Άρθρα

Α) Προπαγάνδα – Αγκιτάτσια Β) Ορθοδοξία, Ανθρώπινα Δικαιώματα και Μαρξισμός



Αγκιτάτσια το πιο επικίνδυνο είδος Προπαγάνδας, ολέθριο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, καταπέλτης για τον άνθρωπο που θέλει να έχει υπόσταση και κοινωνική ταυτότητα, έστω και ως ψευδαίσθηση. Σε συνέχεια του άρθρου τι είναι και τι κάνει η Προπαγάνδα, σήμερα θα εξετάσουμε τους κλάδους και τα μέρη, της Προπαγάνδας, θα δούμε πως δεν είναι όλοι κακοί για την ανθρώπινη επιβίωση, γιατί υπάρχει και η λευκή προπαγάνδα, που δεν είναι όμως για τον μαζάνθρωπο. Μπορεί συνήθως κι από βιασύνη, ή από εμφύτευση, να λέμε “Η Προπαγάνδα” αλλά δεν είναι μια ή ενός είδους, είναι πολλές και όχι όλες επί κακό.

Όταν μάθεις ποιές είναι οι προπαγάνδες και τι μπορούν να πετύχουν, τότε μπορείς, αν ξέρεις, πότε κάποιος προπαγανδίζει, θέλοντας το κακό σου ή προπαγανδίζει θέλοντας να σε βοηθήσει επί καλό. Τι να αφήσεις να σε επηρεάσει και τι να απορρίψεις ασυζητητί. Επίσης όταν ακούμε την λέξη “Προπαγάνδα” αυτόματα την συνδέουμε με τον Ναζισμό (άλλος ένας –ισμός) και τον Paul Joseph Goebbels αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν, πως ο ναζισμός αντέγραψε τον κομουνισμό (κι άλλος –ισμός) και όχι μόνο στην προπαγάνδα. Σε κανενός ο νους δεν πηγαίνει στον ανιψιό του Sigmund Freud τον κατ’ εξοχήν προπαγανδιστή των μαζών του μεταπολεμικού Δυτικού κόσμου τον πολύ κ.κ. Edward Louis Bernays. εξαίρετος στην προπαγάνδα ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, πολλά χρόνια πριν τον Λένιν, τον Στάλιν, τον  Goebbels τον Bernays και τους συντρόφους τους.

Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι η μελέτη του Φαινομένου της Προπαγάνδας, που πιθανώς έχει ενδιαφέρον όχι μόνο στον τομέα της Πολιτικής, ή της θρησκείας  όσο, κυρίως, στον τομέα της φιλοσοφικής σκέψεως και της δημιουργίας ενός φιλοσοφημένου και υγιούς νοητικά ανθρώπου.

Ένα από τα βασικά προβλήματα πού αντιμετωπίζει ο άνθρωπος από τότε πού αντελήφθη τον εαυτό του σαν μέλος ενός κοινωνικού κύκλου, είναι το πώς θα επηρεάσει το περιβάλλον του, πώς θα πείσει τον πλησίον του για τις προθέσεις του και τις απόψεις του. Το πρόβλημα είναι θεμελιώδες γιατί αναφέρεται στο ένστικτο επιβιώσεως και αυτοσυντηρήσεως από το όποιο πηγάζουν όλα τα λοιπά ένστικτα της ανθρώπινης φύσεως. Είναι, επίσης, και πρόβλημα πολιτικό διότι ακριβώς προκύπτει από την αντιπαράθεση του ατόμου προς το κοινωνικό του περιβάλλον. Αφορά την σχέση του ατόμου με τον «άλλον», δηλ., με τον κοινωνικό κύκλο, την «πόλη». Στην γένεσή του, ξεκινά με αγαθές προθέσεις. 

Γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες, λαός καθαρά και πρώτιστα, «πολιτικός», ως κύριο μέλημα εκπαιδεύσεως είχαν την Τέχνη της Πειθούς την οποίαν έλεγαν «ρητορική». Το θέμα τους ήταν πώς θα πείσουν για να επικρατήσουν. Και σ’ αυτό εκπαίδευαν τους νέους.

Η ρητορεία για τους αρχαίους ήταν συνδυασμός αλήθειας και ηδονής. Αναφέρεται όχι μόνο στον Λόγο αλλά ΚΑΙ στο Συναίσθημα. Ο Σωκράτης θέλει το επιχείρημα να εκφράζει την αλήθεια αλλά με τρόπο πού να ευχαριστεί την ψυχή του ακροατή. Είναι φυσικό, ότι όταν προβάλλεις την αλήθεια με τρόπο δυσάρεστο για το άτομο πού την ακούει προκαλείς διπλή απέχθεια ( άλλο η απέχθεια κι άλλο οι τεχνικές ΣΟΚ ). Απέχθεια για το άτομο σου αλλά ακόμη και απέχθεια για τα ίδια τα λόγια και τις θέσεις που θέλεις να πείσεις. Από την βασική αυτή τοποθέτηση ό άνθρωπος εύκολα υπεχώρησε στον πειρασμό να θυσιάσει την αλήθεια και τον σεβασμό προς την λογική για να εξασφαλίσει μόνο την ευχαρίστηση της ψυχής του ακροατή και, συνεπώς, την εύνοιά του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βαθύτερη φυσική επιδίωξη του μαζανθρώπου είναι η ικανοποίηση του Εγώ, (αυτού του τέρατος με τα 5.000 κεφάλια που σαν άλλη Λερναία Ύδρα σε πνίγει καθημερινά και σε εμποδίζει να είσαι Άνθρωπος) πού ο Ρουσσώ αποκαλεί ‘Amour de soi’ και πού αποτελεί το θεμέλιο του υλικού ανθρώπινου πλάσματος. Κάθε πλήρωση και ικανοποίηση του Εγώ, σαν βασικό κατώτατο ένστικτο πού είναι, προκαλεί και συντηρείται από το συναίσθημα της ηδονής και σ’ αυτό ο άνθρωπος είναι πάντοτε πρόθυμος να θυσιάσει την αλήθεια μαζί με οτιδήποτε άλλο.
Γι αυτό και κάθε άνθρωπος που είναι έξω από την μάζα, πρωτίστως επιδιώκει να εγκαταλείψει αυτό το Λερναιοκέφαλο τέρας, το ΕΓΩ, γι αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποκύψει σε οποιαδήποτε προπαγάνδα. Άλλωστε οι μαύρες προπαγάνδες προορίζονται για τον μαζάνθρωπο.

Να επαναλάβω εδώ ότι, όπου ο συγγραφέας αναφέρει κομμουνισμό ταιριάζει οποιοσδήποτε –ισμός και χωρίς να ξεχνάμε πως κάθε –ισμός και πάγος. (Δες Περίσσεια θερμότητας σημαίνει περίσσεια κινήσεως και συνειδήσεως. Περίσσεια ψυχρού, σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ηράκλειτος)

Οι τρεις κλάδοι προπαγάνδας: 

  Η Προπαγάνδα είναι μία διάδοση ιδεών. Ιδέες όμως έχουμε διαφό­ρων ειδών. Έτσι, έχουμε και διαφόρων ειδών Προπαγάνδες. Με βάση το ιδεολογικό περιεχόμενο της, ή Προπαγάνδα διακρίνεται σε τρεις κλάδους:

α) Η Εμπορική Προπαγάνδα ή δ ι α φ ή μ ι σ ι ς όπως την λέμε συνήθως, διαδίδει ιδέες που έχουν σχέση με κάποιο εμπορικό προϊόν. Σκοπός της είναι ή δημιουργία προτιμήσεων προς τα διάφορα είδη του εμπορίου ή ακόμη και η δημιουργία υλικών αναγκών δια ψυχο­λογικών μέσων. Να κατορθώση λ.χ. να εμφυσήση στους ανθρώπους την ιδέα ότι η ζωή δεν αξίζει χωρίς αυτοκίνητο, συνεπώς οι προσπάθειες του καθενός πρέπει να αποβλέπουν στην απόκτηση αυτοκινήτου.

β) Η Θρησκευτική Προπαγάνδα, ή κατήχηση (προσηλυτισμός), διαδίδει ιδέες που έχουν  σκοπό να μας διδάξουν ορισμένους κανόνες ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Το πε­ριεχόμενο αυτής της Προπαγάνδας είναι μία φιλοσοφία της υπάρξεως. Προσπαθεί να μας διδάξει τί είναι Καλό και Κακό, ποιο είναι το Δίκαιο και ποιο τό Άδικο, πώς να ακολουθήσουμε την ‘Αρετή και να αποφύγουμε την Κακία.

γ) Η Πολιτική Προπαγάνδα ή απλώς Προπαγάνδα έχει για σκοπό της τον καθορισμό της στάσεως και συμπερι­φοράς του άνθρωπου.

2. Η ευρύτης της Πολιτικής Προπαγάνδας: Η τροποποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς του άνθρωπου συχνά τροποποιεί και την γενικότερη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα, τον ψυχι­κό και πνευματικό κόσμο, την ίδια την ιδιοσυστασία του άνθρωπου. Δεν αποβλέπει δηλαδή η Πολιτική Προπαγάνδα στη διάδοση καθαρώς πολι­τικών απόψεων και μόνον. Πολλές φορές, έχει για σκοπό της, μαζί μέ τη διάδοση μιας ορισμένης πολιτικής ιδεολογίας και πέρα απ αυτήν την ανατροπή μιας θρησκευτικής πίστεως, (λ.χ. κομμουνιστικός αθεϊσμός), την διάδοση μιας ολόκληρης φιλοσοφίας (λ.χ. μαρξισμός) την δημιουργία δικών της κοινωνικών ηθικών και βιοθεωρητικών αντιλήψεων (λ.χ. λενινιστική ηθική) την επιβολή μιας ειδικής αισθητικής (λ.χ. σοσιαλιστικός ρεαλισμός).
Η Πολιτική Προπαγάνδα έχει λοιπόν συχνά για στόχο της ολόκληρο το “είναι” πνευματικό, ηθικό και ψυχικό του ανθρώπου. Γι αυτό δεν αλλάζει μόνο την πολιτική του συμπεριφορά αν και σε αυτήν βεβαίως αποβλέπει κυρίως, αλλά ολόκληρη την ιδιοσυγκρασία του. Στόχος της είναι ο ίδιος ο άνθρωπος σαν μέλος της κοινωνίας. Συνεπώς μια επιτυχημένη Πολιτική Προπαγάνδα μπορεί να επηρεάσει την ίδια την “ουσία” του ανθρώπου. Παραδείγματα έχουμε πολλά.

Η ναζιστική και η κομουνιστική Προπαγάνδα, με την δημιουργία φανατισμένων ψυχοπαθών οπαδών οι οποίοι έχουν δικές τους αντιδράσεις, ακατανόητες για τους άλλους και είναι διατεθειμένοι, σύμφωνα με μια δική τους αντίληψη περί “ηθικής” να κάνουν οποιοδήποτε έγκλημα χάριν του σκοπού τους, αποτελούν τυπικά δείγματα των γενικότερων αποτελεσμάτων της Πολιτικής Προπαγάνδας.

Η ναζιστική προπαγάνδα δεν άλλαξε απλώς τις πολιτικές αντιλήψεις των οπαδών της. Προχώρησε πολύ βαθύτερα. Τους δημιούργησε αντιλήψεις για τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ανθρωπίνων φυλών, για τον ρόλο κάθε φυλής, για την ευγονική, την Εκκλησία, την Ιστορία, κλπ.

Επίσης η κομμουνιστική Προπαγάνδα διδάσκει μιά νέα εντελώς δική της “ηθική” την κομμουνιστική ή λενινιστική “ηθική”. Διδάσκει την αθεΐα. Την φιλοσοφία της τον Διαλεκτικό Υλισμό. Την δική της υλιστική αντίληψη και ερμηνεία της ιστορίας. Γενικά, διαδίδει ένα πλήθος μη καθαρώς πολιτικών ιδεών. 
Σκοπός της είναι να δημιουργήσει όχι απλώς ένα πολιτικό οπαδό, αλλά ένα άνθρωπο ολοκληρωτικό κτήμα του κομμουνισμού, ένα άνθρωπο ριζικώς διαφορετικού τύπου. Σε αυτό τον σκοπό υπέταξε και την Τέχνη (σοσιαλιστικός ρεαλισμός) και την Παιδεία και όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις.

Η Πολιτική Προπαγάνδα λοιπόν, είναι ευρύτερη και από τη  Εμπορική κι από την Θρησκευτική Προπαγάνδα. Τα αποτελέσματα της είναι βαθύτερα και αγκαλιάζουν τον άνθρωπο στο σύνολο του.

 3. Σχέσης Πολιτικής και Εμπορικής  Προπαγάνδας:
  H Διαφήμιση και η Πολιτική Προπαγάνδα έχουν ασφαλώς πολλά κοινά σημεία και συχνά αλληλοεπηρεάζονται. Η Εμπορική Προπαγάνδα χρησιμοποιεί την εμπορική π λ η ρ ο φ ο ρ ί α (λ.χ. ότι παράγεται το τάδε προϊόν σε τέτοιες ποσότητες, ότι υπάρχουν τόσοι καταναλωτές αυτού του προϊόντος, ότι τα συστατικά πού το αποτελούν είναι αυτά ή εκείνα). Κατά τον ίδιο τρόπο ή Πολιτική Προπαγάνδα χρησιμοποιεί την πολιτική πληροφορία.
Η πρώτη, δίνει υποσχέσεις λ.χ. πάρετε το τάδε αυτοκίνητο θα ενθουσιασθείτε. Η δεύτερη έχει το πρόγραμμα με το οποίο δί­νει τις υποσχέσεις της. Η Εμπορική Προπαγάνδα έχει την «μάρκα». Η πολιτική έχει το σύμβολο (σβάστικα, σφυροδρέπανα, φάτσιο). Η ‘Εμπορική Προπαγάνδα έχει το διαφημιστικό σύνθημα, («πίνετε μπύ­ρα τάδε»). Η πολιτική έχει το πολιτικό σύνθημα («ψηφίζετε τον δείνα»).

Άλλωστε, πολύ συχνά η Πολιτική Προπαγάνδα δεν είναι και αυτή, παρά μιά εμπορική διαφήμισης ορισμένων προσώπων ή πρα­γμάτων. Μεγάλες προπαγανδιστικές εκστρατείες προσωπικής διαφημίσεως έκαναν λ.χ. ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Καρλομάγνος, ο Λουδοβίκος 14ος («ο Ήλιος»), ο Ναπολέων, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μάο. Την προσωπική αυτή διαφήμιση την έκαναν διάφοροι ποιητές, χρονικογρά­φοι, ιστορικοί, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοσυνθέτες που τούς πλήρωναν πλουσιοπάροχα οι ενδιαφερόμενοι. Την έκαναν όμως και οι ίδιοι οι «με­γάλοι άνδρες» με τις φροντισμένες στάσεις τους (Ναπολέων), με την με­λετημένη συμπεριφορά τους (Λένιν) και με τις «ιστορικές» φράσεις των, (Τσώρτσιλ) με το προμελετημένο ντύσιμο τους (Μάο).

Πολύ συχνά, η Πολιτική Προπαγάνδα, χρησιμοποιεί και την καθα­ρώς Εμπορική Προπαγάνδα για να εξυπηρέτηση τούς πο­λιτικούς σκοπούς της. Έτσι λ.χ., η Σοβιετική Ένωση, χρησιμοποιεί σε ευρύτατη κλίμακα, για τούς πολιτικούς, της σκοπούς τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, τις εμπορικές εκθέσεις, την παροχή τεχνικής βοηθείας, την ανταλλαγή εμπορευμάτων, την σύναψη εμπορικών συμφωνιών, την κατασκευή παραγωγικών έργων (λ.χ. Άσσουάν), την διάδοση των κάθε είδους προϊόντων της, την προβολή των τεχνικών επιτευγμάτων της («σπούτνικ»).
Συμπερασματικά, η Πολιτική Προπαγάνδα διαφέρει από την ‘Εμ­πορική κυρίως στον σκοπό. Δεν επιδιώκει στην επιβολή εμπορευμά­των άλλα πολιτικό – ιδεολογικών πεποιθήσεων. Έτσι, ενώ χρησιμοποιεί τα ιδία μέσα με την Εμπορική Προπαγάνδα, αποκτά πολύ με­γαλύτερη ευρύτητα στόχων.

4. Σχέσης Θρησκευτικής και Πολιτικής Προπαγάνδας:
 Η Θρησκευτική Προπαγάνδα, διδάσκει μία φιλοσοφία υπάρξεως και ορίζει τούς κανόνες της συγκεκριμένης ηθικής συμπεριφοράς. «Έτσι όμως, έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την «καθολική» Πολιτική Προπα­γάνδα, δηλαδή με την Προπαγάνδα των ολοκληρωτικών συστημάτων και ιδεολογιών που από την φύση, τους δεν ανέχονται κανένα άλλο Δό­γμα καμία άλλη Πίστη.
Όταν ένα κόμμα δεν διαφημίζει απλώς τις πολιτικές του αντιλήψεις και το πολιτικό του πρόγραμμα όπως κάνουν τα συνήθη κόμματα, αλλά προπαγανδίζει ένα ολόκληρο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολο­γικό σύστημα, όταν αυτό το πολιτικό κόμμα στηρίζεται σε μιά κ ο σ μ ο θ ε ω ρ ί α, όπως συμβαίνει με το Κ.Κ. τότε ή Προπαγάνδα του, διδάσκει και μία δική του «ηθική» και μία δική του φιλοσοφία υπάρξεως Μοιραία λοιπόν έρχεται σε σύγκρουση με την Θρησκεία και την Προπαγάνδα. Από εδώ και το μίσος του κομμουνισμού κατά της θρησκείας και η αντιθρησκευτική Προπαγάνδα του.

Η σχέση όμως θρησκευτικής και Πολιτικής Προπαγάνδας δεν είναι πάντοτε σχέση συγκρούσεως. Πολλές φορές, η Πολιτική Προπαγάνδα, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει σαν ένα από τα μέσα της και την Εκκλη­σία και την ίδια την Θρησκεία, υποδουλώνοντας την στο Κράτος. Παρά­δειγμα τέτοιας χρησιμοποιήσεως της Θρησκείας από μέρους του Κράτους μας παρέχουν οι κομμουνιστικές χώρες. Αυτές, αν και αθεϊστικές, επιτρέ­πουν, με περιορισμούς φυσικά, την ύπαρξη της Εκκλησίας, αλλά την έχουν θέσει κάτω από τον πλήρη ιδεολογικοπνευματικό, πολιτικό και οργανωτικό έλεγχο του μονοκομματικού κράτους. Και αυτό, προσπαθεί, για το διάστημα που θα την ανέχεται σαν «αναγκαίο κακό» να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία για να συμφιλιώσει τούς πιστούς με το καθεστώς, να τούς κινητοποιήσει υπέρ του και να τούς αφομοιώσει βαθμιαία. Επίσης, χρη­σιμοποιεί την Εκκλησία για την διείσδυση σε άλλους ομόθρησκους λαούς Και τέλος, την χρησιμοποιεί επίσης, για την διεξαγωγή της “Ανθρωπι­στικής” Προπαγάνδας του περί ειρήνης, υφέσεως, αφοπλισμού και τα παρόμοια.

Εξάλλου, η Πολιτική Προπαγάνδα, πολλές φορές, είναι και η  ίδια «θρησκευτική». Παίρνει δηλαδή μεθόδους και συστατικά στοιχεία της θρη­σκείας και προσπαθεί να τα μεταφυτεύσει προς πολιτικές κατευθύνσεις  η «θεοποίηση» των ηγετών, η «αγιοποίηση» των «μαρτύρων» η «ιεροποίηση» συμβόλων του κινήματος. Ο κομμουνισμός όπως θα δούμε και παρακάτω, έχει φροντίσει να πάρει όλα τα στοιχεία μιας θρησκείας γιατί σκοπός του είναι να γίνει μία νέου τύπου «θρησκεία» δηλαδή αντικείμενο απολύτου πίστεως.
 
 
II. ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

1. Τα διάφορα είδη: Χρησιμοποιώντας σαν κριτήριο τις πηγές, το κοινό, τούς στόχους ή τούς σκοπούς της Πολιτικής Προπαγάνδας, την διακρίνουμε σε διάφορα είδη. Η πρώτη διαίρεση είναι εκείνη πού παίρνει σαν κριτήριο την προέλευση (πηγή) και τον τρόπο εμφανίσεως της Προπαγάνδας. Τότε, την διακρίνουμε σε λευκή – φαιά – μαύρη. Αν κριτήριό μας είναι όχι η προέλευση της Προπαγάνδας αλλά το κοινό της, δηλ. όχι ποιος την κάνει αλλά σε ποιόν απευθύνεται, τότε την διακρίνουμε σε σταθεροποιητική-μεταπειστική-διαλυτική και ειδική.

Άλλο κριτήριο είναι ο στόχος της Προπαγάνδας, οπότε την ξεχω­ρίζουμε σε στρατηγική και τακτική. Τέλος όταν σαν κριτήριο χρησιμεύει ο σκοπός της Προπαγάνδας, αν δηλ. αποβλέπει στην διάδοση των ιδεών της ή στην καταπολέμηση των ιδεών τού αντιπάλου, έχουμε δύο είδη : Προπαγάνδα και Αντιπροπαγάνδα.  Αμέσως πιο κάτω εξετάζουμε όλα τα είδη Πολιτικής Προπαγάνδας.

2. Διάκριση κατά προέλευση:
α) Λευκή Προπαγάνδα:
Είναι εκείνη πού διεξάγεται κατά τρόπο φανερό και επίσημο. Δηλώνει από πού προέρχεται, σε ποιόν απευθύ­νεται, από πού αντλεί τις πληροφορίες της και τα στοιχεία της, και που αποβλέπει. Είναι η ανοιχτή, η ενυπόγραφη, η επώνυμη Προπαγάνδα που κάνει λ.χ. μία κυβερνητική ή κομματική ανακοίνωση, ένας επίσημος ραδιοσταθμός, το δημοσιογραφικό όργανο μιας πολιτικής παρατάξεως ή ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος. Η Λευκή Προπαγάνδα, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. 


Είναι ενυπό­γραφη και υπεύθυνη. Γι’ αυτό έχει κ ύ ρ ο ς.
Έχει όμως και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Η ακτίνα επιδράσεώς της είναι περιορισμένη. Επειδή προέρχεται από μία παράταξη, δεν γίνεται δεκτή από τούς οπαδούς της άλλης. Συχνά μάλιστα δεν γίνεται καν γνω­στή από αυτούς γιατί δημοσιεύεται μόνο στην δική της εφημερίδα. Έτσι παρ’ όλη την «εγκυρότητα» της, δυσκολεύεται να προσέγγισει άλλα στρώ­ματα της κοινής γνώμης.

β) Φαιά Προπαγάνδα: Είναι εκείνη η οποία συγκαλύπτει τις πηγές, την προέλευση και τους σκοπούς της. Είναι η Προπαγάνδα πού δεν έχει επισήμως πατρότητα. Είναι ανώνυμη, ανυπόγραφη, έκθετη, ανεύθυνη. Εί­ναι λ.χ. ή Προπαγάνδα που διεξάγεται με τις διάφορες φήμες και τις δια­δόσεις, η λεγόμενη «προπαγάνδα του ψιθύρου».
Αυτή μειονεκτεί έναντι της Λευκής, από πλευράς «εγκυρότητας». Πλεο­νεκτεί όμως από πλευράς ακτίνας επιδράσεως. η διάδοση φθάνει σχεδόν παντού. Και έτσι, κάτι πού λέγεται με τη Φαιά Προπαγάνδα (λ.χ. «από στόμα σε στόμα») φθάνει στους οπαδούς όλων των παρατάξεων καθώς και σε εκείνους πού δεν διαβάζουν εφημερίδες, δεν ακούνε ραδιόφωνο, δεν πηγαίνουν σε συγκεντρώσεις.

γ) Μαύρη Προπαγάνδα: Είναι εκείνη η οποία εμφανίζεται με ψεύτικη πατρότητα, αποδίδεται σε πηγή διαφορετική από την πραγματική. Έχει ψεύτικη υπογραφή, είναι πλαστογραφημένη. Παρουσιάζεται συ­χνά σαν να προέρχεται από τον ίδιο τον αντίπαλο, τον οποίο Θέλει να πλήξη. Παρουσιάζει δήθεν ομολογίες του, δήθεν ντοκουμέντα του, και ισχυρίζεται ότι προέρχεται από αυτόν. Η Μαύρη Προπαγάνδα αποβλέπει κυρίως στην διάσπαση του αντιπάλου ή στην καλλιέργεια ηττοπαθών, φυγοκέντρων και άλλων αναλόγων τάσεων μέσα στο στρατόπε­δο του.
Χαρακτηριστική περίπτωση Μαύρης Προπαγάνδας είναι ο «Ριζο­σπάστης» πού εξέδιδε επί 4ης Αυγούστου το Υπουργείο Ασφαλείας. Ο τότε υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης, χρησιμοποίησε διαφόρους πρώην κομμουνιστές πού ήξεραν καλά την νοοτροπία και την ορολογία τού κομμουνισμού, για να συντάσσει και να κυκλοφορεί δήθεν παράνομα, την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», σαν όργανο του Κ.Κ.Ε. Η πραγματική, παράνομη ηγεσία του Κ.Κ.Ε., εξέδιδε τον δικό της, τον πραγματικό «Ρι­ζοσπάστη». Αλλά ο ψεύτικος, κυκλοφορούσε πιο τακτικά και πιο άνετα. Έτσι, έθεσε κάτω από την δική του καθοδήγηση τούς οπαδούς τού Κ.Κ.Ε· Μ’ αυτόν τον τρόπο, το ΚΚΕ έπαιρνε γραμμή από τον πλαστό «Ριζο­σπάστη». Αυτός, κατάγγειλε όλους τούς πραγματικούς κομματικούς ηγέτες σαν «πράκτορες της Ασφάλειας» με αποτέλεσμα να απομονωθούν από τούς ομοϊδεάτες των, να εξουδετερωθούν και να συλληφθούν ! Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης, γενικός γραμματεύς τότε τού Κ.Κ.Ε., για μία πε­ρίοδο, έπαιρνε «γραμμή» από τον ψεύτικο «Ριζοσπάστη» ([1]).

3. Διάκριση κατά το κοινό: Με κριτήριο το κοινό προς το όποιο απευθύνεται η Προπαγάνδα διακρίνεται σε τέσσερα είδη : την σταθεροποιητική, την μεταπειστική, την διασπαστική και την ειδική.

α) Η Σταθεροποιητική Προπαγάνδα: Απευθύνεται προς τούς οπαδούς της προπαγανδιζομένης ιδέας και αποβλέπει στην στερέωση των πεποι­θήσεων των, στην διατήρηση τού ενθουσιασμού και της μαχητικότητας των, στην κατοχύρωση τού «πιστεύω» των. Είναι σφάλμα να θεωρεί­ται ότι μία παράταξη δεν έχει ανάγκη να κάνει Προπαγάνδα προς τούς οπαδούς της. Η Κοινή Γνώμη είναι ρευστή. Αν δεν ανανεώνει καθημε­ρινά την πίστη των οπαδών της, μία παράταξη μπορεί να τούς χάσει.

β) Η Μεταπειστική Προπαγάνδα : Απευθύνεται προς τούς κυμαινομένους, τούς ταλαντευόμενους, τούς ιδεολογικώς αμφιρρέποντας. Σκοπός της να τους προσέλκυσει και να επιτύχει την προσχώρηση τους στην Ιδέα.

γ) Η Διασπαστική ή Διαλυτική Προπαγάνδα: Απευθύνεται στους φα­νατικούς αντιπάλους, οι οποιοι δεν πρόκειται να μεταπεισθούν. Απο­βλέπει στην διάσπαση τους, στην καλλιέργεια διενέξεων και αιρέσεων μέσα στο δικό τους στρατόπεδο, στην ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων: Μέθοδοί της είναι: Η διάσπαση ηγεσίας και οπαδών διά της διαβολής της πρώτης. Η καλλιέργεια της αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας μεταξύ των αντιπάλων. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των οπαδών προς την ηγεσία τους ή προς την έκβαση των αγώνων τους. Η εκμετάλλευση των κάθε λογής δυσαρεσκειών στο εσωτερικό τού εχθρού. Γενικά, η Προπαγάνδα αυτή, δεν προσβάλλει απ’ ευθείας τις ιδέες τού αντι­πάλου άλλα υπονομεύει έντεχνα την συνοχή του ή το ηθικό του. Συ­χνά είναι φαιά, συχνότερα μαύρη, σπανίως λευκή.

δ) Ειδική Προπαγάνδα: Εφαρμόζεται σε εντελώς ειδικές περιπτώσεις. Απευθύνεται σε μονάδες ή σε σύνολα πού βρίσκονται σε Ιδιάζουσα κατάσταση, σε ειδική θέση. Τέτοια Προπαγάνδα είναι λ.χ. εκείνη πού απευθύνεται σήμερα τόσο από τούς κομμουνιστές όσο και από τούς δυ­τικούς προς τούς ουδετέρους.

4. Διάκρισης κατά τον στόχο: Με κριτήριο τον στόχο της, η Προπαγάνδα διακρίνεται σε δύο είδη : Στην Στρατηγική και την Τακτική.

α) Στρατηγική Προπαγάνδα: Έχει για στόχο της την τελική επιδίωξη τού κινήματος πού υπηρετεί. Αποβλέπει δηλαδή, στον απώτερο τελικό στρατηγικό σκοπό. Ή Προπαγάνδα αυτή, είναι ό μόνιμος πυρήνας κάθε Προπαγάνδας. Αντιστοιχεί στην αμετακίνητη τελική επιδίωξη του κινήματος η οποία δεν μεταβάλλεται. Αποτελεί­ται λοιπόν από στοιχεία μόνιμα, στρατηγικής, όχι τακτικής φύσεως.
Συνιστά την βαθύτερη ουσία ενός «πιστεύω». Διαδίδει την βασική ιδεολογία, τις θεμελιώδεις αναλλοίωτες αρχές της. Είναι μακρόπνοη. Στα­θερή. Συνυφασμένη με την ίδια την ιδεολογική υπόσταση της παρατάξεώς της.

β) Τακτική Προπαγάνδα: Προβάλλει τούς εκάστοτε άμεσους στό­χους. Είναι μία Προπαγάνδα ελισσόμενη, τακτικής φύσεως. Δεν στηρίζεται σε μόνιμες αρχές, αλλά απεναντίας, διακρίνεται για την απε­ριόριστη ευελιξία της και την διαρκή προσαρμογή της στις ολοένα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Διαδίδει όχι «αιώνιες» ιδέες αλλά ευκαιριακά συνθήματα. Υπηρετεί όχι τον μακρινό τελικό σκοπό τον όποιο μάλι­στα συχνά αποσιωπά ή κρύβει ή ακόμη και αρνείται, άλλα την εκά­στοτε τρέχουσα πολιτική «γραμμή» πού προωθεί συγκεκριμένες, άμεσες, εφικτές επιδιώξεις.

5. Διάκρισης κατά το περιεχόμενο: Με κριτήριο το περιεχόμενο των ιδεών τις οποίες διαδίδει, η Προπα­γάνδα διακρίνεται σε δύο είδη : την Απλή Προπαγάνδα και την Αντιπροπαγάνδα.

α) Η απλή Προπαγάνδα: Διαδίδει τις ιδέες μιας παρατάξεως. Προσ­παθεί είτε να ανανεώσει και να ενισχύσει την πίστη των οπαδών της, είτε να προσελκύσει άλλους, νέους οπαδούς σ’ αυτές τις ιδέες.

β) Η Αντιπροπαγάνδα: Αποβλέπει στην καταπολέμηση της Προπα­γάνδας του αντιπάλου ο όποιος επίσης πραγματοποιεί διάδοση των ιδεών του. Σκοπός της είναι η καταπολέμηση των ιδεών πού διαδίδει ό αντίπαλος. Θέλει να προφυλάξει τούς οπαδούς της παρατάξεως της από τις ιδέες τού εχθρού για να τούς συγκρατήσει στις δικές της. Επίσης, προσπαθεί να ματαιώσει τις ενέργειες του εχθρού προς διάσπαση των οπα­δών της. Τέλος, αντιμετωπίζει και την μεταπειστική Προπαγάνδα τού εχθρού προς τούς ενδιάμεσους καθώς και την σταθεροποιητική προπαγάνδα προς τούς δικούς του οπαδούς.
 
ΟΙ ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

1. Προπαγάνδα και Αγκιτάτσια:  Αναφέραμε πολλές διακρίσεις της Προπαγάνδας που η κάθε μιά τους στηρίζεται και σε διαφορετική βάση. Παίρνει δηλαδή για κριτήριο κάθε φορά ένα από τους παράγοντας της Προπαγάνδας. Πότε την πηγή, πότε το κοινό, πότε το στόχο και πότε το περιεχόμενο της. Οι κομμουνιστές όμως έκαναν μία διάκριση της Προπαγάνδας η οποία βασίζεται όχι σε ένα μόνο από τα στοιχεία της, αλλά στο σύνολο των βασικών στοι­χείων που υπάρχουν σε κάθε Προπαγάνδα. Είναι μία διάκριση πιό ολο­κληρωμένη και πιό επιστημονική από τις προηγούμενες. Σύμφωνα με την άποψη τους, οι κομμουνιστές, διακρίνουν την Προ­παγάνδα σε δύο τύπους, σε δύο κύρια είδη.
Το πρώτο είδος το ονομάζουν «Προπαγάνδα πρώτου τύπου» ή «κυρίως Προπαγάνδα» ή απλώς Προπαγάνδα. Το δεύτερο είδος το ονομάζουν «Προπαγάνδα δευτέρου τύπου» ή κοινώς Αγκιτάτσια (δηλ. ζύμωση, εσωτερικό βρασμό, διέγερση). Για πρώτη φορά η διάκριση αυτή έγινε από τον «πατέρα τού ρωσικού μαρξισμού» και δάσκαλο τού Λένιν, Γ. Πλεχάνωφ. Αυτός ανέφερε ότι υπάρχει η Προπαγάνδα, η οποία διαδίδει ένα σύνολο ιδεών, δηλ. πολλές ιδέες, σε ένα ή σε λίγα άτομα και η Αγκιτάτσια πού κάνει διάδοση μιας μόνον ιδέας σε πολλά άτομα, σε πλήθος.
Ο Λένιν υιοθέτησε την διάκριση και την τελειοποίησε προσθέτοντας ότι στην πρώτη περίπτωση, στην Προπαγάνδα, χρησιμοποιείται κυρίως ο γραπτός λόγος ενώ στην δεύτερη, στην Αγκιτάτσια, χρησιμο­ποιείται κυρίως, ως μέσον ο προφορικός λόγος. Σήμερα ή Ψυχοπολιτική έχει ολοκληρώσει ακόμη περισσότερο αυτήν την διάκριση.

2. Η κυρίως Προπαγάνδα: Προπαγάνδα πρώτου τύπου ή κυρίως Προπαγάνδα, είναι η διάδοση ενός συνόλου ιδεών, με σκοπό τον ιδεολογικό προσηλυτισμό. Σε μιά τέτοια περίπτωση, το κοινό είναι συνήθως το άτομο και κατ’ αρχήν, το κάπως μορφωμένο άτομο, γιατί αυτό ενδιαφέρεται για ιδεολογίες. Στόχος είναι το λογικό του ατόμου. Η Προπαγάνδα του ιδεολογικού προσηλυτισμού προσπαθεί να πείσει το άτομο να προσχώρησει στις ιδέες της. Μέθοδός της είναι η πειθώ. Και φυσικά, το μέσο που μεταχειρίζεται σ’ αυτήν την μέθοδο, είναι το επιχείρημα.

3. Η Αγκιτάτσια: Αντίθετα, στην περίπτωση της Αγκιτάτσιας, (ή Προπαγάνδας δευ­τέρου τύπου) σκοπός δεν είναι ο ιδεολογικός προσηλυτισμός, αλλά η κινητοποίηση ενός πλήθους ανθρώπων για άμεσους πρακτικούς σκοπούς. Σκοπός δεν είναι να προσχωρήσουν σε ένα σύστημα ιδεών, αλλά να ωθηθούν στην ανάπτυξη μιας πρακτικής δράσεως. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κοινό δεν είναι πια το άτομο άλλα η μάζα.
Στόχος συνεπώς, δεν μπορεί να είναι το λογικό αλλά το συναί­σθημα, οι παρορμήσεις και τα ένστικτα της Μάζας. Επομένως, σαν μέθοδος δεν χρησιμοποιείται η πειθώ, αλλά η ύ π ο β ο λ ή. Και φυσικά, το μέσο πού χρησιμοποιείται σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν είναι το λογικό επιχείρημα, αλλά το αναπόδεικτο ά ξ ί ω μ α, το σύνθημα, η κοφτή, επιτακτική, επιγραμματική, παρορμητική φράση.

4. Η χρήση των δύο «τύπων»: Ο πρώτος τύπος Προπαγάνδας, είναι εκείνο πού συνήθως λέμε «πο­λιτική μόρφωσης» ή κατάρτισης. Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή Προπαγάν­δας στις δημοκρατικές χώρες. Αυτή πού διεξάγεται από τα βιβλία, στις ελεύθερες σοβαρές συζητήσεις και στις σχετικά ήρεμες πολιτικές συγκεντρώ­σεις πού οργανώνουν τα δημοκρατικά κόμματα για να αναπτύξουν λ.χ. το εκλογικό τους πρόγραμμα ή το ιδεολογικό τους «πιστεύω».

Οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν και αυτό το είδος της Προπαγάνδας, κυρίως για να κατακτήσουν τούς διανοουμένους, τούς φοιτητές και άλλες χρήσιμες προσωπικότητες. Επίσης, για να καταρτίσουν τα πιστά στο κίνημα στελέχη τους, ώστε να προσχωρήσουν στην κομμουνιστική ιδεο­λογία ενσυνείδητα και να γίνουν οι προπαγανδιστές της.
Κυρίως όμως, οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν τον δεύτερο τύπο της Προπαγάνδας, την Αγκιτάτσια, πού είναι σχετικώς σπάνια στα δημοκρα­τικά κινήματα. Τα Κ.Κ. έχουν για σκοπό τους την βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος και την επιβολή ενός άλλου, με την εξόντωση των αντιπάλων τους. Για την πραγματοποίηση αυτών των επιδιώξεων τους, εκείνο πού τούς χρειάζεται είναι οι μάζες και όχι τα άτομα. Οι μάζες όμως όπως ήδη αναπτύξαμε, διέπονται από τις συγκινήσεις και όχι από το λογικό. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και συνήθως μάταιο να ακολουθηθεί γι’ αυτές ή δια­δικασία της πειθούς.
Ενώ είναι εύκολο να τις κινήσει κανείς, απευθυνόμενος στα συναισθήματα και στα ένστικτά τους. «Ένας πεπειραμένος « ά γ κ ι τ ά τ ο ρ α ς » (δημαγωγός, δημεγέρτης), μπορεί τα ένστικτα των μαζών να τα φέρει στην επιφάνεια. Μπορεί δηλ. να φέρει στην επιφάνεια κρυμμέ­νες βιολογικές δυνάμεις και να τις εκμεταλλευθεί για τούς σκοπούς του. Ό αγκιτάτορας, εξαπολύει τις καταστρεπτικές τάσεις πού περικλείονται στο ανθρώπινο υποσυνείδητο. Και τις χρησιμοποιεί όπως ακριβώς ένας ειδικός χρησιμοποιεί τις εκρηκτικές Ύλες.

 5. Η κομμουνιστική Αγκιτάτσια: Ό Μ ά ρ ξ πού έγραφε ογκώδη έργα όπου εξέθετε τις ιδέες του έκανε Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Το ίδιο και ό «Ε γ κ ε λ ς. Γενικά οι ηγέτες της Α’ και της Β’ Διεθνούς έκαναν Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Αντίθετα, ο Λένιν και ο Τρότσκι, πού φλόγιζαν τις μάζες των εργα­τών και των μουζίκων της Ρωσίας και τις ξεσήκωναν με το όραμα μιας καλύτερης ζωής, έκαναν Αγκιτάτσια. Ό Μαρξ και ό Έγκελς προσπαθούσαν να διαδώσουν μία ιδεολογία. Ο Λένιν και ό Τρότσκι προσπαθούσαν να πάρουν την εξουσία κάνοντας την επανάσταση.
Οι σοσιαλδημοκράτες, διάδοχοι τού Μαρξ, διέδιδαν συστηματικά τις ιδέες τους και εμπλούτισαν την τεχνική της (κυρίως) Προπαγάνδας. Ο Λένιν όμως, ήθελε τις μάζες πού ευρίσκοντο κάτω από την επιρροή ενός ειρηνικού σοσιαλισμού να τις δυναμικοποιήσει. Δεν ήθελε την Προπαγάνδα σαν μέσο για την διάδοση ιδεών, αλλά σαν όπλο της επαναστάσεως. Έτσι, μετέτρεψε την Προπαγάνδα σε Αγκιτάτσια. Γι’ αυτό, στην προπα­γανδιστική δραστηριότητα των μπολσεβίκων υπερέχει ή παραστατική εικόνα αντί για τη σκέψη, το βίαιο αίσθημα αντί για το επιχείρημα, η δυνατή συγκίνηση αντί για το λογικό.
Πολύ χαρακτηριστικά, ο Μ. Γκόρκυ, έγραφε στην εφημερίδα του «Νόβαγια Ζίζν» στις 23 Νοεμβρίου 1917 : «Ο Λένιν, δεν ξέρει τις λαϊκές μάζες. Δεν έζησε μαζί τους. Έμαθε όμως από τα βιβλία, πώς μπορεί να αφηνιάζει αυτές τις μάζες και να αποχαλινώνει τα ένστικτα τους. Για τους λενινιστές, η εργατική τάξις είναι ότι το μέταλλο για τούς μεταλλουργούς. Ο Λένιν δουλεύει όπως ένας χημικός στο εργαστήριο του. Με την διαφορά ότι αντί για άψυχη ύλη, χρησι­μοποιεί ζωές. Και αντί να παράγει πράγματα χρήσιμα για την ζωή, την οδηγεί προς την καταστροφή της».
Και ο Ζ. Μονερώ, γράφει σχετικά : «οι καταστρεπτικές δυνάμεις πού περικλείονται μέσα στα αισθήματα και στα συναισθήματα των ανθρώπων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ειδικούς πού θα τα χειρισθούν όπως ακριβώς χρησιμοποιούνται τα καθαρώς υλικά εκρηκτικά».

Ο κομμουνισμός, σε σχέση με τις προηγούμενες Προπαγάνδες και ιδίως σε σχέση με την Προπαγάνδα της Α’ και της Β’ Διεθνούς, έφερε μία ριζική αλλαγή στα μέσα διαδόσεως των ιδεών. Ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούντο το βιβλίο, η διάλεξη, η μελέτη, η συζήτηση και οι καλές τέχνες, ο κομμουνισμός άρχισε να χρησιμοποιεί σε μεγάλη κλίμακα προ πάντων την εφημερίδα, το φυλλάδιο (μπροσούρα), την προκήρυξη και το σύνθημα.
Ο Ζ. Ντομενάκ παρατηρεί: «Η Προπαγάνδα του μπολσεβίκικου τύπου μπορεί να αναχθεί σε δύο βασικά εκφραστικά μέσα : Την πολιτική αποκάλυψη (καταγγελία) και το σύνθημα». Ο φασισμός χρησιμοποίησε και αυτός σαν βασική προπαγανδιστική του μέθοδο, την Αγκιτάτσια. Ο Χίτλερ, υπήρξε ταυτόχρονα και προπαγανδιστής και αγκιτάτορας. ‘Ήξερε να συνδυάζει και τούς δύο τύπους της Προπαγάνδας. Πάντως μέσα του υπερείχε ο αγκιτάτορας. Αντίθετα, ο Μουσολίνι υπήρξε σχεδόν πάντοτε ένας αγκιτάτορας χωρίς να μπορέσει να ξεπεράσει αυτό το επίπεδο και να φθάσει σ’ εκείνο του προπαγανδιστού.

6. Εφαρμογή των δύο τύπων: Για να γίνει πιο κατανοητή η διάκριση ανάμεσα στους δύο τύπους Προπαγάνδας ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έχουμε ένα γεγονός το όποιο προσφέρεται για προπαγανδιστική εκμετάλλευση. Λ.χ. την εξαπόλυση ενός νέου σοβιετικού πυραύλου. Ο κομμουνισμός, ασφαλώς θα το χρησιμοποιήσει για να κάνη Προπαγάνδα και πρώτου και δευτέρου τύπου.

Στην πρώτη περίπτωση, ο προπαγανδιστής, θα χρησιμοποιήσει την σοβιετική επιτυχία για να προσηλύτιση ιδεολογικώς τον συνομιλητή του να τον κάνει δηλαδή κομμουνιστή. Ξεκινώντας από το γεγονός, θα φέρει διάφορα επιχειρήματα για να «απόδειξη» ότι αυτό, εκφράζει την συνο­λική «υπεροχή» της σοβιετικής έναντι της δυτικής επιστήμης και τεχνο­λογίας. Αλλά, θα προσθέσει, μία κοινωνία πού διαθέτει ανώτερη επιστήμη, ανώτερη τεχνολογία και μεγαλύτερες δυνατότητες επιτεύξεως μεγαλόπνοων σχεδίων και επιδιώξεων, είναι ανώτερη από τις άλλες. Και με βάση τέτοιους συλλογισμούς θα προχωρήσει για να « α π ο δ ε ί ξ η » την κατ’ αυτόν «ανωτερότητα» του κομμουνιστικού κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού συστήματος, έναντι τού δυτικού. Θα φέρει διάφορα επιχει­ρήματα, ώστε να πείσει το λογικό τού συνομιλητή του ότι ο κομμουνισμός είναι καλύτερος από την δημοκρατία και έτσι να τον προσελκύσει ιδεολογικώς προς την κομμουνιστική ιδέα.

Στην δεύτερη περίπτωση, ο αγκιτάτορας, θα ξεκινήσει από το ίδιο γεγονός, όχι για να κάνει και άλλους κομμουνιστές, άλλα για να κινητοποιήσει έμπρακτα ορισμένο κόσμο με σκοπό την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων, άμεσων επιδιώξεων τού κόμματος. Μία τέτοια επιδίωξη λ.χ. στην Ελ­λάδα, είναι να ματαιωθεί η εγκατάστασης πυραυλικών βάσεων. Ο αγκιτάτορας, λοιπόν, θα ισχυρισθεί, ότι η ρωσική επιτυχία αποδεικνύει την «τρομακτική ισχύ» της Σοβιετικής Ενώσεως, την οποία θα παρουσιάσει με έντονα εντυπωσιακά χρώματα.
Θα προσπαθήσει έτσι να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντηρήσεως των μαζών και να τούς υποβάλει την ιδέα ότι κάθε εναντίωση προς την Ρωσία και ιδίως μία «πρόκληση» όπως η εγκατάσταση πυραυλικών βάσεων, θα έχει σαν συνέπεια να επισύρει συντριπτικά αντίποινα από μέρους της, με αποτέλεσμα να εκμηδένισθεί η χώρα και να εξοντωθούν όλοι οι κάτοικοι της. Συνεπώς, θα πει, αν θέ­λουμε να σωθούμε, όλοι μας, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, πρέπει να εμπο­δίσουμε την άφιξη πυραύλων στον τόπο μας. «Σηκωθείτε! Φωνάξτε! Υπογράψτε εκκλήσεις! Εγκρίνατε ψηφίσματα! Πιέστε τούς βουλευτάς, ώστε με κανένα τρόπο να μην έρθουν εδώ οι πύραυλοι! Γιατί, τότε πάει «χαθήκαμε όλοι μας!».

Είναι σαφής η διαφορά σκοπού, κοινού, στόχου, μέσων και αποτελεσμάτων στις δύο περιπτώσεις. Και τούτο, παρ’ όλο πού και οί δύο τύποι Προπαγάνδας ξεκινούν από το ίδιο γεγονός και αυτό εκμεταλλεύονται. Στην πρώτη περίπτωση, για να δημιουργήσουν νέους κομμουνιστές. Στην δεύτερη, για να ξεσηκώσουν ορισμένες μάζες κομμουνιστικές ή μη, αδιάφορο, για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς τού κόμματος.

Η Προπαγάνδα, είναι μία μάχη ιδεών. Η Αγκιτάτσια μία μάχη συ­ναισθημάτων. Στο παράδειγμά μας, ο αγκιτάτορας προχώρησε σε δύο στάδια προς την διέγερση και εκμετάλλευση τού ένστικτου αυτοσυντηρή­σεως. Στο πρώτο στάδιο, προκάλεσε τον τρόμο. Στο δεύτερο, υπέδειξε μία διέξοδο σωτηρίας δια της κινητοποιήσεως.
Στην Προπαγάνδα, η πορεία είναι: Πρόκληση αμφιβολίας – Απόρριψης παλαιών ιδεών – Γνωριμία με τις νέες ιδέες – Προσχώρηση στις νέες ιδέες.
Στην Αγκιτάτσια, η πορεία είναι: Πρόκληση δυσφορίας – Μετατροπή της σε Δυσαρέσκεια – «Ανέβασμά» της σε Αγανάκτηση – Αξιοποίηση της δια του μετασχηματισμού της σε Οργή.
Στο σχεδιάγραμμα πού ακολουθεί, δίνουμε μία πλήρη συνοπτική εικόνα της διακρίσεως της Προπαγάνδας στους δύο τύπους της :
picture_consumption_behavior-thumb-large  religion-602x481

7. Συνδυασμός των δύο τύπων: Οι δύο τύποι της Προπαγάνδας πού εξετάσαμε, δεν χωρίζονται με­ταξύ τους με σινικά τείχη. Δεν είναι δύο διαδικασίες απόλυτα διαφορετικές, χωρισμένες μεταξύ τους με στεγανά τοιχώματα. Στις περισσότερες περι­πτώσεις εφαρμόζονται ταυτόχρονα. Η Προπαγάνδα πού συναντούμε στην καθημερινή ζωή, είναι συνήθως, ένας συνδυασμός κυρίως Προπαγάν­δας και Αγκιτάτσιας. Είναι ένας ενδιάμεσος, μικτός τύπος που προέρχεται από την σύνθεση των δύο «καθαρών» τύπων Προπαγάνδας.

Η Προπαγάνδα πρώτου τύπου, δηλαδή η προσπάθεια προσέλκυ­σης σε ένα σύνολο ιδεών, πολλές φορές δεν απευθύνεται μόνο στο λογικό και δεν φέρνει μόνον επιχειρήματα, αλλά προσπαθεί επίσης να μιλήσει και στην καρδιά τού κοινού της, να το συγκινήσει. Εκτός από το λογικό απευ­θύνεται και στον ανθρωπισμό του, στο ένστικτο αυτοσυντηρήσεως του, στον ψυχικό του κόσμο. Χρησιμοποιεί δηλαδή και μέσα του δευτέρου τύπου της Προπαγάνδας, μέσα Αγκιτάτσιας.

Και το αντίστροφο. Η Αγκιτάτσια δεν χρησιμοποιεί παντού και πάντοτε αποκλειστικά το αξίωμα. Πολλές φορές φέρνει και ένα επιχείρημα, κάνει και ένα συλλογισμό, στρέφεται και προς το λογικό. Δεν πρόκειται λοιπόν στην πράξη να συναντήσουμε απολύτως «καθαρούς» τούς δύο τύπους της Προπαγάνδας. Οι δύο τύποι συνεχώς συνδυάζονται και εφαρ­μόζονται ταυτοχρόνως. Από την ικανότητα, την πείρα και το ταλέντο τού προπαγανδιστή εξαρτάται να κρίνει σε κάθε περίπτωση ποιόν από τούς δύο θα εφαρμόσει περισσότερο, με βάση το κοινό προς το όποιο απευ­θύνεται και τις συνθήκες κάτω από τις όποιες διεξάγει την συγκεκριμένη Προπαγάνδα του.

8. Κοινότης αποτελέσματος: Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η Αγκιτάτσια, επειδή αποβλέπει την κινητοποίηση μαζών για πρακτικούς σκοπούς, είναι αδιάφορη για ό,τι άφορα την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Η συνεχής κινητοποίηση ορισμένων μαζών από το ίδιο πάντοτε κόμμα, στο τέλος, με την συνεχή επαφή και την διαρκή επανάληψη οδηγεί τις μάζες και ιδεολογικά σ’ αυτό. Κατα­λήγει δηλαδή η Αγκιτάτσια τελικά και στον ιδεολογικό προσηλυτισμό των μαζών.
Οι άνθρωποι πού θεπακολουθήσουν το Κ.Κ. σήμερα σε μία απεργία, αύριο σε μιά εκδήλωση κατά των πυραυλικών βάσεων, μεθαύριο σε μία εκστρατεία για την αμνηστία, την άλλη μέρα σε ένα αγώνα για την αύξηση των μισθών, μετά σε μία «πορεία ειρήνης», σιγά – σιγά θα αφομοιωθούν από αυτό, θα γίνουν και ενσυνειδήτως – ιδεολογικώς οπαδοί του.
Άμεσος σκοπός λοιπόν της Αγκιτάτσιας είναι η κινητοποίηση για πρακτικούς σκοπούς. Αλλά, διά μέσου αυτής της κινητοποιήσεως, επαναλαμβανομένης συνεχώς, οδηγεί βαθμιαία και στον ιδεολογικό προσηλυτι­σμό των κινητοποιούμενων μαζών.
Και αντίστροφα. Η κυρίως Προπαγάνδα, με το να προσηλυτίζει ιδεολογικώς ορισμένα άτομα, τελικώς τα οδηγεί και στην πρακτική δράσι υπέρ αυτής της «ιδεολογίας». Γιατί ασφαλώς, όποιος προσχώρησει σε μία Ιδέα, υποτίθεται ότι θα εργασθεί και πρακτικώς γι’ αυτήν. Έτσι, και οι δύο τύποι Προπαγάνδας, από διαφορετικούς δρόμους, οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχει ταυτότις αποτελέσματος Προπαγάνδας και Αγκιτάτσιας.
Αναφέραμε ήδη ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους δύο τύπους Προπα­γάνδας απόλυτος διαχωρισμός. Αυτό ισχύει και για όλους τούς κανόνες της προπαγανδιστικής τεχνικής. Ποτέ στην Προπαγάνδα η ισχύς ενός κανόνος δεν είναι απόλυτη. Και ποτέ, ένας κανόνας, δεν πρέπει να λαμβάνε­ται μεμονωμένος, ανεξάρτητα από τούς άλλους. Ανάμεσα στους κανόνες πού συνθέτουν αυτό πού λέμε «επιστημονική τεχνική της διαδόσεως ιδεών», υπάρχει συνεχής αλληλεξάρτηση. Ο συνδυασμός τους είναι απόλυτη ανάγκη.

Το ποιός κανόνας θα εφαρμοστεί λιγότερο ή περισσότερο, ποιός τώρα και ποιός υστέρα, ποιός σήμερα και ποιός αύριο ή ποιός στην αρχή και ποιός στο τέλος, αυτό καθορίζεται κάθε φορά από τον προπαγανδιστή. Αυτός, πρέπει να πάρει υπ’ όψη του όλους τους παράγοντες πού ασκούν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας προπαγανδιστικής επιχειρήσεως και οι οποίοι είναι:

α) Ο επιδιωκόμενος σκοπός,
β) Το θέμα με το οποίο υπηρετεί τον σκοπό,
γ) Το είδος τού κοινού προς το όποιο απευθύνεται.
δ) Ο τόπος, στον όποιο διεξάγεται η Προπαγάνδα (χώρος) και
ε) Ο χρόνος κατά τον όποιο διεξάγεται (κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές συνθήκες).


Γενικά, αρχή της Προπαγάνδας με απόλυτη ισχύ, είναι μόνον μία: η σχετικότις.

  Propaganda

Γενικά Περί Κομμουνιστικής προπαγάνδας
 “Δεν θέλουμε θεωρητικά συγγράμματα αλλά φλογερά, ζωντανά, επιθετικά κείμενα που είναι χίλιες φορές
πιο ικανά να κινητοποιούν τούς ανθρώπους απ’ ό,τι οι θεωρητικές φλυαρίες”.
Β. I. ΛΕΝΙΝ

1. Είναι Αγκιτάτσια
Αναφέραμε ότι οι  κομμουνιστές χρησιμοποιούν και τούς δύο τύπους Προπαγάνδας ανάλογα με το κοινό προς το όποιο απευθύνονται και με τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Γενικά όμως, μπορούμε να πούμε, ότι οι κομμουνιστές, διεξάγουν κυρίως, Προπαγάνδα δευτέρου τύπου· «Αγκιτάτσια». Το αγκιτατορικό στοιχείο είναι εκείνο πού υπερέχει γενικά στην Προπαγάνδα τους. Και τούτο είναι πολύ φυσικό. Γιατί, οι κομμουνιστές, αποβλέπουν στην πρόκληση της εξεγέρσεως, στην βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος, στην αντικατάσταση του από ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς με μεθόδους βίας. Όλα αυτά, είναι αδύνατον να γίνουν από λίγα άτομα και ιδίως από σκεπτόμενα πρόσωπα. Για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται σχετικά πλατειές και ιδίως φανατισμένες μάζες, πού να μισούν και να μάχονται. Και αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνον της Αγκιτάτσιας.
 Οι κομμουνιστές, απευθύνθηκαν, λοιπόν στις μάζες και σ’ αυτές εξακολουθούν να απευθύνονται. Αυτές είναι ο στόχος τους – το όργανο πού θα τους επιτρέψει να πάρουν την εξουσία.

Στις μάζες όμως δεν αρκεί κανείς να απευθυνθεί με ένα σύνολο ιδεών με μια συστηματοποιημένη ιδεολογία. Είναι πολύ πιο απλό, πιο εύκολο και πιο αποτελεσματικό να απευθυνθεί σ’ αυτές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες τους, τα συναισθήματά τους, τις επιθυμίες τους, τις απωθημένες τάσεις τους, τούς καταπιεζόμενους πόθους των.
Γι’ αυτό, σύμφωνα και με τη συμβουλή τού Λένιν, το Κ.Κ. εκμεταλλεύεται όλες τις «παροδικές ευκαιρίες συγκινήσεως» πού τού δίνονται και ωθεί τις μάζες σε διάφορες μαχητικές ενέργειες. Έτσι, βαθμιαία, αυτές, συνηθίζουν να το ακολουθούν. Και έρχεται ή ώρα πού τις οδηγεί, χωρίς καλά – καλά να το εννοήσουν, μέσα από ένα παραλήρημα ενθουσιασμού και από μία υστερική αποχαλίνωση τού πολεμικού τους ένστικτου, στην «επανάσταση» – ανατροπή. Εξαπολύει δηλαδή από μέσα τους τις εκρηκτικές καταστρεπτικές δυνάμεις πού περικλείονται στην ανθρώπινη ψυχή και ιδίως στην μαζοψυχή. Αυτό λ.χ. έγινε και στη χώρα μας το Δεκέμβριο τού 1944.

Για να πραγματοποίηση αυτές τις επιδιώξεις του, το Κ.Κ. είναι υπο­χρεωμένο να βρει μία «ειδική γλώσσα» με την οποία να απευθύνεται προς τις μάζες. Αυτή, δεν είναι η γλώσσα τού ιδεολογικού προσηλυτισμού. Είναι η γλώσσα τη αναταραχής και της ζυμώσεως. Η γλώσσα της Αγκιτά­τσια. Δηλαδή της Προπαγάνδας πού δεν απευθύνεται στο λογικό αλλά στα συναισθήματα και στα ένστικτα, πού δεν γυρεύει να διαφώτιση αλλά να συνεγείρει, να ξεσηκώσει.

Η κομμουνιστική Προπαγάνδα είναι λοιπόν μία επιστημονι­κή εκμετάλλευση των ενστίκτων και των συναι­σθημάτων των μαζών. Μία εκμετάλλευση των ιδιοτήτων της Μαζοψυχής με σκοπό την επίτευξη πρακτικών πολιτικών αποτελεσμάτων. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα, είναι μία επιστήμη πού μετα­τρέπει τις ιδέες σε διάθεση των μαζών για δράση.

2. Ιστορικά στοιχεία: Με την αγκιτατορική ιδιοφυΐα τους, ο Λένιν και ο Τρότσκι, εξαπέλυσαν το 1917 τα συνθήματά τους πού ρύθμιζαν τα στάδια με τα οποία προχώ­ρησαν προς την κατάληψη της εξουσίας και στην στερέωση τους σ’ αυτήν. Οι δύο αρχηγοί των μπολσεβίκων καθοδήγησαν μία Αγκιτάτσια σε έκταση πρωτοφανή για την ανθρώπινη ιστορία. Η Αγκιτάτσιά τους διεξαγόταν κυρίως μέσα στην εργατική τάξη, στους αγρότες και στους στρατιώτες. Η Ρωσία πλημμύρισε τότε από εργοστασιακές εφημερίδες, από ρήτορες των πεζοδρομίων, των πάρκων, και των πλατειών, από «διαφωτιστές» τού στρατού, από προκηρύξεις και αφίξεις, από κόκκινα λάβαρα και υψωμένες γροθιές.
Όταν οι μπολσεβίκοι επεκράτησαν, δεν διέλυσαν τον κολοσσιαίο αγκιτατορικό μηχανισμό πού είχαν δημιουργήσει. Δεν σταμάτησαν την Αγκιτάτσια τους. Απεναντίας, έθεσαν στη διάθεση της όλα τα μέσα πού τούς παρείχε η εξουσία με σκοπό να επεκτείνουν, να ολοκληρώσουν και να στερεώσουν την δικτατορία τους. Δημιουργήθηκε ό θεσμός των «πολιτικών επιτρόπων» πού στάλθηκαν στις στρατιωτικές μονάδες με αποστολή να μετατρέπουν τις σχολαστικές και τυπικές στρατιωτικές εγκυκλίους και διαταγές, σε μαχητική διάθεση των στρατιωτών για δράση, σε γνήσιο πο­λεμικό μένος.
Περιοδεύουσες ομάδες διαφωτιστών από νεαρούς κομμουνιστές γύριζαν από μονάδα σε μονάδα, από χωριό σε χωριό, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, για να κάνουν Αγκιτάτσια με τα θεατρικά τους έργα, τους χορούς τους, τα τραγούδια τους και τις ομιλίες τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα τεράστιο δίκτυο «αγκιτατόρων» πού με χίλιους δύο αγωγούς : τύπο, ραδιόφωνο, θέατρο, κινηματογράφο, προκηρύξεις, εφημερίδες τοίχου, εφημερίδες εργοστασίων, τοπικές εφημεριδούλες, διασκέψεις, συγκεντρώ­σεις, γιορτές, πανηγύρια, έφθανε ως τον κάθε άνθρωπο, ως την πιο απομακρυσμένη γωνιά της χώρας.

Η καθοδήγηση αυτού του τεράστιου και πολύμορφου έργου ανατέθηκε σε ένα κεντρικό επιτελείο πού αργότερα ονομάσθηκε «Άγκίτ-Πρόπ», από συντόμευση των λέξεων Αγκιτάτσια – Προπαγάνδα. Και μόνο το γεγονός ότι η λέξις Αγκιτάτσια προηγήθηκε από την λέξι Προπαγάνδα, δείχνει ποιά είναι η βασική, η κυρία φύσις της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Το «Άγκίτ-Πρόπ», υπάρχει σήμερα σε κάθε Κ.Κ. και αποτελεί συ­στατικό στοιχείο κάθε Κεντρικής Επιτροπής του.

Οι αντίπαλοι των μπολσεβίκων, οι Λευκορώσοι, κατανόησαν τότε επίσης την σημασία της Προπαγάνδας ως «πολεμικού όπλου» και δημιούργησαν και αυτοί τον προπαγανδιστικό τους οργανισμό πού ονο­μάσθηκε «Όσβαγκ». Το «Όσβαγκ» ήταν ένας αξιόλογος προπαγανδι­στικός μηχανισμός με αρκετά μέσα στη διάθεση του και με επικεφαλής του σημαντικούς επιστήμονες της ψυχολογίας των μαζών. Το «Όσβαγκ» όμως χρησιμοποίησε κυρίως ως μέθοδο του την πειθώ. Έκανε δηλαδή «κυρίως Προπαγάνδα» (διαφώτιση). Προσπαθούσε να προσηλύτισει ιδεολογικά το κοινό του, ενώ οι μπολσεβίκοι έκαναν Αγκιτάτσια, απευθύνονταν στις μάζες, με λίγα χτυπητά εντυπωσιακά συνθήματα πού μιλούσαν στα ένστικτά τους, στις έμφυτες ροπές και στις επιθυμίες τους.
Έτσι, ενώ οι μπολσεβίκοι κατόρθωναν να κινητοποιούν άμεσα τις μάζες, οι Λευκορώσοι προσπαθούσαν να τις κατηχήσουν ιδεολογικά
  Ο τότε διευθυντής του Οσβαγκ, Σ. Τσαχότιν γράφει:
«Η δραστηριότις του «Οσβαγκ αν και χρησιμοποιούσε και μορφές συγ­κινήσεως ήταν περισσότερο προσανατολισμένη προς την Προπαγάνδα την βασισμένη στον συλλογισμό και την πειθώ. Γι’ αυτό, ενώ είχε επίδραση στους διανοουμένους δεν κατόρθωνε να επηρεάσει ισχυρά τις λαϊκές μάζες και κατά συνέπεια απέτυχε».

Από αυτήν την πρώτη σύγκρουση Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας, νικήτρια βγήκε η πρώτη. Από τότε, παρέμεινε σταθερή η προτίμηση των κομμουνιστών προς την Ζύμωση, την Αγκιτάτσια. Σε όλες τις κομ­μουνιστικές επαναστάσεις πού ακολούθησαν την επανάσταση τού 1917, το κυριότερο όπλο υπήρξε η Αγκιτάτσια. Αυτό έγινε και στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.

Στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, οι αγκιτάτορες αποτελούσαν βασικό στοιχείο κάθε κομμουνιστικής στρα­τιωτικής μονάδος. Την άγκιτατορική μέθοδο χρησιμοποιούν και όλα τα Κ.Κ. σε όλες τις χώρες. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα λοιπόν, από την ίδια την φύση των επιδιώξεων τού κομμουνισμού, είναι δευτέρου τύπου : Ζύμωσης – Αγκιτάτσια.

3. Αγκιτάτσια ειδικού τύπου : Οι κομουνιστές δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι πού χρη­σιμοποίησαν και χρησιμοποιούν την Αγκιτάτσια. Άλλα η κομμουνιστική Αγκιτάτσια έχει ορισμένα ιδιαίτερα, δικά της χαρακτηριστικά πού δεν τα βρίσκουμε στις άλλες Αγκιτάτσιες τού παρελθόντος και τού παρόντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά, καθιστούν την κομμουνιστική Προπαγάνδα Αγκιτάτσια ειδικού τύπου και καθορίζουν τη δική της, την ξεχωριστή φύση, την διαφορετική από την Αγκιτάτσια πού χρη­σιμοποίησαν άλλα κινήματα τού παρελθόντος όπως λ.χ. ο χριστιανισμός, ο μωαμεθανισμός, οι σταυροφορίες ή η Γαλλική Επανάσταση.

Τα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας τα είχε σε μεγάλο βαθμό και η Αγκιτάτσια τού φασισμού (Μουσολίνι – Χίτλερ). Αλλά, η φασιστική Αγκιτάτσια εξέλειπε, ενώ η κομμουνιστική απεναντίας, όλο και διευρύνεται σε έκταση και σε βάθος. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσια είναι τέσσερα: Η μονιμότητα, η καθολικότητα, ο άντιατομισμός  και η μονοπώληση.
(Αγκιτάστια είναι το «αλλαγή» – «διακύβευμα»  -  “ο λαός στην εξουσία” -  «κυρίαρχος λαός» – “λεφτά υπάρχουν” -  “μαζί θα κυβερνήσουμε” -  “ο θεός σε αγαπάει” – “η δουλειά είναι ευτυχία” – «ή τα τάνκς ή εγώ» – “ο χρόνος είναι χρήμα” – “οι διακοπές του λαού” – “μάθε γράμματα να γίνεις άνθρωπος χρήσιμος” – “τα μπάνια του υπαλλήλου” -  “ρούχα ολόλευκα” – “πληθύνεσθε κι αυξάνεσθε ” και άλλα τέτοια προπαγανδιστικά κι ωραία που σε εγκλωβίζουν μέσα σε ασημαντότητες,  ικανοποιώντας κι ενδυναμώνοντας το εγώ σου).

7a

Η ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ
«Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ημέρες αργίας»
1. «Παντού και πάντα».
Ό μαρξισμός διδάσκει ότι στην κοινωνία διεξάγεται ένας αδιάκοπος αδυσώπητος και προαιώνιος πόλεμος: «η πάλη των τάξεων». Κάθε άνθρωπος, είτε το θέλει, είτε όχι, ανήκει σε μία τάξη. Και κάθε τάξις, είτε το θέλει είτε όχι, βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο εναντίον των άλλων τάξεων. Έτσι, κάθε άνθρωπος, αφού ανήκει σε μία τάξη, αντικειμενικά, έστω και αν αυτό δεν το έχει κατανοήσει υποκειμενικά, βρίσκεται σε πό­λεμο με τις άλλες κοινωνικές τάξεις δηλ. σε αγώνα αλληλοεξοντώσεως προς τούς συνανθρώπους του. Μία έκφραση αυτού τού πολέμου των τά­ξεων κατά τούς μαρξιστές είναι και η Πολιτική.
Αυτή, για τούς κομμουνιστές δεν είναι αντιπαράθεση διαφορετικών λύσεων για τα προβλήματα πού αντιμετωπίζει ένα έθνος, ούτε μία επιλογή από μέρους τού λαού εκείνων πού νομίζει ότι είναι ικανοί να τον κυβερνήσουν. Είναι ένας πόλεμος εξοντώσεως μεταξύ αντίπαλων τάξεων.

Κύριο όπλο αυτού τού πολέμου είναι η Προπαγάνδα. Κάθε άνθρωπος, κατά τον μαρξισμό, μετέχει στον ταξικό πόλεμο. Δεν υπάρχει κανείς πού να μη δρα πολιτικώς, γιατί δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη πράξη πού να μην έχει και πολιτική σημασία.
Αφού λοιπόν, κάθε πράξη μας έχει οπωσδήποτε και πολιτική ση­μασία, αυτό θα πει κατά τούς κομουνιστές, ότι κάθε πράξη μας έχει και προπαγανδιστική σημασία. Με τα λόγια μας, με την εργασία μας, με την δημόσια αλλά και με την ιδιωτική μας ζωή, κάνουμε πολιτική, κάνουμε Προπαγάνδα, γιατί όλες αυτές οι ενέ­ργειες μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, εντάσσονται μέσα στα πλαίσια τού «κοινωνικού πολέμου», της «πάλης των τάξεων».

Αφού ο πόλεμος των τάξεων είναι μόνιμος, και η κυριότερη εκδήλωση του, η Προπαγάνδα, είναι επίσης ένα μόνιμο φαινόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας. Όποιος λοιπόν δεν ασκεί την Προπαγάνδα παρά μόνον ευκαιριακά, σε πολλές περιπτώσεις αφήνει τον εχθρό του να τον βάλλει χωρίς να άπαντα στα πυρά του. Άρα, χάνει την μάχη. Κάθε παράταξη, κάθε τάξη, κάθε κόμμα, κάθε οργάνωση και κάθε άνθρωπος πού εντάσσεται σε ένα κίνημα, οφείλουν να διεξαγάγουν την Προπαγάνδα όχι ευκαιριακά, αλλά μονίμως. «Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ήμερες αργίας»διδάσκουν στις σχολές Προπαγά­νδας των κομμουνιστικών χωρών. Η Προπαγάνδα δεν ξέρει ούτε δια­κοπές, ούτε εορτές, ούτε Κυριακές. Γίνεται παντού και πάντα. 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Η Προπαγάνδα είναι ένας μόνιμος θεσμός τού κομμουνισμού. Πριν από αυτόν διεξαγόταν ευκαιριακά. Με τον κομμουνισμό, για πρώτη φορά στην Ιστορία, η Προπαγάνδα έγινε ένας σταθερός, μόνιμος θεσμός, ένα συστατικό στοιχείο της κοινωνίας.
Το παράδειγμα τού κομμουνισμού, το μιμήθηκε με επιτυχία και ό φασισμός.

2. Ό τύπος του κομμουνιστή: Ό κομμουνιστής είναι υποχρεωμένος να έχει πάντα υπ’ όψη του την «πολιτική» δηλ. την προπαγανδιστική πλευρά κάθε πράξεώς του. Και οφείλει να προσέχει, ώστε οι πράξεις του να είναι τέτοιες πού να ωφελούν προπαγανδιστικά το κόμμα του. «Μη ξεχνάς ποτέ σου ότι είσαι κομμουνιστής». Αυτό το σύνθημα είναι μία βασική εντολή κάθε Κ.Κ. προς τα μέλη του. Η εντολή σημαίνει για τον κομμουνιστή ότι παντού και πάντα, στη δουλειά, στο καφενείο, στο λεωφορείο, στην εκδρομή, στον κινηματογράφο, όταν εργάζεται, όταν διασκεδάζει, όταν κουβεντιάζει, οφείλει, είτε με τα λόγια είτε με τα έργα του, γενικά με την όλη συμπεριφορά του, να κάνη Προπαγάνδα για το κόμμα του. Από αυτήν την σκοπιά πρέπει να βλέπει και να καθορίζει τον τρόπο με τον όποιο εργάζεται, ντύνεται, διασκεδάζει και γενικά τον τρόπο με τον όποιο ζει.

Έτσι, ο κομμουνιστής, δεν μπορεί λ.χ. να ντύνεται σύμφωνα με την δυτική μόδα, να πηγαίνει στην εκκλησία, να χορεύει αμερικάνικους χο­ρούς, να λατρεύει την τζαζ, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παντρευτεί μία αστή, διότι οι τέτοιες ενέργειες, ασυμβίβαστες προς εκείνα πού διδάσκει και προς τον τρόπο ζωής πού θέλει να επιβάλει το κόμμα του, θα είχαν ένα προπαγανδιστικό αποτέλεσμα δυσμενές γι» αυτό.
Άλλωστε, ο κομμουνιστής, από την ώρα πού γίνεται πραγματικά τέτοιος, παύει να ανήκει στον εαυτό του. Δεν είναι πια ένας ιδιώτης. Είναι ένας στρατιώτης πού υπηρετεί το κόμμα του. Σ’ αυτό ανήκει. Η θητεία του κρατά όσο και η ζωή του – εκτός αν παύση να είναι κομμουνιστής. Δεν δικαιούται να έχει ατομική ζωή, οντότητα, σκέψη, ύπαρξη. Όλα του τα δικαιώματα τα παραδίδει εν λευκώ στο κόμμα. Κάνει μία ολική και οριστική απαλλοτρίωση δικαιωμάτων και προσωπικότητες, προς όφε­λος του κόμματος του. Δεν δικαιούται λ.χ. να διάλεξη τον τόπο της δια­μονής του. Θα ζήση εκεί όπου τον χρειάζεται το κόμμα. Δεν μπορεί να αλλάξει δουλειά. Θα εργάζεται εκεί όπου τον θέλει η κομματική οργάνωση. Δεν επιτρέπεται να παντρευτεί χωρίς το κόμμα να τού δώσει την σχετική άδεια. Δεν έχει το δικαίωμα να διαλέξει την σύζυγο του, αν δεν την εγκρίνει το κόμμα. Ο κομμουνιστής βρίσκεται παντού και πάντα σε υπη­ρεσία. Ποτέ του δεν έχει άδεια. Όπου κι αν είναι, ότι κι αν κάνη, υποχρεούται να εργάζεται για τον κομμουνισμό. (τα ίδια ισχύουν και στον φασισμό)

Η γνώσις αυτού τού γεγονότος, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την κατανόηση τού κομμουνισμού, ο όποιος δεν είναι μόνο ένα κίνημα, μία ιδεολογία ή ένα σύστημα, άλλα επίσης και ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μιά ειδική νοοτροπία, μία ιδιάζουσα ψυχολογία. Ο κομμουνιστής, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος πού έχει άλλες απόψεις και πιστεύει σε άλλες ιδέες. Είναι προ πάντων ένας άνθρωπος με ριζικά διαφορετική νοοτροπία, με άλλο τρόπο σκέψεως, με δική του ψυχοσύνθεση. Γι’ αυτό, πολλές φορές, οι αντιδράσεις του είναι αντίθετες από εκείνες των άλλων ανθρώπων. Και είναι σφάλμα να προβλέπουμε τις ενέργειες των κομμουνιστών με βάση το τί θα κάναμε εμείς στην θέση τους. Ό κομμου­νιστής θα κάνει εκείνο πού τού επιβάλλει η δική του ψυχοσύνθεση. Για να μπορούμε λοιπόν να προβλέψουμε σωστά τις ενέργειες και τις αντιδράσεις του, για να τον αντιμετωπίσουμε με τον ορθό τρόπο, πρέπει να με­λετήσουμε την ψυχολογία του και να διεισδύσουμε όσο γίνεται πιο βαθειά στον τόσο ξένο και παράδοξο για ένα ελεύθερο άνθρωπο ψυχικό κόσμο τού εθελόδουλου.

Η αρχή «παντού και πάντα» είναι βασική για την κομμουνιστική Προπαγάνδα. Η σημασία πού της δίνουν είναι τόσο μεγάλη, ώστε συχνά, οι κομμουνιστές φθάνουν στο σημείο να λένε ότι «ό άνθρωπος εί­ναι ζώο πού κάνει Προπαγάνδα».Φυσικά αυτός ό ορισμός είναι υπερβολικός, αλλά δείχνει την σημασία πού αποδίδουν οι κομμουνιστές στην Προπαγάνδα, σε σημείο πού μπορούμε να πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ο κομμουνιστής είναι ένας άνθρωπος πού κάνει Προπαγάνδα:

3. Η κάλυψη της Αγκιτάτσιας: Πολλές φορές η μονίμως διεξαγομένη κομμουνιστική Αγκιτάτσια δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τούς πολλούς, γιατί συχνότατα, δεν είναι άμεση, άλλα έμμεση. Άλλωστε η Αγκιτάτσια, όπως αναφέραμε, δεν αποβλέπει άμεσα στον ιδεολογικό προσηλυτισμό, αλλά στην ζύμωση.
Κατά συνέπεια, η Προπαγάνδα των κομμουνιστών δεν παίρνει πάντοτε τη μορφή του ανοικτού προσηλυτισμού στις ιδέες τους. Συνήθως έχει τη μορφή της εκδηλώσεως μιας γενικής δυσαρέσκειας ή της διεκδικήσεως ενός κοινού αιτήματος. Έτσι, συμβιβάζεται και εναρμονίζεται με το «κοινό» αίσθημα», συμβαδίζει μαζί του. Γι’ αυτό, δεν δίνει την εντύπωση της Προπαγάνδας, αφού παίρνει την μορφή της εκφράσεως ενός γενικού αισθή­ματος. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα, με λόγια, μεταμφιέζεται σε μία έκφραση της Κοινής Γ ν ώ μ η ς . Ένα παράδειγμα :

Πολύς κόσμος είναι μαζεμένος στη στάση τού λεωφορείου. Κάνει πολύ ζέστη ή βρέχει. Το λεωφορείο αργεί να έρθει ή περνά γεμάτο χωρίς να σταθεί. Μαζί με τον άλλο κόσμο περιμένει και ένας κομμουνιστής. Όλοι, όσοι περιμένουν, είναι δυσαρεστημένοι, εκνευρισμένοι. Σε μία στιγμή, ό κομ­μουνιστής αρχίζει να διαμαρτύρεται υψηλόφωνα για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, να εκφράζει την γενική δυσφορία, την οποία εντέχνως στρέφει εναντίον τού αστικού κράτους χωρίς να εκδηλώσει ανοιχτά τα φρονήματα του. Ο κόσμος που τον ακούει συμφωνεί μαζί του. Έτσι, δεν έχει το συναίσθημα ότι είναι στόχος  Προπαγάνδας. Εάν ο κομμουνιστής αγκιτάτορας κρίνει ότι το περιβάλλον το επιτρέπει, μπορεί να προχωρήσει και περισσότερο «πολιτικοποιώντας» το θέμα του.
Άπειρες είναι οι ευκαιρίες πού προσφέρονται από την καθημερινή ζωή στον κομμουνιστή για να κάνη την Αγκιτάτσια του. Φυ­σικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτικής απο­τελεί και κομμουνιστική Προπαγάνδα. Μία τέτοια σκέψη θα αποτελούσε τραγική παρεξήγηση και θα ενίσχυε τον κομμουνισμό.

4. Συμπέρασμα.

Σήμερα η Προπαγάνδα διεξάγεται μονίμως. Παντού και πάντο­τε. Προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι μας είμεθα μόνιμοι στόχοι της Προπαγάνδας. Αυτή, αποτελεί πια ένα συστατικό στοιχείο της σύγχρο­νης ζωής, ένα σταθερό θεσμό της. Η Προπαγάνδα είναι ένα μόνιμο φαινό­μενο όλων των κοινωνιών τού αιώνα μας.
Η πιο μόνιμη απ όλες τις Προπαγάνδες είναι η κομμουνιστική, η πρώτη άλλωστε πού πραγματικά έγινε μόνιμος θεσμός ενός κινήματος και ενός τρόπου ζωής. Το πρώτο γνώρισμα της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας είναι η μονιμότητά της. Διεξάγεται παντού και πάντα. Με όλα τα μέσα. Σε όλους τούς χρόνους. Σε όλους τούς χώρους. Προς κάθε κατεύθυνση. Ακολουθεί τον πολίτη από την ώρα πού θα γεννηθεί ως τον θάνατό του. Μπορούμε να πούμε ότι η κομμουνιστική Προπαγάνδα είναι μία Αγκιτάτσια μονίμως δ ι ε ξ α γ ό μ ε ν η.

[1]Σ’ αυτό οφείλεται και η αρχική στάση του υπέρ του «Όχι», της 28ης ‘Οκτωβρίου 1940, το οποίο ενέκρινε με την πρώτη επιστολή του, παρά την ύπαρξη της σοβιετοχιτλερικής συμμαχίας. Μετά, κατάλαβε το λάθος του και έγραψε δύο άλλες επιστολές με τις όποιες πήρε θέση εναντίον του «Όχι» και εναρμονίσθηκε με την τότε φιλοαξονική «γραμ­μή» της Μόσχας και του διεθνούς κομμουνισμού.

© Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς “Η Προπαγάνδα” Αθήνα 1967

 terrapapers.com

 Β)  Ορθοδοξία, Ανθρώπινα Δικαιώματα και Μαρξισμός


«Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, είπαμε ότι αυτό ήταν το τέλος της μαρξιστικής ιδεολογίας. Κάναμε τρομερό λάθος».


Του Vladimir Moss* (Orthodox Christian Books) / ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


ΚΟ: Το παρακάτω άρθρο μπορεί να είναι λίγο μεγάλο, αλλά είναι θα έλεγα η «ερμηνεία» πάρα πολλών ειδήσεων που παρουσιάζει ο ΚΟ. Γιατί η ριζική μεταμόρφωση / παραμόρφωση των δυτικών κοινωνιών που βιώνουμε σήμερα σε όλους του τομείς δεν γίνεται καθόλου «τυχαία», αλλά βάσει σχεδίου. Αφιερώστε λίγο χρόνο και διαβάστε το.



* Ο Vladimir Moss γεννήθηκε ως Anthony Moss στο Λονδίνο το 1949, γιος Βρετανού διπλωμάτη. Έχει πτυχία Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας. Το 1974 έγινε Χριστιανός Ορθόδοξος και εντάχθηκε στο Πατριαρχείο της Μόσχας. Από το 1984 έως το 1985 εργάστηκε ως καθηγητής Αγγλικών στη Θεσσαλονίκη. Από το 1993 έως το 1994 ήταν λέκτορας Ψυχολογίας και Θρησκείας σε Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Ως επί το πλείστον ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων για την Ορθόδοξη Εκκλησία και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.



*********


Ένας άνθρωπος κλωτσάει έναν άλλον άνθρωπο που βρίσκεται στο έδαφος και δεν απειλεί κανέναν. Είναι αυτό σωστό ή λάθος; Κανείς πολιτισμένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ότι είναι λάθος. Το ερώτημα είναι: γιατί είναι λάθος; Είναι λάθος επειδή ο Θεός μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε τον πλησίον μας, να μην τον κακομεταχειριζόμαστε; Αυτή είναι η απάντηση που θα έδινε ένας Ορθόδοξος Χριστιανός (και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι άνθρωποι). Είναι λάθος, διότι η απρόκλητη βία είναι έγκλημα σύμφωνα με τους νόμους του κράτους ; Και πάλι, θα απαντούσε ναι ένας Ορθόδοξος Χριστιανός (και πιο νομοταγείς άνθρωποι). Είναι λάθος διότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται με αξιοπρέπεια και σεβασμό; Εδώ ένας Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε πιθανότατα να διστάσει να απαντήσει ... Όχι επειδή αρνείται ότι τα ανθρώπινα όντα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό, αλλά επειδή ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα προϋποθέτει μια φιλοσοφία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δεν είναι Ορθόδοξη ...



Η προέλευση της Φιλοσοφίας : Φυσικό Δίκαιο



Η σύγχρονη φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια θεωρία οικουμενικής ηθικής δέσμευσης για όλους τους ανθρώπους και όλα τα ανθρώπινα θεσμικά όργανα και κράτη που δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη του Θεού ή οποιουδήποτε ανθρώπινου νομοθέτη.



Οι ρίζες αυτής της φιλοσοφίας βρίσκονται στη μεσαιωνική δυτική ιδέα του «φυσικού δικαίου» (lex naturalis). Αυτή η ιδέα γεννήθηκε από την ανάγκη να τεθούν όρια στα δύο όργανα που με διάφορους τρόπους θεωρούσαν ότι είναι υπεράνω του νόμου : η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο ρωμαϊκός παπισμός.



Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, ο αυτοκράτορας ήταν υπεράνω του νόμου ή ελεύθερος από τους ανθρώπινους νόμους (legibus solutus), στο μέτρο που «ό, τι ευχαριστεί τον άρχοντα έχει τη δύναμη του νόμου». Εάν παραβίαζε δικούς του νόμους, ποιος έμελλε να τον κρίνει και ποιος έμελλε να τον εμποδίσει να περάσει άλλους νόμους που θα κάνουν την προηγούμενη παράβαση του νόμου νόμιμη; Ο Πάπας ομοίως θεωρείτο ότι ήταν υπεράνω του νόμου - δηλαδή ελεύθερος από τις διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου. Αυτή ήταν η συνέπεια της «απόλυτης εξουσίας» του (potestas absoluta), διότι εάν αμάρτησε κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο, ή έγινε αιρετικός, ποιος θα μπορούσε να τον κρίνει εκτός από τον ανώτατο ειδικό επί του θέματος, δηλαδή τον ίδιο τον Πάπα; Και ποιος θα μπορούσε να τον κρίνει αν αυτός αρνιόταν να κρίνει τον εαυτό του;



Ωστόσο, αν και ένας μονάρχης θα μπορούσε να απελευθερωθεί από τους νόμους του κράτους και ο Πάπας θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας, υπόκειντο και οι δύο, θεωρητικά, σε ένα άλλου είδους δίκαιο. Αυτόν τον ανώτερο νόμο που ονομάστηκε από μεσαιωνικούς θεωρητικούς, «φυσικό δίκαιο». Το Φυσικό Δίκαιο ορίζεται από τον ιστορικό της μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας Fr. Frederick Copleston (1907-1994) ως «το σύνολο των καθολικών προσταγών του σωστού λόγου σχετικά με αυτό το αγαθό της ανθρώπινης φύσης, το οποίο πρέπει να επιδιώκεται και αυτό το κακό της ανθρώπινης φύσης, το οποίο πρέπει να αποφεύγεται».



Αλλά ο ορισμός αυτός θέτει το ερώτημα: πώς μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι «σωστός λόγος»; Και τι είναι «το καλό της φύσης»; Η απάντηση που δόθηκε από τους μεσαιωνικούς θεολόγους, σύμφωνα με τον J.S. McClelland, ήταν περίπου το εξής : «Για να είναι ένα απόφθεγμα ηθικής ή ένα απόφθεγμα χρηστής διακυβέρνησης μέρος του φυσικού δικαίου, θα πρέπει να είναι σύμφωνο με την Αγία Γραφή, με τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, με την παπική δήλωση, με ό, τι οι φιλόσοφοι λένε και θα πρέπει επίσης να είναι σύμφωνο με τις κοινές πρακτικές της ανθρωπότητας, τόσο τις χριστιανικές όσο και τις μη χριστιανικές».



Αλλά αυτό, επίσης, εγείρει πολλά ερωτήματα. Τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που η «παπική δήλωση» έρχεται σε αντίθεση με «τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας» (όπως συμβαίνει συχνά); Και δεν είναι πιθανόν αυτό που «λένε οι φιλόσοφοι» να είναι ακόμη περισσότερο σε αντίθεση με τους Αγίους Πατέρες; Και δεν είναι «οι κοινές πρακτικές της ανθρωπότητας, χριστιανικές και μη χριστιανικές» μια εξαιρετικά ασαφής και συζητήσιμη έννοια;



Είναι πράγματι αυτός ο λόγος, που ακόμη και στην πιο σύγχρονη και εκκοσμικευμένη εκδοχή της, η φιλοσοφία του φυσικού δικαίου, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, παραμένει εξαιρετικά ασαφής και συζητήσιμη. Αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να είναι, και τότε και τώρα, ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια εκείνων που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, επιθυμούν να ανατρέψουν την επικρατούσα ιεραρχία ή το σύστημα της ηθικής. Αυτό το βλέπουμε ακόμη και στον Θωμά τον Ακινάτη, τον μεγαλύτερο από τους σχολαστικούς και πιστό γιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Όρισε τη σχέση του φυσικού δικαίου με τεχνητούς νόμους ως εξής : «Κάθε νόμος που σχηματίζεται από τον άνθρωπο φέρει το χαρακτήρα ενός νόμου ακριβώς σε αυτό το βαθμό στον οποίο προέρχεται από τον νόμο της φύσης. Αλλά αν σε οποιοδήποτε σημείο έρχεται σε σύγκρουση με το νόμο της φύσης, ταυτόχρονα παύει να είναι νόμος. Είναι μια απλή διαστροφή του νόμου».



Η πρώτη σημαντική εφαρμογή της αρχής του φυσικού δικαίου ήρθε κατά τη διάρκεια της κρίσης της Magna Carta στην Αγγλία. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ ' είχε θέσει το σύνολο της Αγγλίας υπό απαγόρευση επειδή ο βασιλιάς Ιωάννης διαφώνησε με αυτόν για το ποιος πρέπει να είναι ο αρχιεπίσκοπος του Canterbury. Αφόρισε τον Ιωάννη, τον καθαίρεσε από τον θρόνο και πρότεινε το βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο της Γαλλίας να εισβάλει και να κατακτήσει την Αγγλία! Ο Ιωάννης έκανε έκκληση στην παπική διαμεσολάβηση για να σωθεί από τον Φίλιππο. Αυτός την δέχτηκε, αλλά με μια τιμή:  πλήρη αποκατάσταση των πόρων και των εδαφών, αέναη φεουδοποίηση της Αγγλίας και της Ιρλανδίας στον παπικό θρόνο και καταβολή ετήσιου μισθώματος χιλίων μάρκων. Μόνο όταν όλα τα χρήματα καταβλήθηκαν ήρθη η απαγόρευση. Και τότε, όπως ο Peter De Rosa το θέτει ακριβώς : «με την ευγενική άδεια από τον Πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ, ο Χριστός ήταν σε θέση να εισέλθει και πάλι την Αγγλία». Αυτό εξόργισε τον βασιλιά Φίλιππο, ωστόσο, διατάχθηκε τώρα να εγκαταλείψει την προετοιμασία του για τον πόλεμο και δεν του επιτράπηκε να εισβάλει, γιατί δεν ήταν αγγλικό, αλλά παπικό έδαφος. Επιπλέον, η άθλια παράδοση του Ιωάννη στον Πάπα, και ο όρκος αφοσίωσης που έκανε στον ίδιο, προκάλεσε τους φόβους των Άγγλων βαρόνων, οι απαιτήσεις των οποίων οδήγησαν στην περίφημη Magna Carta του 1215 που περιόρισε τις εξουσίες του βασιλιά και η οποία συνήθως θεωρείται ως η αρχή της σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας. Έτσι, ο δεσποτισμός του Πάπα προκάλεσε τις απαρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ....



Η Magna Carta όμως ήταν ο περιορισμός της βασιλικής και όχι της παπικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, επηρέασε εξίσου και τον παπισμό : πρώτον, γιατί η Αγγλία υποτίθεται ότι ήταν ένα παπικό φέουδο, αλλά το πιο σημαντικό λόγω του ότι έθετε ένα επικίνδυνο, επαναστατικό προηγούμενο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του ίδιου του Πάπα. Και έτσι ο Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ «από την πληρότητα της απεριόριστης δύναμής του» καταδίκασε την Χάρτα ως «αντίθετη προς τον ηθικό νόμο», «άκυρη ισχύος για πάντα», απάλλαξε τον βασιλιά από την υποχρέωση να την τηρεί και αφόρισε «όποιον θα εξακολουθούσε να διατηρεί τέτοιες προδοτικές και άδικες αξιώσεις».



Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ Stephen Langton, αρνήθηκε να δημοσιεύσει αυτή την πρόταση. Και ο λόγος που έδωσε ήταν πολύ σημαντικός : «Ο φυσικός νόμος είναι δεσμευτικός για τους Πάπες και τους πρίγκιπες και τους επισκόπους εξίσου: δεν υπάρχει διαφυγή από αυτόν. Είναι πέρα από την προσιτότητα του ίδιου του Πάπα».



Και έτσι η θεωρία του φυσικού δικαίου άνοιξε το δρόμο για τους ανθρώπους να κρίνουν και να καθαιρούν πάπες και βασιλείς ... Ωστόσο, καθ’ όλη τη μεσαιωνική περίοδο και μέχρι τις αρχές της σύγχρονης περιόδου, ο ​​φυσικός νόμος παρέμεινε δεμένος στο χριστιανισμό και τα χριστιανικά πρότυπα συμπεριφοράς. Και δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός σε γενικές γραμμές δεν ευνοεί την εξέγερση ενάντια στις υπάρχουσες δυνάμεις, η πλήρης επαναστατική δυναμική αυτής της έννοιας δεν είχε ακόμη υλοποιηθεί .



Από το Φυσικό Νόμο για να τα Δικαιώματα του Ανθρώπου



Πρώτον, η έννοια του φυσικού δικαίου απαιτείτο να συμπληρωθεί. Η πρώτη ερώτηση ήταν : Αν υπάρχει φυσικός νόμος, ποιος είναι ο νομοθέτης ; Ή, αν δεν υπάρχει νομοθέτης, που βασίζεται στην πραγματικότητα ; Και η δεύτερη ερώτηση ήταν : αν υποτεθεί ότι υπάρχει μια πραγματική βάση για τον φυσικό - σε αντίθεση με το θείο, εκκλησιαστικό ή κρατικό - νόμο, τι είναι αυτό που τον περιγράφει; Ειδικότερα, δεδομένου ότι κάθε δίκαιο συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις, ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που θεσμοθετούνται από το φυσικό νόμο και σε ποιους χορηγούνται;


Σημαντική "πρόοδος" στην απάντηση αυτών των ερωτημάτων έγινε στις αρχές της σύγχρονης περιόδου. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης το ενδιαφέρον άρχισε να επικεντρώνεται στη φύση του ανθρώπου και ιδίως στην ελευθερία του ανθρώπου και την αξιοπρέπεια - μια πολλά υποσχόμενη βάση, κατά την άποψη του ανθρώπου της Αναγέννησης, για το τι είναι φυσικό δίκαιο. Έτσι, ο Leonardo da Vinci έγραψε : «Το κύριο δώρο της φύσης είναι ... η ελευθερία». Και πάλι, ο Pico della Mirandola έγραψε στον λόγο του για την Αξιοπρέπεια του Ανθρώπου : «Ω, μεγαλειώδης γενναιοδωρία του Θεού Πατέρα ! Ω, υψηλότερη και πιο υπέροχη ευτυχία του ανθρώπου ! Γι’ αυτόν ήταν δεδομένο να γίνει ό, τι θέλει. Ο Πατέρας τον προίκισε με κάθε είδους σπόρους και με φύτρες κάθε μορφής ζωής. Όποιον σπόρο καλλιεργήσει ο κάθε άνθρωπος θα αναπτυχθεί και θα φέρει καρπούς σ’ αυτόν. "Έτσι ο άνθρωπος υποτίθεται γίνεται "ό, τι θέλει" ... Αλλά γίνεται;….Αν με την ελευθερία του ανθρώπου εννοούμε ελεύθερη βούληση, τότε ναι, ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση. Η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα του Θεού, σημαίνει ότι γεννιέται με την ελευθερία και ορθολογισμό στην εικόνα της Ελευθερίας και του Λόγου του Θεού. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο με την ικανότητα να «καλλιεργήσει σπόρους κάθε ζωής» για τον εαυτό του. Μπορεί ένας ηλίθιος άνθρωπος «να καλλιεργήσει σπόρο» ιδιοφυΐας μέσα στον εαυτό του;



Ωστόσο, η ιδέα ότι ο άνθρωπος «γεννιέται ελεύθερος» τώρα γίνεται ο κοινός τόπος της πολιτικής σκέψης και η βάση για πολύ εκτεταμένα συμπεράσματα για τη ζωή και την ηθική. Αν ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, τότε δεν υπόκειται εκ φύσεως σε οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη, είτε είναι ο Θεός, είτε είναι η Εκκλησία, είτε το κράτος είτε η οικογένεια. Και δεδομένου ότι είναι έτσι από τη φύση του, έχει το δικαίωμα να παραμείνει τέτοιος ...



Αν μπορούμε να πούμε ότι κάποιος άνθρωπος είναι ο συντάκτης της σύγχρονης, μη - χριστιανικής και ά-θρησκης φιλοσοφίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτός ο άνθρωπος είναι ίσως ο Ολλανδός νομικός του 17ου αιώνα, ο Hugo Grotius (1583 - 1645). Ο Grotius έγραφε υπό την επήρεια των θρησκευτικών πολέμων μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, καθώς επίσης και των εμπορικών πολέμων μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας. Ήθελε να βρει έναν τρόπο ρύθμισης των πολέμων σύμφωνα με αρχές που θα είναι καθολικά αποδεκτές. Όπως οι περισσότεροι άντρες της εποχής του, ήταν Χριστιανός και μάλιστα έγραψε ένα δημοφιλές έργο, «Για την Αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας». Ωστόσο, στο έργο του με την μεγαλύτερη επιρροή, σχετικά με το δίκαιο του πολέμου και της ειρήνης, άφησε να γλιστρήσει μια φράση που θα μπορούσε να δείξει τον δρόμο για μια θεωρία διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τη χριστιανική ηθική ή θεολογία: «Ακόμη και η βούληση ενός παντοδύναμου Όντος», έγραψε, «δεν μπορεί να αλλάξει ή να καταργήσει το φυσικό νόμο, ο οποίος θα διατηρούσε την ισχύ του, ακόμη και αν υποθέταμε το αδύνατο, ότι δεν υπάρχει Θεός ή ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται για τις ανθρώπινες υποθέσεις» (Prolegomena XI).



Σύμφωνα με τον Grotius, συνεπώς, το φυσικό δίκαιο είναι η πιο αντικειμενική αλήθεια, πιο αντικειμενική, αν είναι δυνατόν, ακόμη και από την ύπαρξη του Θεού ή την φροντίδα του Θεού για τον κόσμο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θεωρητικά, εάν ο φυσικός νόμος λέει ότι κάτι είναι σωστό, ενώ ο Θεός λέει ότι είναι λάθος, πρέπει να επιμείνουμε στο φυσικό νόμο. Φυσικά, αν ο φυσικός νόμος τελικά προέρχεται από τον Θεό, δεν θα υπάρχει ποτέ μια τέτοια σύγκρουση μεταξύ Θείου και φυσικού δικαίου. Αλλά ο Grotius έρχεται εδώ να εξετάσει τη δυνατότητα ενός κόσμου με το φυσικό νόμο, αλλά χωρίς τον Θεό.



Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η Γαλλική Επανάσταση



Ας πάμε τώρα στη Γαλλική επανάσταση και την «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», που έγινε το θεωρητικό υπόβαθρό της:



«Ι. Οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα. Οι κοινωνικές διακρίσεις μπορούν να στηρίζονται μόνο σε δημόσιο συμφέρον.



II. Σκοπός κάθε πολιτικής ένωσης αποτελεί η διατήρηση των φυσικών και μη επιβληθέντων δικαιωμάτων των ανθρώπων. Τα δικαιώματα αυτά είναι η ελευθερία, η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και η αντίσταση στην καταπίεση.



III. Η αρχή της κάθε εξουσίας στηρίζεται στο έθνος. Κανένα σώμα ανθρώπων και κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκεί εξουσία που δεν προέρχεται από εκεί.



IV. Ελευθερία σημαίνει την ικανότητα να κάνεις κάτι που δεν βλάπτει τους άλλους.



V. Ο νόμος μπορεί να απαγορεύσει μόνο τις δράσεις που είναι επιζήμιες για την κοινωνία ...».



Δεν υπήρχε καμία αναφορά στη Διακήρυξη για τα δικαιώματα των γυναικών. Αλλά όσον αφορά τα δικαιώματα των Γυναικών και του Πολίτη (1791) ο Olympe de Gouges έγραψε : " 1. Η γυναίκα γεννιέται ελεύθερη και είναι ίση με τον άνδρα στα δικαιώματα ... 4. Η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων της γυναίκας δεν έχει κανένα όριο εκτός από την τυραννία του άντρα απέναντι της ... 17.  Η ιδιοκτησία είναι κοινή ή διαμοιράζεται εξίσου και στα δύο φύλα». Πάλι, στο «Μια Δικαίωση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας» (1792), η Mary Wollstonecraft αρνήθηκε ότι υπήρχαν ειδικές γυναικείες αρετές : «Εγώ εδώ ρίχνω κάτω γάντι μου και αρνούμαι την ύπαρξη αρετών φύλου, εκτός από την μετριοφροσύνη».



Ο Πάπας Πίος VI καταδίκασε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα, καταδίκασε την ιδέα της «απόλυτης ελευθερίας», μια ελευθερία «η οποία όχι μόνο εξασφαλίζει στους ανθρώπους το δικαίωμα να μην διαταραχθούν για τις θρησκευτικές τους απόψεις, αλλά και τους δίνει αυτή την άδεια να σκεφτούν, να γράψουν, ακόμα και να εκτυπώσουν με πλήρη ατιμωρησία ό,τι η πιο ατίθαση φαντασία μπορεί να προτείνει για τη θρησκεία. Είναι ένα τερατώδες δικαίωμα ... «Γιατί ο Θεός», είπε ο Πάπας, «έχει επίσης δικαιώματα: Ποιο είναι πιο αντίθετο με τα δικαιώματα του Δημιουργού Θεού ο οποίος περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία με την απαγόρευση του κακού, από αυτήν την ελευθερία της σκέψης και της δράσης που η Εθνοσυνέλευση αποδίδει στον άνθρωπο στην κοινωνία ως αναφαίρετο δικαίωμα της φύσης;»



Υπάρχουν δύο καινοτομίες σε αυτήν την επαναστατική φιλοσοφία. Πρώτον, η πηγή της εξουσίας στην κοινωνία δεν ανακηρύττεται ούτε ο Θεός, ούτε η τυχόν υπάρχουσα πολιτική εξουσία, αλλά «το έθνος». Ως εκ τούτου, τα έθνη θα πρέπει να θεωρηθούν ελεύθεροι παράγοντες με δικαιώματα και η πηγή όλων των ιδιαίτερων δικαιωμάτων των κοινωνιών τους.



Αλλά τι είναι το έθνος; Η ουσία του έθνους και η πηγή των δικαιωμάτων του, είναι αυτό που ο Ρουσσώ ονομάζει «Γενική Θέληση» - ένας πολύ ασαφής όρος που ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί ότι εκπροσωπεί. Ταυτόχρονα, αυτό το «έθνος» ή η «Γενική Θέληση» αποδίδει στον εαυτό του την πιο πλήρη ισχύ, έτσι ώστε «κανένα σώμα ανδρών και κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκεί εξουσία που δεν προέρχεται από εκεί». Αυτό καταστρέφει αμέσως την αρχή, όχι μόνο του βασιλιά, αλλά και της Εκκλησίας - και μάλιστα, κάθε άλλου προσώπου και σώματος.



Η δεύτερη καινοτομία είναι η έννοια των «δικαιωμάτων» που δεν μπορούν να διαταχθούν - δηλαδή, ούτε από τον Θεό ούτε από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος , σύμφωνα με τη δήλωση, έχει το "δικαίωμα" να κάνει ό, τι θέλει – με τον όρο να μη βλάπτει τους άλλους (άρθρο 4). Ωστόσο, αυτή η τελευταία ιδιότητα δεν καταρτίστηκε και στην πράξη αγνοήθηκε πλήρως στη παράδοση της γαλλικής επανάστασης. Έτσι ο άνθρωπος είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να κάνει τα πάντα σε οτιδήποτε. Ο μόνος περιορισμός στην ελευθερία του είναι η ελευθερία των άλλων ανθρώπων: το δικαίωμά τους να μην περιορίζεται από αυτόν.



Ανθρώπινα Δικαιώματα στον εικοστό αιώνα



Ο εικοστός αιώνας έφερε σημαντικές εξελίξεις στη φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν ο εντοπισμός της πηγής των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όχι στην κυρίαρχη εξουσία του κράτους ή του έθνους - κράτους  όπως διέταξε η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά σε κάποια υπερεθνική σφαίρα. Γιατί τα περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «οικουμενικά», δηλαδή έχουν συνταχθεί με απόλυτα γενικούς όρους που ισχύουν για όλους τους άνδρες και τις γυναίκες. Έτσι το να εντοπιστεί η υποχρεωτικότητά τους σε κάποια υπερεθνική ή μεταφυσική σφαίρα, αλλά κυρίως σε έθνη ή κράτη που συχνά διαφωνούν μεταξύ τους, φαίνεται παράλογο.

Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι αν ακολουθήσουμε αυτό το επιχείρημα στη λογική του κατάληξη, φαίνεται να συνεπάγεται ότι όλα τα εθνικά κράτη πρέπει να εγκαταλείψουν τα δικαιώματά τους και να τα παραδώσουν σε μια παγκόσμια κυβέρνηση, η οποία από μόνη της μπορεί να διατυπώσει αμερόληπτα τα ανθρώπινα δικαιώματα και να παρακολουθεί εάν αυτά τηρούνται. Η λογική αυτή φαίνεται να ενισχύεται από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, οι οποίοι απαξίωσαν τον εθνικισμό και οδήγησαν στην δημιουργία των πρώτων διεθνών οργανισμών με νομικές εξουσίες, έστω και σε εμβρυακή κατάσταση πάνω στα έθνη-κράτη – την Κοινωνία των Εθνών και τα Ηνωμένα Έθνη.



Ένας από τους πρώτους που διατύπωσε αυτή την εξέλιξη ήταν ο Βιεννέζος Εβραίος και καθηγητής νομικής, Hans Kelsen, στο έργο του, «Μια καθαρή θεωρία του Νόμου». «Η ουσία της θεωρίας του», σύμφωνα με τον Michael Pinto - Duschinsky, «ήταν ότι η υποχρέωση της τήρησης του νόμου δεν πηγάζει από την εθνική κυριαρχία, αλλά από ένα θεμελιώδη κανόνα. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό οδήγησε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο θέμα της υπεράσπισης του αυστριακού συνταγματικού δικαστηρίου ως μέρος του αυστριακού συντάγματος και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην υποστήριξη της ιδέας ενός διεθνούς δικαστηρίου με την υποχρεωτική δικαιοδοσία ως βασικό μέρος του έργου των Ηνωμένων Εθνών».



Ένας άλλος Εβραίος ακαδημαϊκός της Αυστρίας με την ίδια παράδοση, ήταν ο Hersch Lauterpacht. Η διδακτορική του διατριβή συγχώνευσε το ενδιαφέρον του στη νομολογία και το σιωνισμό με το επιχείρημα σχετικά με τις εντολές που χορηγούνται από την Κοινωνία των Εθνών, πράγμα που σήμαινε ότι η εντολή που δόθηκε στη Βρετανία να διοικήσει την Παλαιστίνη δεν δίνει στη Βρετανία κυριαρχία. Μάλλον, αυτό είναι αρμοδιότητα, υποστήριξε Lauterpacht, της Κοινωνίας των Εθνών, καθώς...



«Παρά την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών για την πρόληψη της Ναζιστικής επιθετικότητας, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της δολοφονίας της οικογένειάς του στο Ολοκαύτωμα, ο Lauterpacht παρέμεινε να υποστηρίζει την έννοια μιας διεθνούς έννομης τάξης. Πριν από τον πρόωρο θάνατό του το 1960, υπηρέτησε ως δικαστής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο Lauterpacht ήταν αφιερωμένος στην άποψη ότι τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ήταν ανώτερα από τους νόμους των κρατών και προστατεύονται με διεθνείς ποινικές κυρώσεις, ακόμη και αν οι παραβιάσεις προβλέπονται από τις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες. Συμβούλεψε τους Βρετανούς εισαγγελείς στη Νυρεμβέργη για το σκοπό αυτό. Μαζί με έναν άλλο Εβραίο δικηγόρο από την περιοχή του Lviv της Ουκρανίας, τον Raphael Lemkin, ο Lauterpacht είχε ένα σημαντικό ρόλο στο να περάσει από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1948. Η δημοσίευση από τον Lauterpacht το 1945, του «An International Bill of Rights», είχε επίσης μια διαμορφωτική επιρροή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συντάχθηκε το 1949 και επικυρώθηκε το 1953.



«Η δημόσια φιλοσοφία του Lauterpacht βασίστηκε στην πεποίθηση ότι τα άτομα έχουν δικαιώματα, τα οποία δεν προέρχονται από τα εθνικά κράτη. Ήταν ένας διεθνιστής που σε όλη του τη ζωή, είχε μια δυσπιστία για την κρατική κυριαρχία η οποία αντανακλούσε την επιθετικότητα και τις αδικίες που διαπράττονται από τα εθνικά κράτη και τις καταστροφές των δύο παγκοσμίων πολέμων».



Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει ο Pinto - Duschinsky, ενώ η «διεθνής διαιτησία μπορεί να είναι ένας πρακτικός και ειρηνικός τρόπος για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χωρών, .. τα διεθνή δικαστήρια που διεκδικούν δικαιοδοσία πάνω σε μεμονωμένες χώρες δεν συνυπάρχουν άνετα με τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας...»



………Παρά το γεγονός αυτό, και παρά την τρομερή καταστροφή και την αφαίμαξη που προκλήθηκε από την ιδέα της θετικής ελευθερίας κατά την περίοδο 1917-1945, το 1948 τα Ηνωμένα Έθνη δημοσίευσαν την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία δήλωνε : «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένα με λογική και συνείδηση και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης». Η δήλωση ανέφερε ότι «η αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων όλων των μελών της ανθρώπινης οικογένειας, αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο». Αν και αυτό ακούγεται αρκετά ανώδυνο, ακόμη και μια επιφανειακή ανάγνωση της ιστορίας από το 1789 θα πρέπει να είχε πείσει εκείνους που συνέταξαν τη δήλωση να είναι πιο συγκεκριμένοι και προσεκτικοί σχετικά με την έννοια των λέξεων «ελευθερία » και «δικαιώματα». Θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι πολύ παρόμοιες δηλώσεις είχαν οριστεί ως τα θεμέλια της Γαλλικής Επανάστασης και σχεδόν κάθε άλλη αιματηρή επανάσταση μέχρι και η ρωσική επανάσταση, η οποία εκείνη τη στιγμή ακόμα κατέστρεφε εκατομμύρια ψυχές στο όνομα του «πνεύματος της αδελφότητας»...



Μιλώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο John Gray γράφει : «Οι φιλοσοφικές βάσεις αυτών των δικαιωμάτων είναι πρόχειρες και επιπόλαιης κατασκευής. Δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη θεωρία κατά την οποία οι συγκεκριμένες ελευθερίες του απελευθερωμένου καπιταλισμού έχουν το κύρος των οικουμενικών δικαιωμάτων. Οι πιο πιθανές αντιλήψεις για τα δικαιώματα δεν στηρίζονται σε ιδέες του δέκατου έβδομου αιώνα περί ιδιοκτησίας, αλλά στις σύγχρονες έννοιες της αυτονομίας. Ακόμη και αυτές δεν είναι έχουν οικουμενική ισχύ. Συλλαμβάνουν μόνο την εμπειρία των πολιτισμών και των ατόμων για τα οποία η άσκηση της προσωπικής επιλογής είναι πιο σημαντικό το γεγονός παρά η κοινωνική συνοχή, ο έλεγχος των οικονομικών κινδύνων από οποιοδήποτε άλλο συλλογικό καλό.



«Στην πραγματικότητα, τα δικαιώματα δεν είναι ποτέ η κατώτατη γραμμή σε ηθική ή πολιτική θεωρία - ή πρακτική. Πρόκειται για συμπεράσματα, κατάληξη  αποτελεσμάτων μεγάλων αλυσίδων συλλογισμού από κοινά αποδεκτές αρχές. Τα δικαιώματα έχουν μικρή εξουσία ή στο περιεχόμενό τους υπάρχει η απουσία μιας κοινής ηθικής ζωής. Πρόκειται για συμβάσεις που είναι ανθεκτικές μόνο όταν εκφράζουν μια ηθική συναίνεση. Όταν η ηθική διαφωνία είναι βαθιά και ευρεία μια έκκληση στα «δικαιώματα» δεν μπορεί να την επιλύσει. Στην πραγματικότητα, μπορεί να κάνει μια τέτοια σύγκρουση επικίνδυνα ανεξέλεγκτη.



«Το να αποβλέπουμε στα δικαιώματα ως διαιτητές σε βαθιές συγκρούσεις - αντί να επιδιώκουμε να τις μετριάσουμε μέσα από πολιτικούς συμβιβασμούς - είναι μια συνταγή για έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο...»



Υπάρχει ένα εύλογο επιχείρημα ότι η φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφευρέθηκε από τους μαρξιστές ως ένας άλλος τρόπος για να υπονομευθεί η δυτική κοινωνία μετά την αποτυχία της να καταρρεύσει όπως είχε προβλέψει ο Μαρξ. Έτσι, όπως γράφει ο Bernard Connolly, το 1923 ένας του ιδρυτής της περιώνυμης Σχολής της Φρανκφούρτης (την «μητέρα» της πολιτικής ορθότητας), ο Willi Munzenberg, έβλεπε την αποτυχία του ‘αστικού προλεταριάτου’ να εξαπολύσει επιτυχείς επαναστάσεις στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες με τον τρόπο που πρόβλεπε ο Μαρξ. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η αδυναμία ήταν απαραίτητο, διακήρυξε , «να οργανώσουμε τους διανοούμενους και να τους χρησιμοποιήσουμε για να κάνουν τον δυτικό πολιτισμό να βρωμάει. Μόνο τότε, αφού έχουν θα καταστραφεί όλες οι αξίες του και θα έχουν κάνει τη ζωή αδύνατη, θα μπορούμε να επιβάλουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου». Να διαφθείρουμε τις αξίες του δυτικού πολιτισμού σήμαινε υπονομευθούν και εν τέλει να τεθούν εκτός νόμου όλα τα θεσμικά όργανα, οι παραδόσεις, οι δομές και οι τρόποι σκέψης (τα «εργαλεία καταπίεσης»), τα οποία υποστηρίζουν αυτόν τον πολιτισμό. Μόλις η εθνική κυριαρχία και η πολιτική νομιμοποίηση βγουν από τη μέση, θα είναι πολύ πιο εύκολο για μια κεντρική, ανεύθυνη και επιβλαβή («πολιτικώς ορθή») κυβέρνηση να κηρύξει εκτός νόμου όλα τα άλλα θεμέλια του πολιτισμού».



Η Melanie Phillips (βρετανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας) έχει υιοθετήσει την σκέψη του Connolly, χαρακτηρίζοντας την επίθεση της φιλοσοφίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον παραδοσιακό χριστιανικό πολιτισμό στη Βρετανία ως «πολιτιστικό μαρξισμό», τη συνέχιση της μαρξιστικής επανάστασης με άλλα μέσα μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989:



«Καθώς ο κομμουνισμός κατέρρεε αργά, εκείνοι που βρίσκονταν στην άκρα Αριστερά και παρέμεναν εχθρικοί προς το δυτικό πολιτισμό, βρήκαν έναν άλλο τρόπο για να πετύχουν το στόχο τους να τον κατεδαφίσουν.



«Αυτό είναι που μπορεί να ονομαστεί «πολιτιστικός μαρξισμός». Βασίζεται στην αντίληψη ότι αυτό που κρατά μια κοινωνία μαζί είναι οι πυλώνες του πολιτισμού της: οι δομές και οι θεσμοί της εκπαίδευσης, της οικογένειας, του δικαίου, των μέσων ενημέρωσης και της θρησκείας. Μεταμορφώστε τις αρχές και έτσι θα μπορείτε να καταστρέψετε την κοινωνία που έχουν διαμορφώσει.



«Η βασική αντίληψη αναπτύχθηκε κυρίως από τον Αντόνιο Γκράμσι, έναν Ιταλό μαρξιστή φιλόσοφο. Η σκέψη του παρελήφθη από τους φανατικούς της δεκαετίας του ‘60 - που είναι, φυσικά, η γενιά που κατέχει την εξουσία στη Δύση σήμερα.



«Ο Γκράμσι κατανόησε ότι η εργατική τάξη δεν θα ξεσηκωθεί μέχρι να καταλάβει τους μοχλούς της “παραγωγής, της διανομής και της ανταλλαγής”, όπως είχε προφητέψει ο κομμουνισμός. Τα  οικονομικά δεν ήταν ο δρόμος προς την επανάσταση.



«Πίστευε, αντίθετα, ότι η κοινωνία θα μπορούσε να ανατραπεί αν οι αξίες που την θεμελιώνουν μπορούσαν να διαμορφωθούν στην αντίθετη μορφή τους : αν οι βασικές αρχές της αντικατασταθούν από αυτές εκείνων των ομάδων που θεωρούνται ότι είναι ‘outsiders’ (εκτός του κατεστημένου) ή που παραβιάζουν ενεργά τους ηθικούς κώδικες της κοινωνίας.



«Έτσι, πρότεινε μια “μακρά πορεία μέσα στους θεσμούς” για να καταλάβει τις ακροπόλεις του πολιτισμού και να τις μετατρέψει σε μια συλλογική πέμπτη φάλαγγα, που θα υπονομεύοντας εκ των έσω και αντιστρέφοντας όλες τις βασικές αξίες της κοινωνίας.



«Η στρατηγική αυτή έχει πραγματοποιηθεί μέχρι κεραίας.



«Η πυρηνική οικογένεια έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Η παρανομία μετατράπηκε από στίγμα σε «δικαίωμα». Το τραγικό μειονέκτημα της ζωής χωρίς πατέρα επαναπροσδιορίστηκε ως μια ουδέτερη «επιλογή τρόπου ζωής».



«Η εκπαίδευση ναυάγησε, και η καρδιά της που είναι η μετάδοση ενός πολιτισμού στις επόμενες γενιές αντικαταστάθηκε από την ιδέα πως αυτά που τα παιδιά ήδη γνώριζαν, ήταν ανώτερες αξίες που οι ενήλικοι πάσαραν πάνω τους.

«Το αποτέλεσμα αυτής της “παιδοκεντρικής” προσέγγισης διέδωσε την αγραμματοσύνη και την άγνοια και διάβρωσε την ικανότητα για ανεξάρτητη σκέψη.

    

«Ο νόμος και τάξη ομοίως υπονομεύτηκαν, με τους εγκληματίες να θεωρούνται ότι είναι πέρα ​​από την τιμωρία, δεδομένου ότι ήταν “θύματα” της κοινωνίας και η λήψη ναρκωτικών σιωπηλά ενθαρρύνθηκε από μια εκστρατεία δυσφήμισης των  νόμων κατά των ναρκωτικών.



«Η ατζέντα των “δικαιωμάτων” - κοινώς γνωστή ως “πολιτική ορθότητα”αναποδογύρισε την ηθική δικαιολογώντας και ομαλοποιώντας (κάνοντας κανονικά) κάθε παράπτωμα αυτο-προσδιοριζόμενων ομάδων “θυμάτων” με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί υπεύθυνο για ό, τι έκανε ένα τέτοιο “θύμα”».



«Ο “φεμινισμός”, ο “αντιρατσισμός” και τα “δικαιώματα των ομοφυλοφίλων” έκαναν τους χριστιανούς να είναι οι εχθροί της (νέας) ευπρέπειας που αναγκάζονταν πλέον να κάνουν ακροβατικά για να αποδείξουν την αρετή τους.

«Όλα αυτά μέσω ενός διανοητικού παραμορφωτικού καθρέπτη που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ο κόσμος χωρίζεται σε “δυνατούς” (οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για όλα τα κακά πράγματα) και “καταπιεσμένους” (οι οποίοι δεν είναι υπεύθυνοι για τίποτα).



«Αυτή είναι ένα μαρξιστικό δόγμα. Αλλά το πόσο η μαρξιστική σκέψη έχει εισχωρήσει, εν αγνοία του, ακόμη και μέσα στο σύστημα, φάνηκε από την εκπληκτική παρατήρηση που έγινε το 2005 από τον τότε ανώτερο άρχοντα του νόμου, τον Λόρδο Bingham, ότι το δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορά την προστασία των “καταπιεσμένων” μειονοτήτων από το πλειοψηφία ...



«Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, είπαμε ότι αυτό ήταν το τέλος της μαρξιστικής ιδεολογίας. Κάναμε τρομερό λάθος.



«Το Σιδηρούν Παραπέτασμα απλά αντικαταστάθηκε από μια σιδερογροθιά στα χρώματα του ουρανίου τόξου, με την οποία οι πολιτιστικοί μας κομισάριοι κάνουν σκόνη κάθε απαγορευμένη συμπεριφορά και στάση, προκειμένου να αναμορφώσουν την δυτική κοινωνία σε ένα μετα-δημοκρατικό, μετα-χριστιανικό, μετά ηθικό μόρφωμα. Ο Λένιν θα χαμογέλασε ...»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου