Άρθρα

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ρουμανία 1923: Η σύλληψη, η φυλάκιση και η δίκη του Εθνικιστή Codreanu και των άλλων «αναρχικών συνομωτών»


Τον Οκτώβριο του 1923, ο Ρουμάνος εθνικιστής Corneliu Zelea Codreanu (Κορνήλιος Ζέλεα Κοντρεάνου – βλ. κι εδώ) (1899 - 1938) προδομένος από έναν από τους συνεργάτες του, συλλαμβάνεται και δικάζεται.
Είχαν προηγηθεί τον Δεκέμβριο του 1922, μεγάλες διαδηλώσεις φοιτητών εναντίον της πρόθεσης της κυβέρνησης να χορηγήσει υπηκοότητα στους Εβραίους της Ρουμανίας, ενώ τον Μάρτιο του 1923 ο Codreanu μαζί με τον καθηγητή και πολιτικό Alexandru C. Cuza (Κούζα) ιδρύουν την Εθνικο-Χριστιανική Λίγκα Άμυνας (Liga Apărării Naţional Creştine). Πρωτύτερα, ο Codreanu, μετά από έρευνα που είχε κάνει, είχε ανακαλύψει ότι οι ηγέτες των Ρουμάνων Κομμουνιστών εργατών δεν ήταν ούτε Ρουμάνοι, ούτε εργάτες. Στο Ιάσιο, το «εργατικό κίνημα» είχε επικεφαλής τον Δρ Ghelerter μαζί με τους Gheler, Spiegler και Schreiber. Στην πρωτεύουσα, το Βουκουρέστι, οι ηγέτες ήταν η Ana Pauker και ο Ilie Moscovici. Όλοι τους ήταν Εβραίοι. Συνειδητοποιώντας τι συνέβη πριν από μερικά χρόνια στη Ρωσία, όπου ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας της μπολσεβίκικης επανάστασης ήταν Εβραίοι, θεώρησε ότι η πατρίδα του η Ρουμανία, ήταν σε κίνδυνο να πέσει στα χέρια των Εβραίων κομμουνιστών, οι οποίοι θα κατέστρεφαν τα πάντα στη Ρουμανία. Λέει ο ίδιος: «Αν αυτοί νικήσουν θα έχουμε τουλάχιστον Ρουμάνους εργάτες να διοικούν την Ρουμανία; Θα είναι οι Ρουμάνοι εργάτες κυρίαρχοι της χώρας; Όχι! Η επόμενη μέρα που θα ξημερώσει θα μας βρει σκλάβους μιας από τις πιο βρώμικες τυραννίες: της Ταλμουδικής, εβραϊκής τυραννίας».

Ο Codreanu είχε αποφασίσει να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό Ion I.C. Brătianu και άλλα μέλη της κυβέρνησης και είχε συντάξει μια λίστα θανάτου, η οποία περιείχε τα ονόματα των πολιτικών, οι οποίοι, πίστευε, ότι είχαν προδώσει τη Ρουμανία.. Στην δίκη που έγινε ο ίδιος (που ονομάστηκε μεταξύ άλλων και "αναρχικός συνομώτης") και οι άλλοι συνεργάτες του ("συνομώτες"), αθωώθηκαν, καθώς η ρουμανική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη δίωξη των συνωμοσιών για τις οποίες δεν είχε τεθεί μια συγκεκριμένη ημερομηνία.



Το παρακάτω είναι το χρονικό της σύλληψης και της φυλάκισης του Codreanu:



Το 1923 ο Codreanu γυρίζει στην Ρουμανία. Τότε γίνεται γενική φοιτητική αποχή που διαρκεί έξι μήνες, ως διαμαρτυρία, για το άρθρο 7 του Συντάγματος που επέτρεπε να παίρνουν την Ρουμανική υπηκοότητα ακόμα και οι Εβραίοι πού μόλις έφταναν στην χώρα.



Η αναθεώρηση του άρθρου 7 του Συντάγματος

Από πολύ καιρό ψιθυριζόταν ότι το Φιλελεύθερο Κοινοβούλιο που λειτουργούσε σαν Συνταγματική Συνέλευση – με αρμοδιότητα να αναθεωρήσει το Σύνταγμα - είχε πρόθεση να αναθεωρήσει το άρθρο 7 του Σ υντάγματος για να είναι δυνατή η παραχώρηση της υπηκοότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων στους Εβραίους που διέμεναν στην Ρουμανία.

Αυτό το άρθρο του παλαιού Συντάγματος είχε εμποδίσει μέχρι τότε την παραχώρηση της υπηκοότητας στους αλλοδαπούς, και αποτελούσε έτσι μια πραγματική ασπίδα για την άμυνα της χώρας μπροστά στην εισβολή και την επέμβαση των Εβραίων πάνω στο Ρουμανικό μέλλον.

Η παραχώρηση του δικαιώματος της παρεμβάσεως στις δημόσιες υποθέσεις της Ρουμανίας σε 2.000.000 Εβραίους, η παραχώρηση ενός δικαιώματος ισότητος ανάμεσα στον Εβραίο που ήλθε τυχαία πριν από λίγα χρόνια και του Ρουμάνου, που είναι ριζωμένος σαυτήν την γη από χιλιετίες ήταν μια αδικία που φώναζε εκδίκηση αλλά ταυτόχρονα και ένας μεγάλος εθνικός κίνδυνος που δεν μπορούσε να μην ανησυχήσει και να μην ταράξει κάθε Ρουμάνο που αγαπούσε την χώρα του.

Ο καθηγητής Κούζα, μπροστά σαυτή την κατάσταση έγραψε μια σειρά από αθάνατα άρθρα επισημαίνοντας τον κίνδυνο που απειλούσε το μέλλον του Έθνους και ο Σύνδεσμος «σκόρπισε» σ ’ ολόκληρο το Έθνος αιτήσεις που έπρεπε να υπογραφούν από τους Ρουμάνους και με τις οποίες θα ζητούσαν την διατήρηση του άρθρου 7 του συντάγματος. Οι αιτήσεις υπεγράφησαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες από τους Ρουμάνους και παρουσιάστηκαν στην Συντακτική Συνέλευση.



Πήρα την απόφαση ότι εμείς οι φοιτητές κατά την διάρκεια της συζητήσεως αυτής της σοβαροτάτης υποθέσεως θα ξεκινούσαμε από κάθε σημείο για το Βουκουρέστι και εκεί μαζί με τους φοιτητές της πόλεως και τον πληθυσμό θα οργανώναμε μια συγκέντρωση για να εμποδίσουμε την εφαρμογή της πράξεως που θα σκλάβωνε το μέλλον μας. Ξεκίνησα για το Cernautzi, το Cluj και το Βουκουρέστι.

Σήμερα, 26 Μαρτίου οι συζητήσεις δεν κράτησαν ούτε μισή ώρα. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση και η συνέλευση σαν να είχαν συνείδηση της αισχροτάτης πράξεως που έκαναν, προσπαθούσαν να το κρύψουν να το περάσουν όσο γινόταν απαρατήρητο.

Την επομένη της πράξεως αυτής της γιγαντιαίας Εθνικής προδοσίας ο αυτοονομαζόμενος Ρουμανικός τύπος μαζί με το εβραϊκό έκρυψαν την ντροπή μέσα στην σιωπή.

Οι φοιτητές κτυπήθηκαν από το στρατό και έγιναν αρκετές επίσημες συλλήψεις, αλλά οι εθνικιστές και αντισιωνιστές φοιτητές άντεξαν για μισό χρόνο.

Η κατάργηση όμως των φοιτητικών κατοικιών και των υποτροφιών έκαναν τους φοιτητές να γυρίσουν στα μαθήματα τους.

Πριν από αυτούς τους φοιτητικούς αγώνες ο Codreanu δημιούργησε την «Λεγεώνα για την Εθνικοχριστιανική Άμυνα»! Επειδή όμως ήταν πολύ νέος για να ηγηθεί - μόνο 24 χρονών – η διοίκηση του κινήματος πέρασε στα χέρια του Cuza . Το 1923 δημιουργήθηκαν και άλλες οργανώσεις όπως «Fascia - Nationala Rumana» και «Actiunea Romanesca».

Στην δεύτερη οργάνωση μέλος ήταν ο Ίων Mota , που μόλις είχε εκδώσει στα ρουμανικά «Τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιων» ο οποίος αργότερα θα γινόταν από τα στελέχη του Codreanu.

Μετά από την αποτυχημένη φοιτητική αποχή ο Codreanu με μια ομάδα από πιστούς, υποστηρικτές του, απεφάσισε να δημιουργήσει «ομάδες εφόδου» για να εκτελέσουν τούς πολιτικούς και δημοσιογράφους που βοήθησαν για την θέσπιση νομοθετήματος υπέρ των Εβραίων.

Το σχέδιο αποκαλύπτεται ύστερα από την προδοσία κάποιου, από τους συνομώτες, με αποτέλεσμα την σύλληψη των παραλίγο εκτελεστών.

Οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι όχι γιατί αρνήθηκαν την κατηγορία αλλά για το πατριωτικό τους πνεύμα, πράγμα πού φανερώνει πως οι ένορκοι, όπως και η πλειονότης του Ρουμανικού λαού, ήταν καθαρά αντισιωνιστές.



Να τι μας λέει ο ίδιος ο Codreanu για την σύλληψή τους.

«Για αρκετή ώρα στην στάση αυτή σκεπτόμασταν Εμείς που πριν λίγο ήμασταν ελεύθεροι άνθρωποι, περήφανοι και αποφασισμένοι να σπάσουμε τις αλυσίδες του γένους μας τώρα καταντήσαμε τελείως ανίσχυροι υποχρεωμένοι να στεκόμαστε ακίνητοι με τα πρόσωπα στραμμένα στον τοίχο επειδή έτσι θέλησαν μερικοί αστυνομικοί, με τις τσέπες άδειες σαν να ήμασταν πορτοφολάδες, δίχως κολάρα, γραβάτες, μαντήλια και δακτυλίδια.

Απ’ εκείνη την ώρα θα άρχιζαν τα μεγάλα μας μαρτύρια που σιγά-σιγά θα μας ξέσχιζαν την ίδια μας την καρδιά. Αυτά τα μαρτύρια άρχιζαν με την ταπείνωσή μας.

Πιστεύω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο για έναν άνθρωπο της δράσεως που ζει για την υπερηφάνεια και την τιμή, από το να αφοπλίζεται και στην συνέχεια να ταπεινώνεται. Σε κάθε περίπτωση ο θάνατος είναι ασυγκρίτως προτιμότερος.

Στην συνέχεια οδηγηθήκαμε σε μια αίθουσα με πάγκους και αφού καθήσαμε ο ένας από τον άλλο σε μια απόσταση πέντε μέτρων πλαισιωμένοι από τους αστυνομικούς πήραμε την διαταγή να μην κοιτάζει ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτή την θέση παραμείναμε ώρες ολόκληρες- τέλος άρχισαν να μας φωνάζουν έναν-έναν για ανάκριση. Η ανάκριση γινόταν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο παρουσία του εισαγγελέως, του ανακριτού του στρατηγού Νικολεάνου και αντιπροσώπων μερικών υπουργών. Τα χαράματα ήλθε και η δική μου σειρά. Εκεί μου έδειξαν μερικά γράμματά μου καθώς και δύο καλάθια που μέσα βρισκόντουσαν όλα τα περίστροφα πού είχαμε κρύψει σε σίγουρο μέρος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως τα είχαν βρει. Σκεφτόμουν: Από που έμαθαν για τα περίστροφα; Η ανάκριση άρχισε. Δεν γνώριζα αυτό που οι άλλοι πριν από μένα είχαν καταθέσει γιατί δεν είχαμε προλάβει να συνεννοηθούμε. Ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό αφού πρώτα στάθμισα την κατάσταση πήρα την απόφαση που θεωρούσα καλύτερη.

Mια στιγμή δισταγμού. Όταν μου έκαναν την πρώτη ερώτηση τρία λεπτά μετά από την είσοδό μου εκεί μέσα, δεν μπορούσα ακόμη να εκτιμήσω την θέση που είχα βρεθεί και συνεπώς να πάρω μια απόφαση. Ήμουν εξαντλημένος από την κούραση και την ψυχική ταραχή για’ αυτό όταν μου ζήτησαν να απαντήσω, είπα: « - Κύριοι, σας παρακαλώ να μου δώσετε χρόνο ενός λεπτού πριν απαντήσω». Το πρόβλημα ήταν: ν’ αρνηθώ ή να μην αρνηθώ; Σ’ αυτό το λεπτό συγκέντρωσα όλες τις πνευματικές και ψυχικές μου δυνάμεις και πήρα την απόφαση να μην αρνηθώ. Να ομολογήσω την αλήθεια! Δίχως φόβο ή δισταγμό. Αντίθετα υπερβάλοντας τις πραγματικές μας διαθέσεις. « - Ναι τα περίστροφα είναι δικά μας. Σκοπεύαμε να εκτελέσουμε τους υπουργούς, τους Ραββίνους και τους Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες».

Αμέσως άρχισα να τους ονομάζω με πρώτο και καλύτερο τον Αλεξάντρου Κωσταντινέσκου και τελειώνοντας με τους Εβραίους Μπλάνκ Φίντελρμαν, Μπερκοβίτσι, Χόνιγκμαν όλοι οι παρευρισκόμενοι γούρλωσαν τα μάτια παρασυρμένοι από την φρίκη.

Από την στάση τους κατάλαβα πως οι άλλοι σύντροφοι πού είχαν ανακριθεί πριν από μένα είχαν αρνηθεί. «-  Και για ποιο λόγο κύριε θέλατε να τους εκτελέσετε;» «- Τους πρώτους γιατί πούλησαν την χώρα τους. Τους δεύτερους επειδή είναι εχθροί και διαφθορείς». «- Και δεν μετανιώσατε;» «- Δεν μετανιώσαμε... αν εμείς πέσουμε, μικρό το κακό- πίσω μας είναι χιλιάδες πού έχουν την ίδια γνώμη με μας».

Λέγοντας τις φράσεις αυτές ένοιωσα πως απελευθερωνόμουν από το αίσθημα της ταπεινώσεως : αν τα είχα αρνηθεί θα βυθιζόμουν περισσότερο. Τώρα στηριζόμουν πάνω στην πίστη μου την ίδια πίστη που με είχε φέρει ως εδώ και αντιμετώπιζα υπερήφανα την θλιβερή μοίρα που με περίμενε και εκείνους πού έμοιαζαν σαν τ ’αφεντικά που θα έκριναν την ζωή ή τον θάνατό μου. Αρνούμενος θα έπρεπε να κρατήσω μια στάση παθητική, προσπαθώντας να προστατευτώ από τις κατηγορίες που θα μου απέδιδαν.... Στην δίκη που θα ακολουθούσε με βάση τις γραπτές αποδείξεις που είχαν στα χέρια τους, θα έπρεπε να γίνουμε μάρτυρες μιας ντροπιασμένης και οδυνηρής καταστάσεως, θα έπρεπε να αρνηθούμε τα ίδια μας τα γραπτά, την ίδια μας την πίστη, την αλήθεια. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την συνείδησή μας και την τιμή ολοκλήρου του κινήματος. Σαν αντιπρόσωπος ενός μεγάλου φοιτητικού κινήματος δεν θα έπρεπε μήπως να έχουμε το κουράγιο και την υπευθυνότητα των πράξεων και των ιδεών μας;.... Τέλος μ’ έβαλαν να υπογράψω την κατάθεση που είχα συντάξει με τα ίδια μου τα χέρια. Την υπέγραφα.

Τέλος όμως πρόσθεσα πως η ημερομηνία δράσεως δεν είχε καθορισθεί, είχαμε συλληφθεί την ώρα της συζητήσεως. Τότε οι ανακριτές με σταμάτησαν επισημαίνοντας συνεχώς περισσότερο να διαγράψω αυτή την διευκρίνηση.

Μόνο αργότερα κατάλαβα γιατί επέμεναν τόσο. Η τελευταία αυτή διευκρίνηση κατέστρεψε από νομικής πλευράς ολόκληρο το οικοδόμημα της κατηγορίας και αποτελούσε την γραμμή της υπερασπίσεώς μας.

Μια συνομωσία έχει ανάγκη από τέσσερα στοιχεία.

1 - Μια οργάνωση που αποβλέπει σ’ αυτόν τον σκοπό.

2 - Την επισήμανση των θυμάτων.

3 - Την συλλογή των όπλων.

4 - Καθορισμός του χρόνου δράσεως.

Εμείς όμως δεν είχαμε καθορίσει την στιγμή• ήμασταν ακόμη στην φάση του σχεδιασμού. Το σημείο αυτό είχε κεφαλαιώδη σημασία γιατί μέχρι την στιγμή της δράσεως θα μπορούσαμε να αρρωστήσουμε, ή να έχουν πεθάνει τα άτομα που είχαμε επισημάνει, ή να έπεφτε η κυβέρνηση κ.λ.π.

Ολόκληρη η γραμμή της υπερασπίσεώς μας βασιζόταν στο σημείο αυτό. Μετά την κατάθεσή μου οι αστυνομικοί με οδήγησαν σ’ ένα υπόγειο και με κλείδωσαν μέσα.

Κατάλαβα πως οι σύντροφοί μου βρισκόντουσαν στα διπλανά κελιά. Χτύπησα τον τοίχο με την γροθιά μου και ρώτησα ποιος ήταν. Άκουσα να απαντούν: «ο Μότα».

Ξάπλωσα στο σανίδι με πρόθεση να κοιμηθώ μια που ήμουν εξουθενωμένος από την κούραση, αλλά επειδή δεν είχα παλτό κρύωνα και άρχισα να τρέμω. Έπειτα άρχισαν να «με τρώνε» οι ψείρες. Κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες. Γύρισα το σανίδι ανάποδα αλλά αυτές ξαναβρέθηκαν. Αυτή η προσπάθεια να αναποδογυρίσω την σανίδα συνεχίστηκε μέχρι το πρωί. Άκουσα θόρυβο στην πόρτα- ήλθαν, μας έβγαλαν όλους έξω και έπειτα ο καθένας ξεχωριστά επιβιβαστήκαμε σε αυτοκίνητα συνοδευόμενοι από τέσσερεις χωροφύλακες. Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν το ένα πίσω από το άλλο. Όλοι μας βασανιζόμασταν από το ίδιο ερώτημα: Που πηγαίνουμε;

Διασχίσαμε αρκετούς άγνωστους δρόμους με τους ανθρώπους πίσω μας να χαζεύουν. Βγαίνοντας από την πρωτεύουσα τα αυτοκίνητα σταμάτησαν μπροστά από μια μεγάλη πόρτα που πάνω της υπήρχε η επιγραφή «Φυλακές Βουκουρεστίου».

Μας κατέβασαν και με την απειλή της ξιφολόγχης μας τοποθέτησαν τον ένα από τον άλλο σε μια απόσταση δέκα μέτρων. Από μέσα ακουγόταν θόρυβος από κλειδαριές και αλυσίδες. Τα μεγάλα πορτόφυλλα άνοιξαν. Μας οδήγησαν πάνω στην διεύθυνση και εκεί μας κοινοποίησαν τα εντάλματα της συλλήψεως. Τότε συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε συλληφθεί με την κατηγορία τής «συνομωσίας εναντίον της ασφαλείας του κράτους». Προβλεπόμενη ποινή: Καταναγκαστικά έργα.

Οδηγηθήκαμε σε μια άλλη αυλή στην οποία δέσποζε μια ψηλή εκκλησία που βρισκόταν στο κέντρο. Γύρω υπήρχαν τοίχοι και δίπλα σ’ αυτούς κελιά και δωμάτια.

Μου δώσανε ένα κελί στο βάθος, που είχε διαστάσεις 1X2 και με κλείδωσαν. Μέσα υπήρχε μόνο ένα ξυλοκρέββατο δίπλα στην πόρτα. Στον τοίχο ένα καγκελόφρακτο παράθυρο. Αναρωτιόμουν που να είχαν τους άλλους! Έπειτα ξάπλωσα στο σανίδι και αποκοιμήθηκα. Δυο ώρες αργότερα ξύπνησα τρέμοντας. Έκανε κρύο και στο κελί δεν έμπαινε ούτε μια ακτίνα ήλιου. Κοίταξα γύρω μου ζαλισμένος, δεν μπορούσα να πιστέψω πως βρισκόμουν εκεί μέσα. Είπα στον εαυτό μου: «Ποιος θα το φανταζόταν πως θα έφθανες στην κατάσταση αυτή». Ένα κύμα λύπης έσφιξε την καρδιά μου. Δεν κράτησε πολύ. Παρηγορήθηκα με την σκέψη «Υποφέρουμε για το γένος».

Έπειτα για να ζεσταθώ άρχισα να κάνω ασκήσεις γυμναστικής. Γύρω στις 11 άκουσα βήματα. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ένας φύλακας. Ήταν βλοσυρός και είχε γένια. Κοιτώντας με μια κακία μου έδωσε μαύρο ψωμί και μια γαβάθα σούπα.

Τον ρώτησα: « - Κύριε φύλακα, μήπως μπορείτε να μου δώσετε ένα τσιγάρο;»

«- Δεν έχω». Έφυγε κλειδώνοντας, πίσω του την πόρτα. Έσπασα το μαύρο ψωμί και ρούφηξα μερικές κουταλιές σούπας. Ακούμπησα μετά την γαβάθα στο πάτωμα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Δεν μπορούσα ακόμα να καταλάβω πως μας είχε συλλάβει η αστυνομία. Μήπως από λάθος κανείς μας είχε προδωθεί. Μήπως κάποιος μας είχε προδώσει; Άκουσα πάλι βήματα. Κοίταξα από το παράθυρο. Ένας παπάς και αρκετοί κύριοι πλησίασαν στην πόρτα μου και άρχισαν: «- Λοιπόν κύριοι, πως είναι δυνατόν εσείς, παιδιά μορφωμένα, να κάνατε κάτι τέτοιο;» «- Για να μην χαθεί ο Ρουμάνικος λαός που αυτή την στιγμή πολιορκείται από τους Εβραίους και υποκύπτει από την προδοσία, την διάβρωση και τα καμώματα των αρχηγών του είναι πιθανό κι αυτό πού κάναμε». « - Όμως είχατε τόσους νόμιμους δρόμους!...». « - Προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους νομίμους δρόμους πριν να φτάσουμε εδώ. Αν είχε μείνει ανοικτός έστω και ένας τώρα δεν θά βρισκόμασταν μέσα σ’ αυτά τα κελιά». «-  Και τώρα νοιώθετε καλά; Θα πρέπει να υποφέρετε για την πράξη σας». « - Ίσως απ’ αυτά τα βάσανα να γεννηθεί κάτι καλύτερο για το γένος μας».

Έφυγαν. Γύρω στις 4 ήλθε ένας φύλακας και μου έφερε μια σκουλικοφαγωμένη κουβέρτα και ένα σακί παραγεμισμένο με άχυρα για στρώμα. Τα τακτοποίησα όσο μπορούσα καλύτερα. Έφαγα λίγο ψωμί και ξάπλωσα. Μου ήλθε στο μυαλό η συζήτηση με τον παπά - είπα από μέσα μου: «Από τις διασκεδάσεις και την ανεμελιά των παιδιών του ποτέ δεν κέρδισε τίποτα το γένος ενώ από τα βάσανά του πάντα δημιουργήθηκε κάτι καλύτερο».

Είχα κατορθώσει να βρω ένα νόημα για τα πάθη μας πού ταυτοχρόνως ήταν ένα ηθικό υποστήριγμα για τις ώρες της θλίψεως. Τότε σηκώθηκα, γονάτισα και προσευχήθηκα. «- Κύριε! Παίρνουμε πάνω στους ώμους μας τις αμαρτίες αυτού του γένους. Δέξου τα σημερινά μας πάθη! Κάνε απ’ αυτά τα πάθη να ξεπηδήσει μια καλύτερη μέρα για το γένος μας».

Θυμήθηκα έπειτα την μητέρα μου και τους δικούς μου στο σπίτι- πιθανότατα είχαν πληροφορηθεί για την τύχη μου και θα ανησυχούσαν. Προσευχήθηκα γι’ αυτούς και ξάπλωσα. Παρ’ όλο που είχα ξαπλώσει ντυμένος και είχα τυλιχτεί με την κουβέρτα, κρύωνα και κοιμόμουν άσχημα πάνω σ’ εκείνο το αχυρένιο στρώμα. Ξύπνησα στις 8 την ώρα που ο φύλακας άνοιγε την πόρτα ρωτώντας με αν ήθελα να βγω για μερικά λεπτά. Βγήκα και για να ζεσταθώ άρχισα να κάνω ασκήσεις γυμναστικής.

Η δική μου γραμμή των κελιών ήταν ψηλότερα από τις άλλες και απ’ εκεί μπορούσα να δω ολόκληρη την αυλή. Κάποια στιγμή ξεχώρισα κάποιο με την εθνική ενδυμασία να γυροφέρνει ανάμεσα στους κλέφτες! Ήταν ο πατέρας μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τι ζητούσε εδώ; Μήπως τον είχαν συλλάβει; Του έκανα μερικά νοήματα και με είδε. Ο φύλακας με σταμάτησε: « - Κύριε δεν επιτρέπονται τα νοήματα εδώ μέσα». Τον κοίταξα και του είπα: « - Σύντροφε, άφησε με με τον Θεό και με τις δοκιμασίες του και μην μου προσθέτεις περισσότερες». Μπήκα πάλι στο κελί».


ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Από το βιβλίο «Ο Ρουμανικός Εθνικισμός» του Γιάννη Σορώτου, εκδόσεις Πρωτοβουλία,1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου