λιγότερο χειρότερα από τα χειρότερα. Τα άλλα πολιτεύματα
(π.χ. μοναρχία, αριστοκρατία) δεν έχουν υποστηρικτή ούτε καν ως
δικηγόρο του
διαβόλου. Με λίγα λόγια ο πλουραλισμός ισχύει μόνο για ό,τι είναι υπέρ του
καθεστώτος και όχι για ό,τι δεν είναι υπέρ αυτού.
Αυτό είναι το πιο υποκριτικό κομμάτι του πολιτεύματος αυτού. Μπορεί
κανείς να βρει την έμφυτη αγάπη της δημοκρατίας στον πόλεμο και τη γενοκτονία
από τα αρχαία κιόλας χρόνια. Το πολίτευμα όντας εξαρχής εξισωτικής άρα
αριστερής φύσης θεωρεί την πολιτική τέχνη μη υπαρκτή και την άσκηση της
πολιτικής εύκολη από το μέσο άνθρωπο. Οπότε, βάσει των προηγουμένων αγνοούνται
για χάρη του πολιτεύματος διαφορές και άρα εξισώνει προς τα κάτω τους
εναπομείναντες πολίτες, ναι εναπομείναντες γιατί όσοι κατείχαν την «τέχνη»
έπρεπε να φύγουν ή εξαλειφθούν. Από το διωγμό των Εφέσιων αριστοκρατών, η δημοκρατία δεν
κάνει τίποτα άλλο από το να… διαδίδει τον εαυτό της. Οι αρχαίοι Αθηναίοι
φοβούμενοι τη δύναμη των Σπαρτιατών έβαλαν στόχο όπως έλεγε και ο Δημοσθένης
στην ομιλία του «Περί Μεγαλοπολιτών» να απελευθερώσουν τον κόσμο από τους
δυνάστες του και να διαδώσουν τη δημοκρατία.
Δεν
πρόκειται να αναλυθεί
παραπάνω ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος, αλλά ας θυμηθούμε πως οι
«μιλιταριστές» Σπαρτιάτες δεν
άκουσαν τους συμμάχους τους και δεν εξανδραπόδισαν την Αθήνα, ενώ η
ίδια το είχε
κάνει ήδη σε άλλες πόλεις. Ο Δεύτερος Πελοποννησιακός Πόλεμος έγινε για
να μην
ενδυναμωθεί η Σπάρτη, προωθώντας δημοκράτες σε πόλεις και διασπώντας την
ενότητά
τους. Με παρόμοιο τρόπο οι δημοκρατίες των αρχών του 20ου αιώνα
προωθούσαν
εθνικισμούς στην Αυστροουγγαρία καθώς και τον κομμουνισμό στη Ρωσία,
μαζί με τους Γερμανούς, οι οποίοι για λόγους του πολεμικού τους
συμφέροντος υποστήριζαν τους επαναστάτες στη Ρωσία, σε αυτήν τη
περίπτωση χωρίς να
είναι συνεννοημένοι (οι Γερμανοί δεν γνώριζαν τίποτα περί της ανάμειξης
των
Άγγλων στη προσπάθεια αποσταθεροποίησης της Ρωσίας και συγκεκριμένα στη
δολοφονία του Ρασπούτιν) αποσταθεροποιώντας και εν τέλει καταστρέφοντας
τις
χώρες αυτές. Ακόμη χειρότερα προώθησαν τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, η
δράση της
οποίας οδήγησε μαθηματικά στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και η προσπάθεια της δημοκρατίας να διαδοθεί και να προωθήσει στο κόσμο την ελευθερία δεν σταμάτησε
(μερικά παραδείγματα: Σερβία, Ιράκ, Λιβύη κλπ.). Ο λόγος όμως για τον οποίο η δημοκρατία θέλει
διακαώς να διαδοθεί είναι ένας και απλός: έχει τη γνώση της επικείμενης
αποτυχίας της. Γνωρίζει ότι περιέχει το σπόρο της καταστροφής της, θέλει να μην
υπάρχει ανταγωνιστής στη σκακιέρα για να επιβιώσει. Ξέρει ότι θα γεράσει
γρήγορα και ότι όσο γερνά τόσο πιο χαοτική γίνεται, τότε όμως θα είναι αργά για να εξοντώσει
τους εχθρούς της, για αυτό πρέπει να τους διαλύσει άμεσα πριν να είναι αργά.
Ἀναδημοσίευσις ἀπό : Θεόδοτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου