«Ο σύγχρονος κομμουνισμός δεν είναι μόνον ένα κόμμα νέου τύπου ή μια γραφειοκρατία που γεννήθηκε από την κρατική ιδιοκτησία και από τον ολοκληρωτικό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το βασικό γνώρισμα τού συγχρόνου κομμουνισμού είναι η ύπαρξη μιας νέας τάξης κρατούντων και εκμεταλλευτών». - Milovan Djilas, «Η Νέα Τάξη», Μόναχο 1957.
To 1980 δημοσιεύθηκε το αποκαλυπτικό βιβλίο του Μιχαήλ Βοσλένσκυ, σοβιετικού συγγραφέα, επιστήμονα, διπλωμάτη και αντιφρονούντα, “Nomenklatura: The Soviet Ruling Class” (‘Νομενκλατούρα: Η Σοβιετική Κυβερνώσα Τάξη’) εισάγοντας μια νέα λέξη (την λατινική λέξη “Νομενκλατούρα” που σημαίνει ευρετήριο καταλόγου ή ονοματολογία) που μέχρι τότε την γνώριζε μόνο ένας κύκλος ειδικών (όπως και πριν την λέξη «Γκουλάγκ» δεν την ήξερε κανένας μέχρι που ο Σολζενίτσιν έγραψε το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ») και αποκαλύπτοντας ένα ισχυρό δίκτυο διεφθαρμένων και διψασμένων για εξουσία σοβιετικών αξιωματούχων, μια τάξη νεο-προνομιούχων με τεράστια προνόμια (ντάτσες και κατοικίες πολυτελείς, λιμουζίνες, οδηγοί, εστιατόρια, μπουτίκ, κλινικές, ειδικά κέντρα αναπαύσεως και μάλιστα σχεδόν δωρεάν), μια κόκκινη αριστοκρατία που διέθετε μια δύναμη που όμοιά της δεν είχε δει η Ιστορία, αφού αυτή αποτελούσε και το Κράτος.
Η Νομενκλατούρα είναι η «ομάδα διανοουμένων», η οποία «βρίσκεται σε ξεχωριστή θέση σε σχέση μ’ εκείνους που τους έχει ανατεθεί εργασία εκτελεστική». Ο Στάλιν εγκατάστησε αυτή τη «νέα αριστοκρατία» - το μηχανισμό – και της έμαθε να κυβερνά. Η κυρίαρχη τάξη της ΕΣΣΔ, η «νέα τάξη», είναι η Νομενκλατούρα.
Το πρωτότυπο βιβλίο κυκλοφόρησε το 1970, και διανεμήθηκε μέσω της samizdat, του υπόγειου δηλαδή, τρόπου με τον οποίον διακινούσαν τα πονήματά τους οι αντιφρονούντες, χωρίς αυτά να "επεξεργάζονται" από την λογοκρισία του καθεστώτος. Ο τίτλος στα ρώσικα ήταν : “Номенклатура. Господствующий класс Советского Союза”.
Το βιβλίο μεταφράστηκε σε 14 γλώσσες και εκτυπώθηκε σε πολλαπλές εκδόσεις, εκδόθηκε δε και στα ελληνικά (υπό τον τίτλο «Η ΝΟΜΕΝΚΛΑΤΟΥΡΑ: Οἱ Προνομιοῦχοι τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης», ΝΕΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΕ), αλλά πλέον μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία μπορεί να βρεθεί (υπάρχει και σε μορφή pdf).
Πριν το βιβλίο του Voslensky, ο Γιουγκοσλάβος αντιφρονών Milovan Djilas (Μίλοβαν Ντζίλας), από το 1975 με το βιβλίο του «Η Νέα Τάξη» είχε εκθέσει για πρώτη φορά τα προνόμια της κομμουνιστικής ελίτ.
O Mikhail Sergeyevich Voslensky γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1920, στο Βέρντιανσκ της Ουκρανίας. Σπούδασε στη Μόσχα στο Πανεπιστήμιο Lomonosov στις δύσκολες συνθήκες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αποφοίτησε το 1944. Στη συνέχεια εισήλθε στο Κρατικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για περαιτέρω σπουδές, κερδίζοντας τελικά το διδακτορικό δίπλωμα στην ιστορία το 1965 (αργότερα απέκτησε άλλα πτυχία από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών στη Μόσχα και την Ακαδημία Κρατικής Νομοθεσίας της Γερμανίας στο Πότσνταμ). Ήταν διερμηνέας για τη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια των Δικών της Νυρεμβέργης. Το 1953-1955 συνεργάστηκε με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης. Από το 1949 ήταν συντάκτης στο Σοβιετικό Γραφείο Πληροφοριών στη Μόσχα. Το 1955 επέστρεψε στη Μόσχα για να συμμετάσχει στη Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών ως ερευνητής, θέση που κατείχε μέχρι το 1972. Από το 1965 ήταν επίσης ακαδημαϊκός γραμματέας της Επιτροπής για τα επιστημονικά προβλήματα του αφοπλισμού, από το 1968 ήταν μέλος του σοβιετικού Pugwash και από το 1969 μέλος της επιτροπής κοινωνικών επιστημών της σοβιετικής επιτροπής Unesco. Στις θέσεις αυτές προστέθηκε το 1970 εκείνη του αντιπροέδρου της ιστορικής Επιτροπής της ΕΣΣΔ και της ΛΔΓ και το 1971 η ιδιότητα μέλους στη Σοβιετική Επιτροπής για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Μεταξύ 1954 και 1968 δημοσίευσε τέσσερα βιβλία για τις διεθνείς σχέσεις της Γερμανίας και δίδαξε επίσης ιστορία στο Πανεπιστήμιο Lumumba της Μόσχας.
Το 1974, μετά από 4 χρόνια διαβίωσης στη Δυτική Γερμανία, του αφαιρέθηκε η σοβιετική του ιθαγένεια (αποκαταστάθηκε το 1990) και συνεργάστηκε με το Forschungsinstitut für Sowjetische Gegenwart (Ινστιτούτο Ερευνών για τη Σοβιετική Ένωση).
Η “Nomenklatura” αναφέρεται σε έναν κατάλογο αξιωματούχων του σοβιετικού καθεστώτος των οποίων οι θέσεις επιβεβαιώνονται από τις ανώτερες αρχές: δηλαδή γραφειοκράτες κόμματος και κράτους που διορίζονται και προσλαμβάνονται από ανώτερα μέλη της ίδιας Γραφειοκρατίας. Ένας τέτοιος κατάλογος αριθμεί περίπου τρία εκατομμύρια ανθρώπους. Και είναι ουσιαστικά ένας κατάλογος της σοβιετικής άρχουσας τάξης. Αυτή η τάξη οφείλει έμμεσα την ύπαρξή της στους αρχικούς μπολσεβίκους, λέει ο Βοσλένσκι - αλλά η σύνδεση είναι βεβιασμένη. Ιδεολογικά, η ιδέα ενός στρώματος ηγεσίας που κατευθύνει την εργατική τάξη προς τον σοσιαλισμό καθορίστηκε από τον Λένιν. Αυτοί οι επαναστάτες ανέλαβαν την μετα-επαναστατική κοινωνία. Η σημερινή νομενκλατούρα, ωστόσο, είναι οι άμεσοι απόγονοι του μετασχηματισμού της γραφειοκρατίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της εποχής Στάλιν σε μια υπηρεσία προσωπικής κυριαρχίας. Οι εκκαθαρίσεις του εξάλειψαν την άρχουσα τάξη των Μπολσεβίκων και την αντικατέστησαν με εκείνη που οφείλει υπακοή στη Γραφειοκρατία. Αυτή είναι μια άρχουσα τάξη βασισμένη στην εξουσία και όχι στον πλούτο (είναι πλούσιος επειδή είναι ισχυρός). «Η νομενκλατούρα είναι μια κατηγορία προνομιούχων εκμεταλλευτών, που απέκτησαν πλούτο από την εξουσία, όχι εξουσία από πλούτο», γράφει ο Voslensky. Και γι’ αυτό το λόγο ο Vosiensky θεωρεί ότι η σοβιετική ηγεσία έχει μια εγγενή τάση προς την παγκόσμια κυριαρχία, την ολοκληρωτική εξουσία. Αποβλέπει στην κορυφή - η κορυφαία θέση είναι η μόνη για την οποία δεν υπάρχει κάποια ανώτερη εξουσία. «Η εσωτερική πολιτική της τάξης της νομενκλατούρας είναι να εδραιώσει τη δικτατορική της εξουσία και η εξωτερική της πολιτική είναι να την επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο», γράφει. Η νομενκλατούρα είναι παρασιτική και ανάρμοστη. Και είναι εξοικειωμένη με τα προνόμια της εξουσίας – είναι η ικανότητα να μεταβιβάζει τις θέσεις της στα παιδιά της, το ασφαλές σημάδι μιας άρχουσας τάξης.
«Στην πραγματικότητα, η Νομενκλατούρα ντρέπεται για τον εαυτό της. Δεν θέλει να την γνωρίζουν. Δεν εμφανίζεται όπως πραγματικά είναι. Δεν ζει παρά μόνο στο σκοτάδι. Φοβάται το φως. Είναι επικίνδυνη, επειδή, καθώς δεν είναι διάφανη, δεν υφίσταται με τρόπο συνεπή και άμεσο την κριτική που θα προκαλούσε στην αντίθετη περίπτωση. Καμουφλάρεται για να δικαιολογεί την επέκτασή της και να εξυπηρετείται ο αγώνας της. Είναι εθνικιστική και μιλάει για διεθνισμό. Είναι ρατσιστική και μιλάει για αντιρατσισμό. Είναι προνομιούχος και μιλάει για αγώνα κατά των προνομίων. Είναι επεκτατική και ηγεμονική και μιλάει για αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου, ο εβραϊκής καταγωγής Γάλλος κομμουνιστής ιστορικός Jean Elleinstein.
Παρακάτω κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο.
Η κοινωνία, η επονομαζόμενη «πραγματικός σοσιαλισμός» (Socialisme Réel) στα επίσημα βιβλία της ΕΣΣΔ περιγράφεται έτσι: Αποτελείται από δύο τάξεις που διατηρούν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Την εργατική τάξη και την κολχοζιανική αγροτική, όπως επίσης και από μια ενδιάμεση τάξη, τους πνευματικούς ανθρώπους, που αποτελείται από άτομα στρατολογημένα από τις δύο πρώτες. Στους κόλπους αυτής της κοινωνίας δεν υπάρχουν ασυμβίβαστες αντιθέσεις. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν ταξικός αγώνας. Η δικτατορία του προλεταριάτου, που επιβλήθηκε στη χώρα μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή και μεταβλήθηκε σταδιακά σε Κράτος όλων των εργαζομένων. Η Σοβιετική Ένωση βρίσκεται τώρα στο στάδιο του εξελιγμένου σοσιαλισμού και προχωρεί σταθερά στο δρόμο που οδηγεί στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία.
Είναι, όμως, πραγματικά έτσι;
Από τη μια πλευρά η μέθη της εξουσίας, η αλαζονεία του θριάμβου, οι ραδιουργίες και οι μικρο-μοχθηρίες, η δίψα της κάτω τάξης για εκδίκηση και η καχυποψία για μισαλλοδοξίες, ή δόλο και μεγαλύτερη περιφρόνηση προς τους υποτακτικούς, με μια λέξη: μια νέα εξουσία. Από την άλλη πλευρά, αποθάρρυνση, φόβος αντεκδικήσεων, οργή ανίσχυρη, σιωπηρά μίση, κολακείες, ατέλειωτα ψέματα. Αποτέλεσμα: είναι δύο νέες τάξεις που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα τεράστιο ψυχολογικό και κοινωνικό χάσμα.
Εικόνα παραστατική! Που πάρα πολύ απέχει από την «αδελφοσύνη μεταξύ εργατών και γεωργών».
Ο διακεκριμένος δυτικογερμανός Σοβιετολόγος Μπόρις Μάισνερ (Boris Meissner), χωρίζει τη σοβιετική κοινωνία σε πέντε κοινωνικά στρώματα. Η ανώτερη τάξη, λέει, αποτελείται από τους υψηλής στάθμης γραφειοκράτες και την Elite των τεχνοκρατών. «Αντί γι’ αυτό, που κακώς ονομάζουν αταξική κοινωνία, στη Σοβιετική Ένωση έχουν εμφανισθεί τρεις ξεχωριστές τάξεις. Πάνω από τους εργάτες και τους αγρότες συγκροτήθηκε μια νέα άρχουσα τάξη, που πληρώνεται καλύτερα και περνάει καλύτερα. Ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πληθυσμό με το υψηλό επίπεδο σπουδών και επιδιώκει να εξασφαλίσει για τα παιδιά της τα ίδια πλεονεκτήματα. Αυτή «η νέα τάξη» υπερτερεί αριθμητικά στις διευθυντικές θέσεις του Κόμματος, του Κράτους, της Οικονομίας και του Πολιτιστικού τομέα. Ο σημερινός αριθμός της είναι εξαπλάσιος απ’ αυτόν του 1926. Η τελευταία στατιστική τους υπολογίζει στα δεκαπέντε εκατομμύρια. Αυτή η νέα τάξη των διανοουμένων έχει όλο και περισσότερη επίδραση στην εξέλιξη του Κόμματος και του Κράτους. Απ’ αυτά το κοινωνικό στρώμα προέρχονται ο Μπρέζνιεφ και ο Κοσύγκιν».
Μία ξεχασμένη ντάτσα (dacha)
Η ντάτσα, που παραμένει ιδιοκτησία του Κράτους, θα τεθεί στη διάθεσή του και στη διάθεση της οικογένειάς του για όλο το καλοκαίρι. Η τροφή είναι και εδώ εξαίρετη και πολύ φθηνή. Δωρεάν επίσης μπορεί ν’ ασχοληθεί με το σκι, το πατινάζ, ακόμα και να πάει στον κινηματογράφο, χωρίς να πληρώσει δεκάρα. Οι νομενκλατουρίστες κουνιούνται στις ξαπλωτές κούνιες τους, κάνουν περιπάτους, παίζουν τένις ή βόλεϊ, τρώνε και πίνουν στη βεράντα, ή πάνε στον κινηματογράφο.
Από την κούνια μέχρι τον τάφο, σε όλη του τη ζωή, κάποιος που ανήκει στη Νομενκλατούρα μπορεί να εργάζεται, να αναπαύεται, να τρώει, να ψωνίζει, να ταξιδεύει, να συζητεί, να αρρωσταίνει - χωρίς ποτέ να έρθει σε επαφή με το σοβιετικό λαό, στην υπηρεσία του οποίου υποτίθεται ότι είναι ταγμένος.
Οι φραγμοί που χωρίζουν τη Νομενκλατούρα από τη μάζα τού λαού είναι οι ίδιοι που χωρίζουν και τους ξένους από τους Σοβιετικούς – με τη μόνη διαφορά ότι στους ξένους απαγορεύεται να σχετίζονται με το λαό, ενώ η Νομενκλατούρα το απαγορεύει η ίδια στον εαυτό της
Υπάρχουν πολλές λουτροπόλεις στην ΕΣΣΔ. Είναι όμως τελείως αδύνατο να βρεθεί έστω και μια, όπου η Κεντρική Επιτροπή ή το Υπουργικό Συμβούλιο να μην έχουν ένα αναπαυτήριο. Ακόμη και αν ο τμηματάρχης μας της ΚΕ έχει τη φαεινή ιδέα να θέλει να «απομονωθεί» σε μία μικρή λουτρόπολη, όπως το Μπερντιάνσκ, η γενέτειρά μου, που βρίσκεται στα παράλια της θάλασσας Άζοβ, δεν θα ανακατευθεί με το πλήθος των άλλων παραθεριστών σε ένα κοινό αναπαυτήριο. Η Κομματική Επιτροπή της πόλης διαθέτει εκεί κάτω μια ντάτσα ειδικά για τους νομενκλατουρίστες. Ο κοινός σοβιετικός πολίτης δεν θα μπορούσε, όσα και αν πλήρωνε, να γίνει δεκτός σε αναπαυτήριο ή ντάτσα αυτής της κατηγορίας.
Το Νοσοκομείο του Κρεμλίνου είναι εξοπλισμένο με μηχανήματα και φάρμακα δυτικής εισαγωγής (η Νομενκλατούρα δεν βασίζεται ποτέ στην εγχώρια ιατρική επιστήμη και τη φαρμακολογία όταν πρόκειται για την υγεία της). Η τροφή και η περιποίηση είναι εξαίσια. Το ίδιο και το προσωπικό, πολυάριθμο, ικανό, γελαστό, μια κατάσταση που διαφέρει ριζικά απ’ αυτή που παρατηρείται στα κοινά νοσοκομεία, όπου οι διάδρομοι είναι γεμάτοι κρεβάτια, το προσωπικό ανεπαρκές και το φαγητό τόσο άσχημο, που είναι αδύνατο να τα βγάλει κανείς πέρα χωρίς τα πακετάκια των συγγενών. Οι αναρρωνύοντες και εκείνοι που πάσχουν από χρόνια νοσήματα παραπέμπονται σ’ ένα παράρτημα του νοσοκομείου που βρίσκεται στο δασώδες πάρκο Κουντσέβο.
Ένας σοβιετικός συγγραφέας, ο Α. Μπέκ, περιγράφει το νοσοκομείο του Κρεμλίνου σ’ ένα μυθιστόρημά του, που περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και το θάνατο ενός νομενκλατουρίστα. Το «δωμάτιο» του ασθενούς αποτελείται «από ένα γραφείο, ένα υπνοδωμάτιο με μπαλκόνι, μπάνιο και ένα προθάλαμο που βγαίνει σε μια σκάλα στρωμένη με χαλί». Σ’ αυτό το «ευρύχωρο και φωτεινό διαμέρισμα, υπάρχουν λευκές πολυθρόνες, χαλιά, πανάκριβα αγαλματίδια και στον τοίχο πίνακες μέσα σε βαριά ξύλινα επιχρυσωμένα κάδρα». Ένα τέτοιο διαμέρισμα χαρακτηρίζεται από το νοσοκομείο σαν «ημι- πολυτελές».
Ας περάσουμε σ’ έναν άλλο τομέα: Τις μεταφορές της Νομενκλατουρίας.
Είδαμε ήδη, ότι ένας τμηματάρχης μπορεί να ζει ευχάριστα, να εργάζεται, να αναπαύεται, χωρίς ποτέ να έχει καμιά επαφή με το λαό της ΕΣΣΔ. Ακόμα και όταν ταξιδεύει στην αχανή Ρωσία βρίσκει πάντα τον τρόπο ν’ αποφεύγει τούς συμπατριώτες του.
Τα σιδηροδρομικά και αεροπορικά του εισιτήρια τα παίρνει κατευθείαν από την Κεντρική Επιτροπή Σε ένα μικρό δρομάκι, πίσω από το κτιριακό συγκρότημα της Κεντρικής Επιτροπής, βρίσκεται ένα ασήμαντο σπιτάκι που στεγάζει το Τμήμα Μεταφορών τής ΚΕ. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Χέντρικ Σμίθ αναφέρει, με δυτική αφελή αγανάκτηση, τις πληροφορίες ενός ανοιχτόκαρδου ξεναγού, του «Intourist», ότι σε όλα τα αεροπλάνα, τα τραίνα και τα ξενοδοχεία, κρατιέται ορισμένος αριθμός θέσεων, για την περίπτωση ξαφνικής αφίξεως υψηλών αξιωματούχων. Ο σοβιετικός πολίτης δεν εκπλήσσεται πλέον. Γνωρίζει πολύ καλά, ότι οι καλύτερες θέσεις προορίζονται για τις αποκαλούμενες «κυβερνητικές κρατήσεις» (bronja) και ότι τα αντίστοιχα εισιτήρια δεν διατίθενται προς πώληση παρά μόνο 30 λεπτά πριν από την αναχώρηση. Αντίθετα, στα ξενοδοχεία, τα δωμάτια που κρατιούνται δεν διατίθενται ποτέ σε άλλον. Αφού ένα ξενοδοχείο δεν… αναχωρεί, κάποιος νομενκλατουρίστας μπορεί να εμφανισθεί οποιαδήποτε στιγμή.
Στην ΕΣΣΔ, τα τραίνα και τα αεροπλάνα είναι πάντα υπερπλήρη. Στη Σοβιετική Ένωση ατέλειωτες ουρές περιμένουν μέρες ολόκληρες, μπροστά στα ταμεία των προπωλήσεων. Για τα ταμεία των σιδηροδρομικών σταθμών ούτε λόγος βέβαια να γίνεται και φυσικά, η εξασφάλιση θέσης θεωρείται μεγάλο επίτευγμα.
Ο τμηματάρχης μας, με το εισιτήριο στην τσέπη, φτάνει στο σιδηροδρομικό σταθμό ή στο αεροδρόμιο με μια μαύρη Volga. Δεν κατευθύνεται όμως προς την κεντρική αίθουσα, αλλά σε μια ειδική αίθουσα που ονομάζεται «Δωμάτιο Αντιπροσώπων του Ανώτατου Σοβιέτ», θαυμάσια εφεύρεση, για την οποία οι υπεύθυνοι για τη φροντίδα των νομενκλατουριστών αισθάνονται μεγάλη περηφάνια. Χτυπάει στα μάτια σαν δημοκρατικό και συνταγματικό: Δεν αποτελεί αίθουσα για μεγαλόσχημους μανδαρίνους, ένα μικρό δωμάτιο είναι μόνο, που κρατιέται για τους αντιπρόσωπους του λαού, τους οποίους εμείς όλοι ψηφίσαμε. Ποιος όμως ξέρει ότι σ’ αυτή την αίθουσα, με τα ταπετσαρισμένα έπιπλα, τα στρωμένα κάτω χαλιά και το αποκλειστικό προσωπικό, εκείνοι που κάθονται, ως επί το πλείστον, δεν είναι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Ανώτατου Σοβιέτ, αλλά οι νομενκλατουρίστες κρατικοί και κομματικοί υπάλληλοι; Εξάλλου, ο αριθμός των αντιπροσώπων που ταξιδεύει δεν είναι τέτοιος, ώστε να δικαιολογεί τη διατήρηση ολόκληρου δικτύου αιθουσών αναμονής. Έπρεπε όμως να λυθεί και ένα άλλο πρόβλημα: Πως θα αντιλαμβάνονταν οι ξένοι, που έχουν πλήρη συνείδηση ότι δεν είναι Αντιπρόσωποι του Ανώτατου Σοβιέτ, ότι η παρουσία τους είναι αποδεκτή σ’ αυτές τις αίθουσες; Έγραψαν απλά στα αγγλικά VIP Hall πάνω στην πινακίδα, που επισημαίνει στα ρωσικά την ύπαρξη της αίθουσας. Σε ποιον δεν θα άρεσε να τυγχάνει μεταχειρίσεως σαν «very important person»;
Το ευγενικό προσωπικό - τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που στις άλλες αίθουσες καθυβρίζει τους ταξιδιώτες - οδηγεί τον τμηματάρχη μας κατευθείαν στο τραίνο ή το αεροπλάνο, λίγα λεπτά προτού αναγγελθεί η αναχώρηση για τους άλλους ταξιδιώτες - γιατί πρέπει ν’ αποφύγει να συναντηθεί με το λαό στη σιδηροδρομική αποβάθρα ή στο διάδρομο του αεροδρομίου. Στο wagon-lit της πρώτης θέσης του αεροπλάνου, θα ξαναβρεί τους όμοιούς του. Στην προσγείωση η σκάλα θα πάει πρώτα στην 1η θέση του αεροπλάνου. Κατεβαίνει στον τελείως άδειο διάδρομο του αεροδρομίου, όπου καταφτάνουν οι τοπικές αρχές να τον προϋπαντήσουν. Μόνο ύστερα απ’ αυτό επιτρέπεται να κατέβουν οι άλλοι επιβάτες…
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / από το εν λόγω βιβλίο και από εδώ, εδώ κι εδώ